.
.
GREEK POETRY-ΣΑΠΦΩ-SAPPHO-μεταφραση-translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΣΑΠΦΩ-SAPPHO
-μεταφραση-translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
.
ΣΑΠΦΩ
.
οιαν ταν υακινθον εν ωρεσι
ποιμενες ανδρες ποσσι
καταστειβοισι , χαμαι δε
το πορφυρον ανθος ...
[κειται ]
.
ετσι οπως τον υακινθο καταπατουν
με τα ποδια τους στο βουνο βοσκοι
και το πορφυρο ανθος στο χωμα...
[κειται]
..
οιον το γλυκομαλον ερευθεται
ακρω επ'υσδω, ακρον επ'ακροτατω,
λελαθοντο δε μαλοδροπηες ,
ουν μαν εκλελαθοντ',αλλ'ουκ
εδυναντο επικεσθαι
.
ετσι οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στο ακρο του κλαδιου, στο μακρυτερο
ακρο του, το παρατησαν οι συγκομιδοι
των μηλων ,οχι γιατι το αγνοησαν
αλλα δεν μπορεσαν να τ'αρπαξουν
..
...Εμμεθεν δ'εχεισθα λαθαν
....Μ'εχεις ξεχασει
..
.
ολβιε γαμβρε ,σοι μεν δη γαμος ως αραο
εκτετελεστ,εχης δε παρθενον [αν] αραο...
σοι χαριεν μεν ειδος ,οππατα δ' [εστι ,
νυμφα] μελλιχ' , ερος δ'επ'ιμερτω κεχυται
προσωπω
....τετιμακ'εξοχα σ'Αφροδιτα
.
ευτυχισμενε γαμβρε ,ο γαμος σου,οπως
ηθελες γινεται, και την κορη που θελεις
εχεις, δικο σου το χαριτωμενο πλασμα,
τα γλυκα ματια της νυφης , κι ο ερωτας
γεμιζει το ευτυχισμενο προσωπο...
...σ'εχει τιμησει εξοχα η Αφροδιτη
..
Ερος δηυτε μ'ο λυσιμελης δονει,
γλυκυπικρον αμαχανον ορπετον.
.
Ο Ερωτας παλι με τρανταζει ,να
μου διαλυσει τα μελη του κορμιου,
γλυκοπικρο ανικητο πλασμα
.
.
εχει μεν Ανδρομεδα καλαν αμοιβαν...
Ψαπφοι, τι ταν πολυολβον Αφροδιταν...
[καλεις];
.
μια καλη ερωτηση εχει η Ανδρομεδα...
Σαπφω, γιατι καλεις την ευδαιμονα Αφροδιτη;
.
.
εστι μοι καλλα παις χρυσιοιησιν ανθεμοισιν
εμφερην εχοισα μορφαν Κλεις αγαπατα,
αντι τας εγωυδε Λυδιαν παισαν ουδ'ερανναν...
.
εχω μια κορη ομορφη ομοια στη μορφη
με τα χρυσα λουλουδια η αγαπημενη Κλεις,
μ'ολοκληρη τη Λυδια δεν αλλαζω ...
.
.
θελω τι τ'ειπην ,αλλα με κωλυει αιδως...
.
θελω κατι να σου πω, αλλα μ'εμποδιζει
η ντροπη...
.
.
παρθενον αδυφωνον
.
κορη γλυκοφωνη
.
.
πληρης μεν εφαινετ'α σελαννα
αι δ'ως περι βωμον εσταθησαν
.
φωτισε πληρης η σεληνη
κι αυτες γυρω απ'το βωμο
ακινητες σταθηκαν
.
.
Εσπερε,παντα φερων,οσα φαινολις
εσκεδασ'Αυως, [φερεις οιν,φερεις αιγα,
φερεις απυ] ματερι παιδα
.
Εσπερε,τα παντα φερνεις πισω, οσα
η φωτεινη Αυγη ξεχωρισε ,
φερνεις το προβατο,φερνεις την γιδα,
φερνεις στη μητερα τη θυγατερα
.
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα...
χρυσω χρυσοτερα
.
περισσοτερο γλυκοφωνη απ'τη λυρα
λαμπροτερη απ'τον χρυσο
.
.
Δεδυκε μεν α σελαννα
και Πληιαδες ,μεσαι δε νυχτες,
παρα δ'ερχετ'ωρα,
εγω δε μονα κατευδω.
.
Εδυσε η σεληνη ,εδυσε
κι η Πουλια ,μεσανυχτα,
περασε η ωρα ,κι εγω
μονη κοιμαμαι
.
.
Τιμαδας αδε κονις ,ταν δη προ γαμοιο
θανουσαν δεξατο Φερσεφονας κυανεος
θαλαμος ,ας και αποφθιμενας πασαι
νεοθαγι σιδαρω αλικες ιμερταν κρατος
εθεντο κομαν
.
Αυτη ειναι η τεφρα της Τιμαδος,που
πεθανε πριν το γαμο και την δεχτηκε
στα σκοτεινα παλατια η Περσεφωνη
Ολες οι φιλες της με νεοτροχισμενο
μαχαιρι εκοψαν συριζα τ'αγαπημενα
πορφυρα μαλλια τους
.
.
Τω γριπει Πελαγωνι πατηρ επεθηκε
Μενισκος κυρτον και κωπαν ,
μναμα κακοζοιας.
.
Για τον ψαρα Πελαγωνα ο πατερας του
ο Μενισκος εστησε εδω την αγκυρα
και το κουπι του,
να μνημονευουν την κακοριζικη ζωη του
.
.
αστερες μεν αμφι καλαν σελανναν
αψ'απυκρυπτοισι φαενναν ειδος,
οπποτα πληθοισα μαλιστα λαμπη
γαν... αργυρια.
.
τ'αστερια γυρω απ'το λαμπρο φεγγαρι
χανουν το φωτισμενο προσωπο τους
οταν αυτο γεματο λαμπει τη γη
με τ'αργυρο του φως
.
.
...ποδας δε ποικιλος μασλης εκαλυπτε,
Λυδιον καλον εργον.
.
και τα ποδια καλυπτε πολυχρωμο
πεδιλο, Λυδικο εργο, ομορφο
.
.
Ερος δ'ετιναξε μοι φρενας,
ως ανεμος κατ'ορος δρυσιν εμπετων
.
Ο Ερωτας μου ταραξε τα μυαλα,
οπως ο ανεμος στα βουνα πανω
στα δεντρα πεφτει
.
.
ηρθες ,[καλ'] εποησας,
εγω δε σ'εμαιομαν,
ον δ'εψυξας εμαν φρενα
καιομενα ποθω
.
ηρθες τελικα ,ομορφια μου,
τοσο σε αναζητησα,
και δροσισες την καρδια μου
που την εκαιγε ο ποθος
.
.
η'τιν'αλλον
[μαλλον] ανθρωπων εμμεθεν φιλησθα
.
η'μηπως εναν αλλον περισσοτερο
απο μενα αγαπησες
.
.
σκιδναμενας εν στηθεσιν οργας
μαψυλακαν γλωσσαν πεφυλαχθαι
.
οταν τα στηθια σου φουσκωνει η οργη
φυλαξε τη γλωσσα σου απο τα ξεφωνητα
.
.
Λατω και Νιοβα μαλα μεν φιλαι ησαν εταιραι
.
η Λητω κι η Νιοβη ηταν συντροφες
πολυαγαπημενες φιλες
.
.
ποικιλοθρον'αθανατ'Αφροδιτα,
παι Διος δολοπλοκε,λισσομαι σε,
μη μ'ασαισι μηδ'ονιαισι δαμνα,
ποτνια,θυμον
[ποικιλοθρονη αθανατη Αφροδιτη
κορη του Δια ,δολοπλοκα, σε εκληπαρω,
μη μου μαραζωνεις με βασανα
και λυπες ,Δεσποινα ,τη καρδια]
.
αλλα τυιδ'ελθ',αι ποτα κατερωτα
τας εμας αυδας αιοισα πηλοι
εκλυες,πατρος δε δομον λιποισα
χρυσιον ηλθες
[αλλα εδω ελα,οπως καποτε παλια
ακουγοντας τις φωνες μου ,απο
μακρυα ,ηρθες αφηνοντας
το πατρικο λαμπρο παλατι]
.
αρμ'υπασδευξαισα. καλοι δε σ'αγον
ωκεες στρουθοι περι γας μελαινας
πυκνα διννεντες πτερ'απ'ωρανω
αιθερος δια μεσσω
[το αρμα εζευξες και καλα σπουργιτια
,γρηγορα ,στη μαυρη γη σε φερανε με
στροβιλους απ'τα δυνατα χτυπηματα των
φτερων πανω στον ουρανο μεσα στον αιθερα]
.
αιψα δ'εξικοντο.συ δ',ω μακαιρα,
μειδιαισαισ'αθανατω προσωπω
ηρε'οττι δηυτε πεπονθα κωττι
δηυτε καλημι
[γρηγορα εφτασαν, και συ,μακαρια,
μειδιασες στο αθανατο προσωπο
και με ρωτησε τι παλι επαθα ,
γιατι και παλι σε καλω ]
.
κωττι μοι μαλιστα θελω γενεσθαι
μαινολα θυμω,''τινα δηυτε [πειθω
αψ σ'αγην ] ες σαν φιλοτατα ; τις
σ',ω Ψαπφ',αδικηει;
[τι παλι θελω τοσο πολυ να γινει στην
αναστατωμενη καρδια μου ,''ποια
παλι[να πεισω να ρθει γρηγορα σε
σενα]στον ερωτα σου,ποια ,Σαπφω.
σε περιφρονει;'']
.
και γαρ αι φευγει ,ταχεως διωξει
αι δε δωρα μη δεκετ',αλλα δωσει
αι δε μη φιλει,ταχεως φιλησει
κωυκ εθελοισα
[κι αν σ'αποφευγει,γρηγορα θα σε
κυνηγα,κι αν δωρα δεν καταδεχεται
θα σου προσφερει ,κι αν δεν σ'αγαπα
γρηγορα θα σ'αγαπησει θελει δεν θελει]
.
ελθε μοι και νυν ,χαλεπαν δε λυσον
εκ μεριμναν, οσσα δε μοι τελεσσαι
θυμος ιμερρει,τελεσον. συ δ'αυτα
συμμαχος εσσο
[Ελα σε μενα και τωρα,αλαφρυνε με
απο τα βαρια βασανα,εκπληρωσε
οσα η καρδια μου επιθυμει,τελειωσετα,
και γινε εσυ η ιδια συνεργος μου]
.
.
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΣΑΠΦΩ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ,ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ,ΣΙΚΕΛΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
αποσπασματα του Ημερολογιου
-αμερα οι αστυνομικες αρχες της Συρακουσας με κατεγραψαν:
Σαπφω η'Ψαπφω η'Ψαπφα,εξ Ερεσου της Λεσβου,Ελλαδα,
μελιχρος,χρωμα οφθαλμων και κομης μελαν,σμικρον μεγεθος,
35 ετων,αριστοκρατικων φρονηματων,επαγγελμα:ποιητρια,προ-
σωπικη καταστασις:διαζευγμνενη,πρωην συζυγος:Κερκυλας,εμπο-
ρος εξ Ανδρου,τεκνα:εν θηλυ,ονομα:Κλεις,...,
και αλλα εγραψαν που δεν τα θυμαμαι,
με ρωτησαν τι γνωμη εχω για τον τυραννο Πιττακο,''σοφος αλλα
τυραννος''απαντησα,
με εβαλαν να υπογραψω μια υπευθυνη δηλωση πως δεν θα απο-
μακρυνθω απο την πολη,και καθε δεκαπεντε μερες να παρουσιαζο-
μαι στο τμημα,
υπεγραψα το χαρτι και με αφησαν...ελευθερη...υπο ορους
-τρεις μηνες,περιπου,στο νησι,ελαχιστα νεα απ'τη πατριδα,μου λειπει
η Ανακτορια,χθες εγραψα ενα ποιημα για αυτην,το μοναδικο που εχω
γραψει εδω στην εξορια[πρεπει να προσεχω και τις λεξεις],δεν εχω
εμπνευση,οι μερες περνουν ιδιες κι απαραλλαχτες,ανιαρες,παρεες,
δεν εχω,μονη μου κοιμαμαι,
γραφω το ποιημα που'χα γραψει στην Ανακτορια στη πατριδα
καποτε:
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
-μετα το τμημα πηγα μια βολτα στη θαλασσα,ο ηλιος εκαι-
γε,καθισα στην ακρογυαλια,εβγαλα τα παπουτσια μου κι
εβαλα τα ποδια μου στο νερο,εριξα βοτσαλα,ενα για την
πολυαγαπημενη μου κορη τη Κλειδα,που'ναι σαν τα χρυσαν-
θεμα ομορφη και μ'ολο το χρυσαφι της Λυδιας δεν αλλαζω
-αποψε πανσεληνος,περασμενα μεσανυχτα,κι εγω μονη
κοιμαμαι,αγρυπνω,δεν εχω υπνο,θυμαμαι τις πολυαγαπημε-
νες κοπελες στη πατριδα και ποσο ομορφα περνουσαμε,
την Ανακτορια,την Ατθιδα,την Γογγυλα,την Μνασιδικη, την
Τελεσιππα,την Μεγαρα, την Αναγορα,την Ευνεικια,ολες τις
θυμαμαι,
θυμαμαι και με δερνει η νοσταλγια οπως δυνατος ανεμος
πεφτει στα βουνα πανω στα δεντρα και τα ξετιναζει
-δεν εχω νεα για τ-αδερφια μου,τον Λαριχο και τον Ευρυγιο,
αραγε μπορεσαν να ξεφυγουν;η'τους επιασαν; στη φυλακη
η'στην εξορια; ποιος να μου φερει νεα εδω,οι αρχες,που
ρωτησα, προσποιουνται πως δεν εχουν πληροφοριες,ειναι
φανερο πως θελουν να'χουν καλες σχεσεις με το τυραννικο
καθεστως,
ουτε απ'τον αλλο αδερφο εχω νεα,τον Χαραξο,αυτος εφυγε
πριν τις διωξεις,στην Αιγυπτο,ειναι ακομα στην Ναυκρατι μαζι
μ'αυτη τη πορνη τη Ροδωπη;ποιος ξερει αν ειναι μαζι; η'του'φαγε
ολα τα λεφτα και τον παρατησε;εγω τον προειδοποιησα,να την
προσεχει,δεν εχουν εμπιστοσυνη τετοιες,μου κρατησε μουτρα
για το υβριστικο ποιημα που της εγραψα και της το εστειλα βε-
βαια,,οχι,δεν ηταν υβριστικο,αληθεια ηταν,του τρωγε τα λεφτα,
θυμωσε,δεν του κραταω κακια,αδερφια ειμαστε και το αιμα νε-
ρο δεν γινεται
-γυριζοντας σπιτι απο ψωνια λιγο μετα το μεσημερι ενα σκυλι με
ακολουθησε,σταματησα,γυρισα και το ειδα,εκεινο σταματησε,
φαινοταν φοβισμενο,ηταν ενα γερικο σκυλι,αδεσποτο,παρατη-
μενο,σκελετωμενο,φαινονταν τα κοκκαλα στα πλευρα του,ηταν
και χτυπημενο στη πλατη και στα ποδια,''εγω εχω να φαω'',σκεφτη-
κα,το φωναξα φιλικα να πλησιασει,πλησιασε,μεγαλα υγρα ματια,
του εδωσα το ψωμι κι ενα ολοκληρο λουκανικο,εφαγε,μετα απο-
μακρυνθηκε κουνοντας την ουρα του
αληθεια ποσο μοιαζω μ'αυτον τον παρατημενο σκυλο;
κανεις δεν νοιαζεται
αποφασισα καθε μερα ν'αγοραζω γι'αυτον και να τον ταιζω
-τρεις μερες συνεχεια ταιζα το σκυλο,την ιδια ωρα ,στο ιδιο
μερος,σαν ραντεβου,σημερα δεν τον ειδα ,ανησυχω,που
να πηγε; τι επαθε;
-δεν ξαναειδα τον σκυλο,το πηρα αποφαση πως δεν θα τον
ξαναδω,
φοβαμαι πως δεν θα ξαναδω τη πατριδα και τους αγαπημε-
νους δικους μου εκει περα
-ειναι νυχτα,δεν ξερω γιατι σκεφτομαι την ποιηση,τι να γραψω,
για ποιον ,για ποια να γραψω;για ποιο γεγονος;
σιωπη σιωπη σιωπη
-καποια γυναικα,αγνωστη ποτε αλλη φορα δεν την ξανα-χα δει,
με ρωτησε ποιο ειναι τ'ονομα μου,τρομαξα,συνηλθα και της
ειπα ενα πολυ κοινο γυναικειο του τοπου,
δεν ηθελα να με λυπηθει,να με λυπηθουν
-στην Ιμερα ζει καποιος ποιητης που τον λενε Στησιχορο,επιδε-
ξιος να στηνει χορους,εγραψε ενα ποιημα για την Ελενη πως
πηγε στη Τροια ακολουθωντας τον Παρι,αυτα που ξερουμε δη-
λαδη,φοβηθηκε ομως μηπως τον τιμωρησει η Ελενη και τ'αλλα-
ξε,εκανε δηλαδη Παλινωδια,τα πηρε πισω,
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
εγραψε
ισως καποια μερα να τον γνωρισω,αν μεινω ακομα εδω,
που δε το ευχομαι
-ελη,λατομεια,ορυχεια στΙς Συρακουσες,σκληρος ο χειμωνας,
πολλες βροχες,ασταματητα ολη τη μερα βρεχει σημερα,πολυ
υγρασια που σου σαπιζει τα κοκκαλα,ειναι τρεις μερες που δεν
βγηκε καθολου ηλιος απο τα πυκνα και μαυρα συννεφα,
σαν ολο το Ιονιο ν'αδειαζει πανω στη Σικελια και πανω στη καρ-
δια μου
-δεν εχω τιποτα να γραψω,ενα κενο στο μυαλο μου,τι γινεται
στη πατριδα;
-τοσο καιρο εδω,χρονια,και δεν εχω συνηθησει σ'αυτο τον
τοπο,ενας αγνωστος,που δεν θελω να μαθω,
μια εξοριστη
-σημερα ευχαριστα νεα,με καλεσε ο διοικητης του αστυνο-
μικου τμηματος ,με δεχτηκε στο ιδιαιτερο γραφειο του,
εκλεισε τη πορτα,ηταν ιδιαιτερα φιλικος μαζι μου,και
μου ειπε:''Κυρια Σαπφω,εχω νεα ,ξεσπασε σταση,μαλλον
απο τις πληροφοριες που εχω θα επικρατησουν οι αντικα-
θεστωτικοι'',κρατηθηκα να μην εκφρασω τα συναισθηματα
μου,μηπως ηταν καμια μπλοφα της αστυνομιας;,''ειναι βεβαιο'',
συνεχισε ο διοικητης,''θεμα ημερων,μην πω ωρων,η καταρ-
ρευση της τυραννιας,η Ιστορια αλλαζει'',''δηλαδη φευγω;''
ρωτησα,''οπως παει το πραγμα,ναι,φευγεται'',''ξερετε,ειμαι
φιλος της ποιησης σας'',εσκυψε το κεφαλι,''με συγχωρητε,
βλεπετε τα πραγματα ειναι δυσκολα,μπορει καποιος να βρει
το μπελα του,καταλαβαινετε;'',''καταλαβαινω''απαντησα,τον
ευχαριστησα κι εφυγα ευτυχισμενη,επιτελους θα γυριζα στη
πατριδα,
δεν πηγα σπιτι αμεσως,απο τη χαρα μου,δεν ηθελα να κλειστω
μεσα,περπατησα στη πολη,αγορασα λουλουδια,κοκκινα κι
ασπρα τριανταφυλλα και γαρυφαλλα,στο παρκο ταισα τους κυκ-
νους στη λιμνη,κατεβηκα και στη θαλασσα,ζεστη μερα,ηλιος,εβ-
γαλα τα ρουχα μπηκα στα δροσερα νερα και κολυμπησα,ποτε το-
σα χρονια που ειμαι εδω δεν κολυμπησα,βγηκα,ξαπλωσα στη
ζεστη αμμο να στεγνωσω,εκλεισα τα ματια,το κυμα ερχονταν κι
εφευγε,στ'αυτια μου,σαν ταξιδι,
γυρισα αργα τ'απογευμα στο σπιτι
-πηγα για τελευταια φορα στη βιβλιοθηκη,
η βιβλιοθηκαριος,μια νεα κι ευγενικη κοπελα,η Ραδινη,μου
εφερε ενα βιβλιο,το ανοιξε σε μια σελιδα,''κοιταξτε ''μου
ειπε,κοιταξα,''λατινικα'',ειπα,''ναι'',απαντησε η κοπελα,''ειναι
η μεταφραση ενος δικου σας ποιηματος'',''μπορεις να μου το
διαβασεις και να το μεταφρασεις'',''ευχαριστως''απαντησε η
κοπελα,
διαβασε το ποιημα η κοπελα,μου αρεσε η απαγγελια της,απλη
και χωρις στομφο,οταν τελειωσε ειπε,''δεν χρειαζεται να το μετα-
φρασω γιατι υπαρχει το προτοτυπο ποιημα γραμμενο στην αλλη
σελιδα,
γυρισε σελιδα,''Εις Ανακτοριαν'',διαβασε η κοπελα,με κοιταξε,
χαμογελασε,την ευχαριστησα,κοιταξα το εξωφυλλο,
Gaius Valerius Catullus Poetae Novi
της ειπα αν μπορουσε να αντιγραψει το ποιημα στα ελληνικα και
στα λατινικα και να μου τα δωσει,''πολυ ευχαριστως''απαντησε
η κοπελα
εδω γραφω το ποιημα και τη μεταφραση στα λατινικα:
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
-αυριο φευγω με το καραβι,τελειωσαν τα ψεμματα,γυρι-
ζω στη πατριδα,
αυριο το νοστιμον ημαρ
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
[αυτο το ποιημα το διασωζει ο Λογγινους στο Περι Υψους
Βιβλιον,τον 1ο αιωνα μ.Χ]
.
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
[Catullus 51]Gaius Valerius Catullus (ca. 84–54 BC)
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
.
.
ΣΑΠΦΩ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ,ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ-χ.ν.κουβελης
.
δεῦρυ μ†μ’ ἐς Κρητας .π[ ]ναῦον
ἄγνον, ὄππ[αι δὴ] χάριεν μὲν ἄλσος
μαλί[αν], βῶμοι †δ’ ἔνι θυμιάμε-
νοι [λι]βανώτῳ·
ἐν δ’ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι’ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶρος
ἐσκίαστ’, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
κῶμα †κατέρρ[ει]·
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλε
ἠρινίοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ’ ἄνητοι
μέλλιχα πνέοισιν [
[ ]
ἔλθε δὴ σὺ στέμ[ματ’] ἔλοισα Κύπρι,
χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως
ὀμ[με]μείχμενον θαλίαισι νέκταρ
οἰνοχόαισον
ελα απο την Κρητη εδω κοντα μου στο ιερο μερος
που'ναι ωραιο περιβολι με μηλιες και τους
βωμους αρωματιζει το λιβανι
και δροσερο νερο κελαρυζει απ'τα κλαδια της μηλιας
ολος ο τοπος ειναι γεματος ροδα σκιασμενος κι απ'τα
ελαφρα τρεμουλιαζοντα φυλλα πεφτει κατω στο χωμα
γαληνη
και στο λιβαδι αλογο βοσκαει λουλουδια της ανοιξης,
κι ο αερας απαλα πνεει
ελα εδω,Κυπριδα,και ριξε με χαρι μεσα στα χρυσα ποτηρια
του κρασιου το νεκταρ και σμιξε τη χαρα με τη λατρεια μας
.
Κύπρι καὶ Νηρήιδες ἀβλάβην μοι
τὸν κασίγνητον δότε τυίδ'ἴκεσθαι
κὤσσα οἰ θύμῳ κε θέλῃ γένεσθαι
πάντα τελέσθην,
ὄσσα δὲ πρόσθ'ἄμβροτε πάντα λῦσαι
καὶ φίλοισι οἶσι χάραν γένεσθαι
κὠνίαν δ’ ἔχθροισι· γένοιτο δ’ ἄμμι
μηκέτι μηδ’ εἶς
τὰν κασιγνήταν δὲ θέλοι δὲ λύγραν
ἔμμορον τίμας. ὀνίαν δὲ λύγραν
ἐκλύοιτ’, ὄτοισι πάροιθ’ ἀχεύων
τὦμον ἐδάμνα
.
Κυπριδα και Νηρηιδες καντε ο αδερφος μου να γυρισει
σωος κι αβλαβης κι οσα ποθει η καρδια του να γινουν
ολα να εκπληρωθουν
κι οσα στο παρελθον σφαλματα εκανε ολα να τελειωσουν
και στους φιλους του χαρα να δωσει και φοβο στους εχθρους
και καμια λυπη για μας
και στην αδερφη του να ειναι καμαρι και ν'απελευθερωθει
απ'οσες πικρες του βασανισαν τη καρδια στο παρελθον
.
Κύ]πρι, κα[ί σ]ε πι[κροτάτ]αν ἐπεύ[ροι]
[μη]δὲ καυχάσ[α]ιτο τόδ᾽ ἐννέ[ποισα]
[Δ]ωρίχα, τὸ δεύ[τ]ερον ὠς πόθε[ννον]
........... [εἰς] ἔρον ἦλθε.
Κυπριδα,ποση πικρα εχεις
κανεις την Δωριχα να μην μπορει να καυχηθει
πως εχει βρει τον ερωτα που ποθουσε για δευτερη φορα
.
χλωροτέρα δὲ ποίας ἔμμι
πιο δροσερη ειμαι απο τη χλοη
.
αἴ με τιμίαν ἐπόησαν ἔργα
τὰ σφὰ δοῖσαι
μ'εχουν τιμησει τα δικα τους εργα
που μου εδωσαν
.
αἴθ'ἔγω, χρυσοστέφαν'Ἀφρόδιτα,
τόνδε τὸν πάλον [^ ^ -] λαχοίην.
χρυσοστεφανη Αφροδιτη,αυτη η τυχη
μου ετυχε
.
Ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπῃ
γᾶν [ἐπὶ πᾶσαν]
... ἀργυρία ...
τ'αστρα γυρω απ'την ομορφη σεληνη
χανουν το φεγγος τους οταν πληρης
η σεληνη φωτιζει τη γη μ'αργυρο φως
.
καὶ ποθήω καὶ μάομαι .
και ποθω και δεν βαστω...
.
... πόδας δὲ
ποίκιλος μάσλης ἐκάλυπτε, Λύδι-
ον κάλον ἔργον
τα ποδια της καλυπτε κεντημενο πεδιλο
λεπτης λυδικης τεχνης
.
ταὶς κάλαισιν ὔμμι νόημμα τὦμον
οὐ διάμειπτον
για σας,ομορφιες μου,ο νους μου
δεν αλλαξε
.
ταῖσι [δὲ] ψῦχρος μὲν ἔγεντὀ θῦμος,
πὰρ δ'ἴεισι τὰ πτέρα
η καρδια τους κρυωσε
κι επεσαν τα φτερα τους
.
Ἔρος δ'ἐτίναξέ μοι
φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.
ο Ερωτας μου ξεσηκωσε τα μυαλα
οπως ο ανεμος στα βουνα ξετιναζει τις βελανιδιες
.
ἦλθες, †καλ’† ἐπόησας, ἔγω δέ σ’ ἐμαιόμαν,
ὂν δ’ ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθῳ.
ηρθες,καλα που'καμες,εγω για σενα πονουσα,
δροσισες τα μυαλα μου που τα'καιγε ο ποθος
.
ἠράμαν μὲν ἔγω σέθεν, Ἄτθι, πάλαι ποτά ....
σμίκρα μοι πάις ἔμμεν’ ἐφαίνεο κἄχαρις
εγω εσενα ,Ατθιδα,καποτε παλια σ'αγαπουσα...
ησουν μικρη κοπελα και χαριτωμενη μου φαινοσουν
.
ὀ μὲν γὰρ κάλος ὄσσον ἴδην πέλεται [κάλος],
ὀ δὲ κἄγαθος αὔτικα καὶ κάλος ἔσσεται.
καποιος ειναι ομορφος μοναχα οσο καιρο διαρκει η ομορφια
καποιος που ειναι καλος ειναι συναμα και ομορφος για παντα
.
οὐκ οἶδ'ὄττι θέω
.δίχα μοι τὰ νοήμματα
δεν ξερω τι λατρευω,
ειμαι διχασμενη
.
ψαύην δ'οὐ δοκίμωμ'ὀράνω †δυσπαχέα†
/ Πσαύην δ᾽ οὐ δοκίμοιμ᾽ ὀράνω δύσι πάχεσιν.
με τα δυο μου χερια δεν μπορω ν'αγγιξω τον
ουρανο
.
βροδοπάχεες ἄγναι Χάριτες δεῦτε Δίος κόραι
Ελατε ροδοδαχτυλες Χαριτες κορες του Δια
.
ἔλθοντ'ἐξ ὀράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν ...
ηρθαν απ'τον ουρανο πορφυρο φορωντας ρουχο
.
κατθάνοισα δὲ κείσῃ οὐδέ ποτα
μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ'οὐδὲ †ποκ'†ὔστερον
· οὐγὰρ πεδέχῃς βρόδων
τῶν ἐκ Πιερίας
· ἀλλ'ἀφάνηςκἠν Ἀίδα δόμῳ
φοιτάσεις πεδ'ἀμαύρων νεκύων
ἐκπεποταμένα
πεθαμενη θα'σαι και ποτε
δεν θα σε μνημονευσουν
ουτε τωρα ουτε μετα
και δεν θα'χεις ροδα απο την Πιερια
αλλα αγνωστη θα τριγυρνας
στα παλατια του Αδη
αναμεσα στις μαυρες σκιες
των πεθαμενων
.
οὐδ'ἴαν δοκίμωμι προσίδοισαν φάος ἀλίω
ἔσσεσθαι σοφίαν πάρθενον εἰς οὐδένα πω χρόνον
τεαύταν
νομιζω πως ποτε παρθενα δεν θα αντικρισει το
φως του ηλιου και να'χει τη δικια σου σοφια
.
τίς δ'ἀγροίωτις θέλγει νόον .....
.οὐκ ἐπισταμένα τὰ βράκε'ἔλκην ἐπὶ τὼν σφύρων;
ποια χωριατισα σου μαγεψε το νου...
που δεν ξερει πως να σηκωσει το βρακι της
πανω απ'τους αστραγαλους
.
Ω Ψαπφα,ηραμαν μεν εγω
Ω Σαπφω,σ'αγαπουσα
.
[μελιος]τι γλυκερον
κι απ'το μελι πιο γλυκια
.
]α μελλιχόφων[
σταζει μελι το στομα του
.
δροσ[ό]εσσα[
δροσερη
μισσε Μίκα
δικια μου Μικα
.
σὺ δὲ στεφάνοις, ὦ Δίκα, πέρθεσθ'ἐράτοις φόβαισιν
ὄρπακας ἀνήτω συναέρραις'ἀπάλαισι χέρσιν
·εὐάνθεα †γὰρ† πέλεται καὶ Χάριτες μάκαιραι
μᾶλλον †προτερην†, ἀστεφανώτοισι δ'ἀπυστρέφονται.
Στεφανωσε,Δικα,τα ομορφα μαλλια σου και
πλεξε σ'αυτα ωραια ανθη με τ'απαλα σου χερια
γιατι εκεινες που ειναι ετσι στεφανωμενες
ξεχωριζουν και μεσα στις χαριτες,
που δεν αγαπανε τις αστεφανωτες κι ακαλλωπιστες
.
εὐμορφοτέρα Μνασιδίκα τὰς ἀπάλας Γυρίννως
πιο ομορφη ειναι η Μνασιδικα απο την απαλη
Γυριννω
,
κροκόεντα[
με κροκο χρωματισμενα
,
. . . . . . . . .
τεθνάκην ἀδόλως, θέλω·
ἀ με ψισδομένα κατελίμπανεν
πόλλα καὶ τόδ’ ἔειπέ μοι·
ὤιμ’ ὠς δεῖνα πεπόνθαμεν,
Ψάπφ’, ἦ μάν σ’ ἀέκοισ’ ἀπυλιμπάνω.
τὰν δ’ ἔγω τάδ’ ἀμειβόμαν·
χαιροισ'ἔρχεο κἄμεθεν
μέμναισ’, οἶσθα γὰρ ὤς σε πεδήπομεν·
αἰ δὲ μή, ἀλλά σ’ ἔγω θέλω
ὄμναισαι . . .
ὄσα μάλθακα καὶ κάλ’ ἐπάσχομεν·
πόλλοις γὰρ στεφάνοις ἴων
καὶ βρόδων πλοκίων τε ὔμοι
κἀνήτω πὰρ ἔμοι παρεθήκαο
καὶ πόλλαις ὐπαθύμιδας
πλέκταις ἀμφ’ ἀπάλαι δέραι
ἀνθέων ἐρατῶν πεποημέναις.
καὶ πολλῷ λιπαρῶς μύρῳ
βρενθείῳ τε κάλον χρόα
ἀξαλείψαο καὶ βασιληίῳ
καὶ στρώμναν ἐπὶ μολθάκαν
ἀπάλαν παρ ὀπαυόνοων
ἐξίης πόθον αἶψα νεανίδων
. . . . . . . . .
η Ατθις δεν γυρισε
να πεθανω θελω να ησυχασω
με πολυ πονο μ'αφησε,και μου'πε
Αλιμονο,τοσα κακα που παθαμε,
Σαπφω,σου ορκιζομαι πως χωρις τη θεληση μου
σ'αφηνω
και σ¨αυτην αποκριθηκανα'
σαι καλα οπου πας και μενα να θυμασαι να ξερεις
πως σε σενα βασισθηκα
κι αν εσυ δεν με θυμασαι,τοτε θελω
να σου θυμισω,ποσο γλυκα κι ομορφα
περνουσαμε
με πολλα στεφανια με μενεξεδες και με ροδα
πλεγμενα στα μαλλια πολυ κοντα μου
καθοσουν
και πολλα ειχες στολιδια γυρω
στον απαλο σου λαιμο φτιαγμενα πλεκτα
απο πανεμορφα ανθη
και την ομορφη επιδερμιδα σου αλοιβες
με ευγενικο και βασιλικο μυρο
και πανω σε στρωμα μαλακο κι απαλο αναπαυοσουν
και προκαλουσες γρηγορα ποθο στις κοπελες
.
ᾖρ’ ἀ[
δηρατ.[
Γογγυλα.[
ρωτησα τη Γογγυλα
.
κατθάνην δ’ ἴμερός τις [ἔχει με καὶ
λωτίνοις δροσόεντας [ὄ-
χ[θ]οις ἴδην Ἀχερ[
η επιθυμια μ'εχει κυριευσει να πεθανω
και βλεπω τους δροσερους λωτους
στις οχθες του Αχεροντα
.
. . . .
. . . . ἀπὺ Σαρδίων . . .
. . . . πόλλακι τυῖδε νῶν ἔχοισα
ὤς ποτ’ ἐζώομεν· . . . .
σε θέᾳ σ’ ἰκέλαν, Ἀρι-
γνώτα σᾷ δἐ μάλιστ’ ἔχαιρε μόλπᾳ
·
νῦν δἐ Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναί-
κεσσιν ὤς ποτ’ ἀελίω
δύντος ἀ βροδοδάκτυλος σελάννα;
πάντα παρρέχοισ’ ἄστρα φάος δ’ ἐπί-
σχει θάλασσαν ἐπ’ ἀλμύραν
ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις·
ἀ δ’ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθά-
λαισι δὲ βρόδα κἄπαλ’ ἄν-
θρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης·
πόλλα δὲ ζαφοίταισ’ ἀγάνας ἐπι-
μνάσθεισ’ Ἄθτιδος ἰμέρῳ
λέπταν ποι φρένα κῆρ δ’ ἄσα βόρηται·
Ατθις,η αγαπημενη μας Μνασιδικα,
βρισκεται στις Σαρδεις,και συχνα εχει το
μυαλο της εδω τοτε που ζουσαμεν εδω,
και σαν θεα σ'ειχε,Αριγνωτα,και πολυ
την ευχαριστουσαν τα τραγουδια σου
και τωρα ειναι αναμεσα στις Λυδες κυριες
οπως η ροδοδαχτυλος σεληνη μετα τη δυση
του ηλιου ειναι αναμεσα στ'αστρα
και περιλουζει με το φως της
την αλμυρη θαλασσα και την πολυανθισμενη γη
καλη δροσια χυνεται,βλαστιζουν τα ροδα
και οι μελιλωτοι γεμιζουν ανθια
και τους πολλους περιπατους μας θα θυμαται
η Ατθις κι η νοσταλγια θα της κατατρωγει
την ευαισθητη καρδια ·
.
[π]ορφύρωι κατελιξαμέν[α πλόκωι
εχει τα μαλλια της τυλιγμενα μεσα
σε πορφυρο μαντηλι
.
γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον
πόθῳ δάμεισα παῖδος βραδίναν δι'Ἀφροδίταν
γλυκεια μου μανα,δεν μπορω να ριξω τη σαιτα
στον αργαλειο,
με κραταει ο ποθος για ενα αγορι,
με βραδινε η Αφροδιτη
.
. . ἄγναι Χάριτες Πιέριδέ[ς τε] Μοῖ[σαι
Αγνες Χαριτες Πιεριδες Μουσες
.
. ατε τὰν εὔποδα νύμφαν
νυφη με τα ομορφα ποδια
.
η χρυσοπέδιλ<λ>[ο]ς Αὔως
η χρυσοπεδιλη Αυγη
.
Ἔσπερε, πάντα φέρων, ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ'Αὔως,
†φέρεις ὄιν, φέρεις αἶγα, φέρεις ἄπυ† μάτερι παῖδα.
Εσπερε,ολα τα φερνεις,
οσα ξεχωρισε η λαμπερη Αυγη
φερνεις το προβατο,φερνεις τη γιδα,
φερνεις το παιδι στη μανα του
.
ἀστέρων πάντων ὀ κάλλιστος
το πιο ομορφο απ'ολα τ'αστερια
.
οἶον τὸ γλυκύμαλον / ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ'ὔσδῳ,
ἄκρον ἐπ'ἀκροτάτῳ, / λελάθοντο δὲ μαλοδρόπηες,
οὐ μὰν ἐκλελάθοντ', ἀλλ'οὐκ ἐδύναντ' / ἐπίκεσθαι
οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στην ακρη του κλαδιου
στην ακρη την ακροτατη που το αφησαν
οι μαζωχταδες των μηλων,
οχι γιατι το ξεχασαν,
αλλα γιατι δεν μπορουσαν να το
φθασουν
.
οἴαν τὰν ὐάκινθον ἐν ὤρεσι
ποίμενες ἄνδρες
πόσσι καταστείβοισι, χάμαι δέ
τὸ πόρφυρον ἄνθος ...
[κεῖται.]
οπως τον υακινθον πανω στα βουνα
τον καταπατουν με τα ποδια τους βοσκοι
και στο χωμα πατημενο μαραζωνει
το πορφυρο ανθος
.
ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα
Ομορφια μου,Χαρα μου
.
δαύοις ἀπάλας ἐτάρας ἐν στήθεσιν
χαιδευεις της απαλης φιλεναδας τα βυζια
.
.... ἔμεθεν δ'ἔχῃσθα λάθαν
εμενα μ'εχεις ξεχασει
.
τιν'ἄλλον
[μᾶλλον] ἀνθρώπων ἔμεθεν φίλησθα
καποιον αλλον περισσοτερο απο μενα αγαπας
.
Ἔρος δηὖτέ μ'ὀ λυσιμέλης δόνει,
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
....
ο Ερωτας,ξανα αυτος που διαλυει το κορμι
με δονει
γλυκοπικρο ακαταμαχητο ερπετο
.
Ἄτθι, σοὶ δ'ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο
φροντίσδην, ἐπὶ δ'Ἀνδρομέδαν πότᾳ
Ατθι,εσυ εμενα με περιφρονεις,επειδη
την Ανδρομεδα ερωτοτροπεις
.
ἔστι μοι κάλα πάις χρυσίοισιν ἀνθέμοισιν
ἐμφέρην ἔχοισα μόρφαν Κλέις ἀγαπάτα,
ἀντὶ τᾶς ἔγωὐδὲ Λυδίαν παῖσαν οὐδ'ἐράνναν
εχω μια κορη ομορφη που στη μορφη
μοιαζει στα χρυσα ανθη,
Κλεις η πολυαγαπημενη,
την οποια πιο πολυ λατρευω
απ'ολη την Λυδια
.
ἦρος ἄγγελος ἰμερόφωνος ἀήδων
αγγελος της ανοιξης γκλυκοφωνο αηδονι
.
Κατθνάσκει Κυθέρἠ, ἄβροσ Ἄδωνισ, τί κε θεῖμεν,
Καττύπτεσθε κόραι καὶ κατερείκεσθε χίτωνασ.
πεθαινει,Κυθερεια,ο ευγενικος Αδωνις,
τι να κανουμε;
χτυπηστε τα στηθη κορες και σχιστε τα ρουχα
.
Λάτω καὶ Νιόβα μάλα μὲν φίλαι ἦσαν ἔταιραι
η Λητω και η Νιοβη πολυ φιλες αγαπημενες
..
οιαν ταν υακινθον εν ωρεσι
ποιμενες ανδρες ποσσι
καταστειβοισι , χαμαι δε
το πορφυρον ανθος ...
[κειται ]
ετσι οπως τον υακινθο καταπατουν
με τα ποδια τους στο βουνο βοσκοι
και το πορφυρο ανθος στο χωμα...
[κειται]
.
οιον το γλυκομαλον ερευθεται
ακρω επ'υσδω, ακρον επ'ακροτατω,
λελαθοντο δε μαλοδροπηες ,
ουν μαν εκλελαθοντ',αλλ'ουκ
εδυναντο επικεσθαι
ετσι οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στο ακρο του κλαδιου, στο μακρυτερο
ακρο του, το παρατησαν οι συγκομιδοι
των μηλων ,οχι γιατι το αγνοησαν
αλλα δεν μπορεσαν να τ'αρπαξουν
.
...Εμμεθεν δ'εχεισθα λαθαν
...Μ'εχεις ξεχασει
.
ολβιε γαμβρε ,σοι μεν δη γαμος ως αραο
εκτετελεστ,εχης δε παρθενον [αν] αραο...
σοι χαριεν μεν ειδος ,οππατα δ' [εστι ,
νυμφα] μελλιχ' , ερος δ'επ'ιμερτω κεχυται
προσωπω
....τετιμακ'εξοχα σ'Αφροδιτα
ευτυχισμενε γαμβρε ,ο γαμος σου,οπως
ηθελες γινεται, και την κορη που θελεις
εχεις, δικο σου το χαριτωμενο πλασμα,
τα γλυκα ματια της νυφης , κι ο ερωτας
γεμιζει το ευτυχισμενο προσωπο...
...σ'εχει τιμησει εξοχα η Αφροδιτη
.
Ερος δηυτε μ'ο λυσιμελης δονει,
γλυκυπικρον αμαχανον ορπετον.
Ο Ερωτας παλι με τρανταζει ,να
μου διαλυσει τα μελη του κορμιου,
γλυκοπικρο ανικητο πλασμα
.
εχει μεν Ανδρομεδα καλαν αμοιβαν...
Ψαπφοι, τι ταν πολυολβον Αφροδιταν...
[καλεις];
μια καλη ερωτηση εχει η Ανδρομεδα...
Σαπφω, γιατι καλεις την ευδαιμονα Αφροδιτη;
.
εστι μοι καλλα παις χρυσιοιησιν ανθεμοισιν
εμφερην εχοισα μορφαν Κλεις αγαπατα,
αντι τας εγωυδε Λυδιαν παισαν ουδ'ερανναν...
εχω μια κορη ομορφη ομοια στη μορφη
με τα χρυσα λουλουδια η αγαπημενη Κλεις,
μ'ολοκληρη τη Λυδια δεν αλλαζω ...
.
θελω τι τ'ειπην ,αλλα με κωλυει αιδως...
.
θελω κατι να σου πω, αλλα μ'εμποδιζει
η ντροπη...
.
παρθενον αδυφωνον
κορη γλυκοφωνη
.
πληρης μεν εφαινετ'α σελαννα
αι δ'ως περι βωμον εσταθησαν
φωτισε πληρης η σεληνη
κι αυτες γυρω απ'το βωμο
ακινητες σταθηκαν
.
Εσπερε,παντα φερων,οσα φαινολις
εσκεδασ'Αυως, [φερεις οιν,φερεις αιγα,
φερεις απυ] ματερι παιδα
Εσπερε,τα παντα φερνεις πισω, οσα
η φωτεινη Αυγη ξεχωρισε ,
φερνεις το προβατο,φερνεις την γιδα,
φερνεις στη μητερα τη θυγατερα
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα...
χρυσω χρυσοτερα
περισσοτερο γλυκοφωνη απ'τη λυρα
λαμπροτερη απ'τον χρυσο
.
Δεδυκε μεν α σελαννα
και Πληιαδες ,μεσαι δε νυχτες,
παρα δ'ερχετ'ωρα,
εγω δε μονα κατευδω.
Εδυσε η σεληνη ,εδυσε
κι η Πουλια ,μεσανυχτα,
περασε η ωρα ,κι εγω
μονη κοιμαμαι
.
Τιμαδας αδε κονις ,ταν δη προ γαμοιο
θανουσαν δεξατο Φερσεφονας κυανεος
θαλαμος ,ας και αποφθιμενας πασαι
νεοθαγι σιδαρω αλικες ιμερταν κρατος
εθεντο κομαν
Αυτη ειναι η τεφρα της Τιμαδος,που
πεθανε πριν το γαμο και την δεχτηκε
στα σκοτεινα παλατια η Περσεφωνη
Ολες οι φιλες της με νεοτροχισμενο
μαχαιρι εκοψαν συριζα τ'αγαπημενα
πορφυρα μαλλια τους
.
Τω γριπει Πελαγωνι πατηρ επεθηκε
Μενισκος κυρτον και κωπαν ,
μναμα κακοζοιας.
Για τον ψαρα Πελαγωνα ο πατερας του
ο Μενισκος εστησε εδω την αγκυρα
και το κουπι του,
να μνημονευουν την κακοριζικη ζωη του
.
αστερες μεν αμφι καλαν σελανναν
αψ'απυκρυπτοισι φαενναν ειδος,
οπποτα πληθοισα μαλιστα λαμπη
γαν... αργυρια.
τ'αστερια γυρω απ'το λαμπρο φεγγαρι
χανουν το φωτισμενο προσωπο τους
οταν αυτο γεματο λαμπει τη γη
με τ'αργυρο του φως
.
...ποδας δε ποικιλος μασλης εκαλυπτε,
Λυδιον καλον εργον.
και τα ποδια καλυπτε πολυχρωμο
πεδιλο, Λυδικο εργο, ομορφο
.
Ερος δ'ετιναξε μοι φρενας,
ως ανεμος κατ'ορος δρυσιν εμπετων
Ο Ερωτας μου ταραξε τα μυαλα,
οπως ο ανεμος στα βουνα πανω
στα δεντρα πεφτει
.
ηρθες ,[καλ'] εποησας,
εγω δε σ'εμαιομαν,
ον δ'εψυξας εμαν φρενα
καιομενα ποθω
ηρθες τελικα ,ομορφια μου,
τοσο σε αναζητησα,
και δροσισες την καρδια μου
που την εκαιγε ο ποθος
.
η'τιν'αλλον
[μαλλον] ανθρωπων εμμεθεν φιλησθα
η'μηπως εναν αλλον περισσοτερο
απο μενα αγαπησες
.
σκιδναμενας εν στηθεσιν οργας
μαψυλακαν γλωσσαν πεφυλαχθαι
οταν τα στηθια σου φουσκωνει η οργη
φυλαξε τη γλωσσα σου απο τα ξεφωνητα
.
Λατω και Νιοβα μαλα μεν φιλαι ησαν εταιραι
η Λητω κι η Νιοβη ηταν συντροφες
πολυαγαπημενες φιλες
.
ποικιλοθρον'αθανατ'Αφροδιτα,
παι Διος δολοπλοκε,λισσομαι σε,
μη μ'ασαισι μηδ'ονιαισι δαμνα,
ποτνια,θυμον
ποικιλοθρονη αθανατη Αφροδιτη
κορη του Δια ,δολοπλοκα, σε εκληπαρω,
μη μου μαραζωνεις με βασανα
και λυπες ,Δεσποινα ,τη καρδια
αλλα τυιδ'ελθ',αι ποτα κατερωτα
τας εμας αυδας αιοισα πηλοι
εκλυες,πατρος δε δομον λιποισα
χρυσιον ηλθες
αλλα εδω ελα,οπως καποτε παλια
ακουγοντας τις φωνες μου ,απο
μακρυα ,ηρθες αφηνοντας
το πατρικο λαμπρο παλατι
αρμ'υπασδευξαισα. καλοι δε σ'αγον
ωκεες στρουθοι περι γας μελαινας
πυκνα διννεντες πτερ'απ'ωρανω
αιθερος δια μεσσω
το αρμα εζευξες και καλα σπουργιτια
γρηγορα ,στη μαυρη γη σε φερανε με
στροβιλους απ'τα δυνατα χτυπηματα των
φτερων πανω στον ουρανο μεσα στον αιθερα
αιψα δ'εξικοντο.συ δ',ω μακαιρα,
μειδιαισαισ'αθανατω προσωπω
ηρε'οττι δηυτε πεπονθα κωττι
δηυτε καλημι
γρηγορα εφτασαν, και συ,μακαρια,
μειδιασες στο αθανατο προσωπο
και με ρωτησε τι παλι επαθα ,
γιατι και παλι σε καλω
κωττι μοι μαλιστα θελω γενεσθαι
μαινολα θυμω,''τινα δηυτε [πειθω
αψ σ'αγην ] ες σαν φιλοτατα ; τις
σ',ω Ψαπφ',αδικηει;
τι παλι θελω τοσο πολυ να γινει στην
αναστατωμενη καρδια μου ,''ποια
παλι[να πεισω να ρθει γρηγορα σε
σενα]στον ερωτα σου,ποια ,Σαπφω.
σε περιφρονει;''
και γαρ αι φευγει ,ταχεως διωξει
αι δε δωρα μη δεκετ',αλλα δωσει
αι δε μη φιλει,ταχεως φιλησει
κωυκ εθελοισα
κι αν σ'αποφευγει,γρηγορα θα σε
κυνηγα,κι αν δωρα δεν καταδεχεται
θα σου προσφερει ,κι αν δεν σ'αγαπα
γρηγορα θα σ'αγαπησει θελει δεν θελει
ελθε μοι και νυν ,χαλεπαν δε λυσον
εκ μεριμναν, οσσα δε μοι τελεσσαι
θυμος ιμερρει,τελεσον. συ δ'αυτα
συμμαχος εσσο
Ελα σε μενα και τωρα,αλαφρυνε με
απο τα βαρια βασανα,εκπληρωσε
οσα η καρδια μου επιθυμει,τελειωσετα,
και γινε εσυ η ιδια συνεργος μου
.
μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα
ουτε μελι για μενα ουτε μελισσα
.
παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν
μ'ολα τα χρωματα αναμειγμενα
.
πάρθενον ἀδύφωνον
παρθενα γλυκυφωνη
.
πλήρης μὲν ἐφαίνετ'ἀ σελάννα
αἰ δ'ὠς περὶ βῶμον ἐστάθησαν
πληρης ανατειλε η σεληνη
και οι γυναικες γυρω στο βωμο
σταθηκαν
.
πόλυ πάκτιδος ἀδυμελεστέρα ...
χρύσω χρυσοτέρα ...
πιο πολυ απο τη λυρα μελωδικοτερη
απο τον χρυσο χρυσοτερη
.
πότνια Αὔως
σεβαστη Αυγη
.
σκιδναμένας ἐν στήθεσιν ὄργας
πεφύλαχθαι γλῶσσαν μαψυλάκαν
οταν η οργη σου φουσκωνει τα στηθια
φυλαξε τη γλωσσα να μην ξεστομισει
απρεπα
.
τάδε νῦν ἐταίραις
ταὶς ἔμαις τέρπνα κάλως ἀείσω
ετσι τωρα θα τραγουδησω καλα
τις φιλες μου να διασκεδασω
.
μέλημα τὦμον
δικια μου φροντιδα
.
φαῖσι δή ποτα Λήδαν †ὐακίνθινον† πεπυκάδμενον
εὔρην ᾤον
λενε πως καποτε η Ληδα βρηκε μεσα
στο ανθος του υακινθου κρυμενο ενα αυγο
.
μυθοπλοκος
παραμυθας
.
Κρῆσσαί νύ ποτ’ ὦδ’ ἐμμελέως πόδεσσιν
ὤρχηντ’ ἀπάλοισ’ ἀμφ’ ἐρόεντα βῶμον
πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι.
οι κρητικες γυναικες καποιες φορες
με ρυθμο στα ποδια χορευουν
γυρω απ'τον ιερο βωμο
συντριβοντας τα μαλακα ανθη της χλοης
.
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληίαδες· μέσαι δὲνύκτες,
παρὰ δ’ ἔρχετ’ ὤρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω
Εδυσε η σεληνη
εδυσε κι η Πουλια,μεσανυχτα,
περασε η ωρα,
κι εγω μονη κοιμαμαι
.
Τῷ γριπεῖ Πελάγωνι πατὴρ ἐπέθηκε Μενίσκος
κύρτον καὶ κώπαν, μνᾶμα κακοζοίας
στον ψαρα Πελαγων ο πατερας του Μενισκος
τοποθετησς τη καρινα και το κουπι,
μνημα κακοριζικου
.
Ἀϊπάρθενοσ ἔσσομαι.
παντα παρθενα θα μεινω
.
.
Σαπφω-Ποιηματα.(μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης)
Sappho[Poems-translation c.n.couvelis]
.
Ατθις,η Μνασιδικη μας πολυ μακρια βρισκεται στις Σαρδεις
και θυμαται πως καποτε σαν θεα ηταν για μας
και ποσο αγαπουσαμε το τραγουδι της
και τωρα ειναι αναμεσα στις γυναικες της Λυδιας και λαμπει
σαν λαμπερο φεγγαρι που βγαινει μετα τη δυση του ηλιου
και το φως του χυνει πανω στην αρμυρη θαλασσα
και πανω στη πολυανθισμενη γη με τη δροσια στο χωμα
και τα τριανταφυλλα με τους λωτους ζωντανευουν
γεματα ανθη
κι οταν η πολυαγαπημενη μας,που'ναι μακρια στη ξενιτεια,
φερνει στο νου της την Ατθιδα τοτε η καρδια της πλημμυριζει
με τον καημο της νοσταλγιας τ'απαλο στηθος της
και μας φωναζει δυνατα να παμε εκει,
κι αυτο που φωναζει το ξερουμε καλα,κι εσυ κι εγω,
γιατι η νυχτα π'ολα τ'ακουει μας το φερνει εδω,
μεσ'απ'τη θαλασσα που μας χωριζει
.
αυτη εντυσε το σωμα της μ'ενα αραχνουφαντο πεπλο
.
γλυκεια μανουλα,δεν μπορω στον αργαλειο να υφανω,
την σαιτα να πεταξω,γιατι με διαλυσε ο ποθος για ενα αγορι,
απο θεληση της απαλης Αφροδιτης
.
καλα χαριεσσα
ομορφη χαριτωμενη
.
παρθενια,γιατι μ'εγκαταλειπεις;
ποτε,ποτε ξανα,δεν θα ξαναγυρισω σε σενα
.
Δικη,στεφανωσε τα ομορφα μαλλια σου
πλεκοντας ανθη με τ'απαλα χερακια σου
στις Χαριτες αρεσουν εκεινοι που στολιζονται
μ'ανθη
τους αλλους τους αποστρεφονται
.
ακομα,κοπελα μου,νοσταλγεις τη παρθενικη ηληκια;
.
δεν εχω κακια μεσα μου
παρα εχω τρυφεροτητα
.
χαιδευεις τ'απαλα στηθη της αγαπημενης
.
η'καποιαν αλλη αγαπησες περισσοτερο απο μενα
.
εμενα μ'εχεις ξεχασει
.
παλι ξανα με τρανταζει ο ερωτας
που τα μελη διαλυει
γλυκοπικρο αμαχητο ερπετο
.
αλλα εσυ Ατθις εμενα μ'αρνεισαι
με την Ανδρομεδα ερωτοτροπεις
.
εχω μια πανεμορφη κορη
που στη μορφη μοιαζει με τα χρυσανθεμα
την πολυαγαπημενη Κλειδα
που την αγαπω πιο πολυ απ'ολη τη Λυδια
.
ηθελες πραγματα καλα κι ησυχα
κι απ'το στομα σου δεν βγηκε κακος λογος
ντροπη δεν εδειξες στα ματια σου
αλλα ειλικρινα μιλησες γι'αυτο
.
πεθαινει Κυπρια ο ευγενικος Αδωνις
Τι πρεπει να κανουμε;
Χτυπηστε τα στηθια σας,κοπελες,
και τα ρουχα σας ξεσκιστε
.
μου λειπεις πολυ και σε λαχταραω
.
η καρδια της ψυχρανε
κι επεσαν τα φτερα της
.
η καρδια μου βαρυνε
και τα γονατα μου δεν με κρατουνε πια
αυτα που καποτε πετουσαν στο χορο
σαν ελαφακια
.
τα γλυκοφωνα φλαουτα με τις κιθαρες ταιριασμενα
και με τον ηχο των κρουστων
γλυκα τραγουδουσαν οι κοπελες το τραγουδι
κι ο θαυμαστος ηχος εφθανε στα ουρανια
.
φουστανι πολυχρωμμο
με κροκο βαμμενο
και πορφυρο
στεφανια
ομορφα
.
ηρθες ομορφια μου,εγω πολυ σε λατρευω
και δροσισες τη καρδια μου που ο ποθος τη καιει
.
για παντα θα'σαι πεθαμενη
δεν θα'ναι καμμια αναμνηση
για σενα στο μελλον
και τα τριανταφυλλα της Πιεριας
θα στερηθεις
θα τριγυρνας σκοτεινη στον Αδη
αναμεσα στις μαυρες ψυχες
των νεκρων
.
τωρα τ'απαλο καποτε σωμα μου
τα γηρατια το'χουν αρπαξει
τα μαλλια μου ασπρισαν
και πια μαυρα δεν ειναι
αυτη η κατασταση πολυ με βασανιζει
αλλα τι μπορω να κανω;
να μην γερασω,αφου ανθρωπος ειμαι,
ειναι αδυνατο
.
ονειρο,πανω στα σκοτεινα φτερα
.
και αυ η Δικα μου;
.
σ'αγαπουσα καποτε παλια,Ατθις,
μικρη και χαριτωμενη
.
ο ερωτας μου ταραξε το μυαλο
οπως ταραζει στα βουνα δυνατος ανεμος
τις βελανιδιες
.
πιο δροσερη απ'τη χλοη ειμαι
.
αυτο μου'λαχε,χρυσοστεφανη Αφροδιτη
.
ολα τ'αστρα ολογυρα της σεληνης
χανουν το φως τους καθως εκεινη βγαινει
γεματη φως κι αργυρη φωτιζει τη γη
.
πανεμορφα κεντητα παπουτσια της Λυδιας
στολιζαν τα ποδια της
.
δεν ξερω τι θελω,στα δυο χωριστηκε το μυαλο μου
.
ποτε δεν φανηκε στο φως του ηλιου κοπελα
που να'χει τη δικια σου σοφια
.
γιατι τοσο πολυ σε μαγεψε εκεινη η χωριατοπουλα
που δεν ξερει πως να φερει το φορεμα γυρω στους ωμους
.
Σαπφω,σ'αγαπω
.
Μικα,πολυαγαπημενη μου,
γλυκοφωνη ,λυγερη και δροσερη
.
πιο ομορφη η Μνασιδικη απο την απαλη Γυριννα
.
η Ατθις μου δεν θα ξαναγυρισει πια
κι εγω θελω να πεθανω
κι αυτη ειχε πολυ λυπη που μ'αφηνε
και μου'πε:Σαπφω,τι μεγαλη δυστυχια μας ετυχε;
σ'ορκιζομαι πως ειναι εναντια στη θεληση μου
να σ'αφησω
Κι εγω της αποκριθηκα:Τραβα το δρομο σου χαρουμενη
και να με θυμασαι,
γνωριζεις ποσο σ'αγαπουσα κι αν εσυ δεν θυμασαι
θα σου θυμισω ποσο ομορφη ηταν η ζωη μας
με στεφανια απο βιολετες και τριανταφυλλα στολισμενη
καθοσουν κοντα μου
και με περιδερεια ηταν στολισμενος ο λαιμος σου
και με μεθυστικα αρωματα ειχες αρωματισμενο το κορμι σου
κοντα μου
και ξαπλωμενη στ'απαλο στρωμα επινες γλυκα ποτα
και στις κοπελες αναβες τον ποθο
.
νομιζω πως για παντα θα μας θυμουνται οι ανθρωποι
.
κοπελα γλυκοφωνη
.
πιο πολυ γλυκοηχη απ'τη λυρα
και πιο χρυση απ'το χρυσο
.
οταν ο θυμος φουσκωνει να σκασει
στα στηθια σου
φυλαξε τη γλωσσα μην ξεστομισεις
απρεπα
.
και τωρα ομορφα γλυκα θα τραγουδησω
να ευχαριστησω τις κοπελες φιλες μου
.
λενε πως καποτε η Ληδα μεσα σ'ανθος υακινθου
βρηκε κρυμμενο εν'αυγο
.
Γελλω,η πιο αγαπημενη απ'τις κοπελες
.
αγαπημενε,
στο κρεβατι σου πηρες
νεωτερη κοπελα
δεν σου παραπονιεμαι
γιατι εγω εχω πια γερασει
.
αυτα για σενα Καλλιοπη
.
αφου δικια σου εχεις την ομορφη Ανδρομεδα,
Σαπφω,γιατι την Αφροδιτη παρακαλεις;
.
προαγγελος της Ανοιξης
το γλυκοφωνο αηδονι
.
η Λητω και η Νιοβη
ηταν πολυ φιλες
αγαπημενες
.
μητε μελι για μενα
μητε μελισσα
.
οπως το γλυκομηλο στην πιο μακρυνη
και ψηλη ακρη του κλαδιου
που το παρατησαν οι εργατες στη συγκομιδη
οχι πως το ξεχασαν
αλλα δεν μπορουσαν να τ'αρπαξουν
.
οπως πανω στα βουνα βοσκοι
ποδοπατουν ανθος υακινθου
και στο χωμα κατω μαραινεται
το πορφυρο ανθος
.
Υμεναιος
χτιστε ψηλο το σπιτι
γιατ'ειναι αντρειος ο γαμπρος
ψηλοτερος κι απ'τον πιο ψηλο αντρα
.
ευτυχισμενε γαμπρε,
καθως εσυ ηθελες ηρθε η ωρα
του γαμου σου
κι εχεις δικη σου την κοπελα
που λαχταρουσες
.
τετοια ματια!
.
καλον προσωπον
ομορφο προσωπο
.
αυτα που κσποιος λαχταραει
.
μ'ολες τις αποχρωσεις ταιριασμενα
.
γιατι αυτοι που ευεργετησα
σαν σκυλια με κυνηγουν;
.
τιποτα δεν εισαι για μενα
.
εδυσε η σεληνη
κι η Πουλια,μεσανυχτα,
περασ'η ωρα
κι εγω μονη μου κοιμαμαι
.
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
.
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
.
Παραφραζοντας ποιηματα της Σαπφους-σελιδα 97
.
σε ζηταω αποψε
ποσους ποθους αγιατρευτους σκορπας
τ'ασπρο σα γαλα σωμα σου
ομορφια μου και πεθαινω
.
σαν τον δυνατο αερα
που στα βουνα τρανταζει τα δεντρα
μου ταραξε τα μυαλα ο ερωτας
.
Γυρισες
τοσο πολυ σ'ηθελα
σε λαχταρουσα
και το κορμι μου δροσισες
που το'καψε ο ποθος
.
απ'το κρινο πιο λευκη
κι απ'το νερο πιο δροσερη
κι απ'τη χλοη πιο απαλη
.
απ'το χρυσαφη πιο χρυση
κι απ'το μελι πιο γλυκια
κι απ'τη κιθαρα πιο μουσικη η φωνη σου
.
τυχερος μου φαινεται πως ειμαι
που απεναντι σου καθομαι
κι η γλυκα της φωνης σου με τρελενει
και το γελιο σου με ξελογιαζει
λιωνει στα στηθια η καρδια μου
σε κοιταζω και μου κοβεται η μιλια
κι η γλωσσα μου μπερδευεται
πυρετος μου καιει το κορμι για σενα
κλεινουν τα ματια μου θολωνουν
τ'αυτια μου βουιζουν δεν ακουω
το κορμι μου ιδρωτας το λουζει
τρεμω ολοκληρος και χλωμιαζω περισσοτερο
απ'το ξερο φυλλο ετοιμο απ'τα κλαρια να πεσει
κι η ψυχη μου κοντευει να βγει
.
το μυαλο της εδω γυριζει
σε μενα
οταν εδω ζουσαμε μαζι
κι εμοιαζε σα θεα
κι η πιο μεγαλη χαρα μου
το τραγουδι της ηταν
και το γελιο της
.
κι αναμεσα στις αλλες γυναικες
η ομορφια της ξεχωριζει
οπως οταν ο ηλιος δυσει
και το λαμπρο φως της σεληνης
ολα τ'αλλα αστρα σκοτεινιαζει
ετσι και κεινη λαμπει αναμεσα
στις αλλες γυναικες και ξεχωριζει
.
κι οταν εισαι εσυ σιμα μου
τα τριανταφυλλα μοσχοβολουν
και τα γιοσεμια ολουθε ανθιζουν
.
σε ζηταω
κι η καρδια μου τρεμει
.
πανω στ'απαλα σεντονια ξαπλωμενη
κοιμοσουν
κι εγω το κεφαλι μου ακουμπουσα
στα τρυφερα κι ευωδιαστα στηθια σου
να'τανε εκεινη η νυχτα να βαστουσε αιωνια
.
πως περασε η ωρα
νυχτα περασμενα μεσανυχτα
το φεγγαρι χαθηκε κι η Πουλια
κι εγω κοιμαμαι εδω μοναχη
κι ερημη
κι ο ερωτας μ'αρπαξε και με τρανταξε
οπως δυνατος αερας
απ'τα βουνα χυμαει πανω στα δεντρα
και τα ξεριζωνει
.
.
[ΑΛΚΑΙΟΣ]ΓΙΑ ΤΗ ΣΑΠΦΩ-χ.ν.κουβελης
κοπελα με τα ροδαλα μαγουλα
ο ποθος τα στηθια σου βαραινει
και τις νυχτες δεν σ'αφηνει να κοιμηθεις
ν'ανασανεις
.
.
Sappho's Intimacy Private-Diary-c.n.couvelis
Ψαπφας Ημερολογιο-χ.ν.κουβελης
-η καλη μου Ανακτορια μου φαινεται στην ομορφια ιση της Αφροδιτης,
γλυκεια η φωνουλα της.πως ψιθυριζει.τα λαμδα και τα ρο της.ο κορφος
της μυριστικος κηπος.το κελαρυστο γελιο της πως με τρελενει.λεπτα τα
δαχτυλα των χεριων της .κρινοδαχτυλα.κι η φωνη μου πιανεται σαν μπαινει
μεσα στο δωματιο.εγω την κοιταζω κρυφα και παει η καρδια μου να σπασει
στα στηθη μου.σαν τ'αστρα που χανουν το φως τους γυρω απ'την σεληνη
σαν εκεινη βγαινει ολοφωτη στον σκοτεινο ουρανο κι ολα τα φωτιζει νερα
της θαλασσας μηλιες και δεντρα του κηπου.και το γυμνο ωμο της φωτιζει
αργυρο.''απ'τον ουρανο κατεβηκες,καλη μου;''την ρωταω και ταραζομαι.και
μ'ανθη της Ανοιξης και του Μαη στολιζω με στεφανι τα μαλλια της.''Ψαπφα,
ποια περισσοτερον αγαπας,εμενα η'την Ατθιδα η'την Τελεσιππα,ποια περισ-
σοτερο φροντιζεις;''με ρωταει με γλυκεια απαλη φωνη.''εσενα,λατρευω,αγαπη-
μενη''της αποκρινομαι.και βλεπω τα κοκκινα σαν κερασια χειλια της να χαμο-
γελουν.και τοτε για να την ευχαριστησω της τραγουδαω στιχους μου.
Αστέρες μέν ἀμφι κάλαν σελάνναν
ἆιψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπης
ἀργύρια γᾶν
τοτε η Ανακτορια μου γελαει ευτυχισμενη.κάλαν σελάνναν.φάεννον εἶδος
μάλιστα λάμπης.και σηκωνεται.πως περπαταει η φιλη μου σαν περδικα.
θαυμασια βηματιζει ἔρατόν τε βᾶμα.στον καθρεφτη μπροστα πηγαινει και
καθεται.ισοθεη.κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω.το φεγγοβολημα του
προσωπου της με μαγνητιζει.ο αρωματικος χειμμαρος των βοστρυχων της.
ο περηφανος ασπρος λαιμος της.τα τριανταφυλλα μαγουλα της.η κομψη
μυτουλα της.πως ολα τ'αγαπαω.κι εγω μαγεμενη την πλησιαζω και στ'αυτακι
της ψιθυριζω τρεμοντας:
Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
ποσον πολυ αυτο της αρεσει της καλης μου Ανακτοριας.περιτεχνα τα πεδιλα
στα ποδια της.πως αγκαλιαζουν τα δαχτυλακια της.και ποθηω και εραομαι.
να φιλησω.΄'κατι θελω να σου πω,αλλα ντρεπομαι''.με κοιταξε βαθεια στα ματια.
κοκκινησα.''τι θελεις;''την ακουσα μισολυποθυμισμενη να λεει.''θέλω τί τ᾽ εἴπην,
ἀλλά με κωλύει αἴδως.''.επανελαβα χαμηλοφωνα.''Πεστο μου ν'ακουσω''την ακου-
σα να λεει κι ετρεμα.
''Eροs δ’ετιναξε µοι φρεναs , ω ανεµοs
κατ’ οροs δρυσιν εµπετων''
''Ψάπφοι,της ανοιξης καλλικελαδη αηδονα μου''.μου ειπαν τα χειλακια της.
και λαχταρησα σαν τρυγωνα.τολμησα κι αγγιξα ἀπάλᾳ δέρα.ὂν δ᾿ ἔφλυξας ἔμαν
φρένα καιομέναν πόθωι.καηκα αναψε το κορμι μου εχασα τα μυαλα μου.κι επει-
τα στη νυχτα που να'ταν ποτε να μην τελειωνε
δαύοις ἀπάλας ἐτάρας
ἐν στήθεσιν
καὶ στρώμναν ἐπὶ μολθάκαν
ἀπάλαν...
ἐξίης πόθον...
στα χερια μου την κρατουσα και την αγκαλιαζα
οπως η ροδοδαχτυλος σεληνη μετα τη δυση του ηλιου
ειναι αναμεσα στ'αστρα και περιλουζει με το φως της
την αλμυρη θαλασσα και την πολυανθισμενη γη
καλη δροσια χυνεται,βλαστιζουν τα ροδα και οι μελωμενοι
λωτοι γεμιζουν ανθια
ετσι ηταν η Ανακτορια στο κρεβατι μου
ὠς ὄτ᾽ ἀελίω δύντος ἀ βροδοδάκτυλος σελάννα
πάντα περρέχοισ᾽ ἄστρα, φάος δ᾽ ἐπί[10]σχει θάλασσαν
ἐπ᾽ ἀλμύραν ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις.
ἀ δ᾽ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθάλαισι δὲ βρόδα
κἄπαλ᾽ ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης.
κι ειπα βαθεια μεσα μου
Ευτυχισμενη ειμαι,ο γαμος εγινε οπως το ποθουσα
και την κορη εχω που τοσο ηθελα
κι εκεινης της φιλης ψιθυρισα
χαριτωμενη εχεις μορφη,τα ματια σου,κοπελλα μου,
γλυκα σα μελι κι ο ερωτας στο ποθητο σου προσωπο χυνεται
ναι
ετσι εμενα εξοχα με τιμησε η Αφροδιτη
Ὄλβια , σοὶ μὲν δὴ γάμος ὠς ἄραο
ἐκτετέλεστ᾽, ἔχηις δὲ πάρθενον, ἂν ἄραο.
σοὶ χάριεν μὲν εἶδος, ὄππατα δ᾽ ἐστί, νύμφα,
μέλλιχ᾽, ἔρος δ᾽ ἐπ᾽ ἰμέρτωι κέχυται προσώπωι.
[5]...τετίμακ᾽ ἔξοχά σ᾽ Ἀφροδίτα.
.
.
-τωρα τι να γραψω η δυστυχη;
εδυσε η σεληνη κι η Πουλια εδυσε κι αυτη
μεσανυχτα,περασ'η ωρα,κι εγω μονη κοιμαμαι
εμενα μ'εχεις ξεχασει ,Ανακτορια,
και με περιφρονεις κι αλλου αγαπας
και δεν σε νοιαζω πια
θελω τωρα να πεθανω
και,να,βλεπω τους δροσερους λωτους
στις οχθες του Αχεροντα
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληίαδες· μέσαι δὲ
νύκτες, παρὰ δ᾽ ἔρχετ᾽ ὤρα·
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.
... ἔμεθεν δ'ἔχῃσθα λάθαν
[Ανακτορια]σοὶ δ'ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο
φροντίσδην, ἐπὶ δ' [αλλαν] πότᾳ
[μᾶλλον] ἀνθρώπων ἔμεθεν φίλησθα
κατθάνην δ’ ἴμερός τις [ἔχει με καὶ
λωτίνοις δροσόεντας [ὄ-
χ[θ]οις ἴδην Ἀχερ[
.
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα Σαπφω-χ.ν.κουβελης
πρεπει στις φιλες που'ναι πιο δροσερες απ'τη χλοη
να τραγουδησει γλυκα τραγουδια
ταὶς κάλαισιν που πορφυρα φορανε ρουχα
η ομορφη Δικα με τ'απαλα χερακια κι οι αλλες κοπελλες
με στεφανια απο μενεξεδες και τριανταφυλλα πλεγμενα
στα μαλλια
ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα Ατθις
μονο η Ατθις γνωριζει πως μεσα της την τρωει η σκεψη
της Μνασιδικης που βρισκεται μακρυα περα στους Λυδους
και που σαν την σεληνη λαμπει οταν πεσει η νυχτα
και χυνει το φως της πανω στα νερα και μεσα στους
κηπους ολα τα φωτιζει δεντρα και λουλουδια
και μονη εδω η Ψαπφα ζει στο σκοταδι
παρατημενη
.
.
Η ΣΑΠΦΩ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΧΑΣ Η'ΡΟΔΩΠΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ
ΕΙΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ-χ.ν.κουβελης
καθολου δεν ντραπηκε η Σαπφω και παρατησε
τη μελιχροα ποιηση της και τα οτωι τις εραται
τα έγω δε φίλημμ'αβροσύναν τα Έρος δ'ετίναξέ μοι φρένας
τα δαύοις απάλας ετάρας εν στήθεσιν τι ανοησιες
και μεταχειρισθηκε λογια της αγορας του λιμανιου
να περιλαβει τη Ροδωπη μια κοινη γυναικα
απ'αυτες τις πολλες εταιρες,τις πουτανες δηλαδη,
που ελευθεριαζουν στη Ναυκρατη της Αιγυπτου
που ξεμυαλισε εκεινον τον ανοητο τον αδερφο της τον Χαραξο
και θα του φαει ολα τα λεφτα και θα τον αφησει στον ασσο
στα λουσα και χρυσαφικα και περιδεραια και μπιζου και αρωματα ακριβα
και μεταξωτα εσωρουχα,σιγα τη ροδομαγουλη τη ροδωπη μια Δωριχα ειναι,
κοινο τοις πασι πως οι τετοιες βαζουν ψιμυθι στα μαγουλα
και τα χρωματιζουν και στα βυζια βαζουν προσθετα να τα μεγαλωσουν
να γινουν θελκτικες στους αντρες,α η Δωριχα κι εχει πληρωσει αταλαντους
ποιητες μυθογραφους να διαδωσουν το δηθεν μπανιο της τα χρυσα σανδαλια
τον αετο που τ'αρπαξε και τα πεταξε στα ποδια του φαραω Ψαμμητιχου
κι εκεινος την εψαξε σ'ολη την Αιγυπτο κι οταν την βρηκε θαμπωθηκε
και την παντρευτηκε και της εχτισε μαλιστα μια πυραμιδα,
ενα μεγαλο κι ασυστολο ψεμα,ακους προς τιμη αυτης της ξεβρακωτης
μια πυραμιδα,
α την πουτανα που θα της χαριζονταν,ας πει ο Χαραξος οτι θελει
κι ας θυμωσει κι ας την κατακρινουν οι κριτικοι,δεν τη νοιαζει
και ας της παρουν πισω τον τιτλο της ενατης μουσας ,δεν τον θελει
κι ας της πουν πως ξεχασε τα δικα της, για τις αγαπες με τον Αλκαιο
για το ξεμυαλισμα με τον Φαων και να ξερουν
πως πια δεν την ενδιαφερουν οι φιλες της ουτε η Ατθιδα
ουτε η Αριγνωτα ουτε η Τελεσιππα ουτε η Μεγαρα ουτε η Μνασιδικα
καμια
εδω το σπιτι της καιγεται
.
.
.
.
GREEK POETRY-ΣΑΠΦΩ-SAPPHO-μεταφραση-translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΣΑΠΦΩ-SAPPHO
-μεταφραση-translation c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
.
ΣΑΠΦΩ
.
οιαν ταν υακινθον εν ωρεσι
ποιμενες ανδρες ποσσι
καταστειβοισι , χαμαι δε
το πορφυρον ανθος ...
[κειται ]
.
ετσι οπως τον υακινθο καταπατουν
με τα ποδια τους στο βουνο βοσκοι
και το πορφυρο ανθος στο χωμα...
[κειται]
..
οιον το γλυκομαλον ερευθεται
ακρω επ'υσδω, ακρον επ'ακροτατω,
λελαθοντο δε μαλοδροπηες ,
ουν μαν εκλελαθοντ',αλλ'ουκ
εδυναντο επικεσθαι
.
ετσι οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στο ακρο του κλαδιου, στο μακρυτερο
ακρο του, το παρατησαν οι συγκομιδοι
των μηλων ,οχι γιατι το αγνοησαν
αλλα δεν μπορεσαν να τ'αρπαξουν
..
...Εμμεθεν δ'εχεισθα λαθαν
....Μ'εχεις ξεχασει
..
.
ολβιε γαμβρε ,σοι μεν δη γαμος ως αραο
εκτετελεστ,εχης δε παρθενον [αν] αραο...
σοι χαριεν μεν ειδος ,οππατα δ' [εστι ,
νυμφα] μελλιχ' , ερος δ'επ'ιμερτω κεχυται
προσωπω
....τετιμακ'εξοχα σ'Αφροδιτα
.
ευτυχισμενε γαμβρε ,ο γαμος σου,οπως
ηθελες γινεται, και την κορη που θελεις
εχεις, δικο σου το χαριτωμενο πλασμα,
τα γλυκα ματια της νυφης , κι ο ερωτας
γεμιζει το ευτυχισμενο προσωπο...
...σ'εχει τιμησει εξοχα η Αφροδιτη
..
Ερος δηυτε μ'ο λυσιμελης δονει,
γλυκυπικρον αμαχανον ορπετον.
.
Ο Ερωτας παλι με τρανταζει ,να
μου διαλυσει τα μελη του κορμιου,
γλυκοπικρο ανικητο πλασμα
.
.
εχει μεν Ανδρομεδα καλαν αμοιβαν...
Ψαπφοι, τι ταν πολυολβον Αφροδιταν...
[καλεις];
.
μια καλη ερωτηση εχει η Ανδρομεδα...
Σαπφω, γιατι καλεις την ευδαιμονα Αφροδιτη;
.
.
εστι μοι καλλα παις χρυσιοιησιν ανθεμοισιν
εμφερην εχοισα μορφαν Κλεις αγαπατα,
αντι τας εγωυδε Λυδιαν παισαν ουδ'ερανναν...
.
εχω μια κορη ομορφη ομοια στη μορφη
με τα χρυσα λουλουδια η αγαπημενη Κλεις,
μ'ολοκληρη τη Λυδια δεν αλλαζω ...
.
.
θελω τι τ'ειπην ,αλλα με κωλυει αιδως...
.
θελω κατι να σου πω, αλλα μ'εμποδιζει
η ντροπη...
.
.
παρθενον αδυφωνον
.
κορη γλυκοφωνη
.
.
πληρης μεν εφαινετ'α σελαννα
αι δ'ως περι βωμον εσταθησαν
.
φωτισε πληρης η σεληνη
κι αυτες γυρω απ'το βωμο
ακινητες σταθηκαν
.
.
Εσπερε,παντα φερων,οσα φαινολις
εσκεδασ'Αυως, [φερεις οιν,φερεις αιγα,
φερεις απυ] ματερι παιδα
.
Εσπερε,τα παντα φερνεις πισω, οσα
η φωτεινη Αυγη ξεχωρισε ,
φερνεις το προβατο,φερνεις την γιδα,
φερνεις στη μητερα τη θυγατερα
.
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα...
χρυσω χρυσοτερα
.
περισσοτερο γλυκοφωνη απ'τη λυρα
λαμπροτερη απ'τον χρυσο
.
.
Δεδυκε μεν α σελαννα
και Πληιαδες ,μεσαι δε νυχτες,
παρα δ'ερχετ'ωρα,
εγω δε μονα κατευδω.
.
Εδυσε η σεληνη ,εδυσε
κι η Πουλια ,μεσανυχτα,
περασε η ωρα ,κι εγω
μονη κοιμαμαι
.
.
Τιμαδας αδε κονις ,ταν δη προ γαμοιο
θανουσαν δεξατο Φερσεφονας κυανεος
θαλαμος ,ας και αποφθιμενας πασαι
νεοθαγι σιδαρω αλικες ιμερταν κρατος
εθεντο κομαν
.
Αυτη ειναι η τεφρα της Τιμαδος,που
πεθανε πριν το γαμο και την δεχτηκε
στα σκοτεινα παλατια η Περσεφωνη
Ολες οι φιλες της με νεοτροχισμενο
μαχαιρι εκοψαν συριζα τ'αγαπημενα
πορφυρα μαλλια τους
.
.
Τω γριπει Πελαγωνι πατηρ επεθηκε
Μενισκος κυρτον και κωπαν ,
μναμα κακοζοιας.
.
Για τον ψαρα Πελαγωνα ο πατερας του
ο Μενισκος εστησε εδω την αγκυρα
και το κουπι του,
να μνημονευουν την κακοριζικη ζωη του
.
.
αστερες μεν αμφι καλαν σελανναν
αψ'απυκρυπτοισι φαενναν ειδος,
οπποτα πληθοισα μαλιστα λαμπη
γαν... αργυρια.
.
τ'αστερια γυρω απ'το λαμπρο φεγγαρι
χανουν το φωτισμενο προσωπο τους
οταν αυτο γεματο λαμπει τη γη
με τ'αργυρο του φως
.
.
...ποδας δε ποικιλος μασλης εκαλυπτε,
Λυδιον καλον εργον.
.
και τα ποδια καλυπτε πολυχρωμο
πεδιλο, Λυδικο εργο, ομορφο
.
.
Ερος δ'ετιναξε μοι φρενας,
ως ανεμος κατ'ορος δρυσιν εμπετων
.
Ο Ερωτας μου ταραξε τα μυαλα,
οπως ο ανεμος στα βουνα πανω
στα δεντρα πεφτει
.
.
ηρθες ,[καλ'] εποησας,
εγω δε σ'εμαιομαν,
ον δ'εψυξας εμαν φρενα
καιομενα ποθω
.
ηρθες τελικα ,ομορφια μου,
τοσο σε αναζητησα,
και δροσισες την καρδια μου
που την εκαιγε ο ποθος
.
.
η'τιν'αλλον
[μαλλον] ανθρωπων εμμεθεν φιλησθα
.
η'μηπως εναν αλλον περισσοτερο
απο μενα αγαπησες
.
.
σκιδναμενας εν στηθεσιν οργας
μαψυλακαν γλωσσαν πεφυλαχθαι
.
οταν τα στηθια σου φουσκωνει η οργη
φυλαξε τη γλωσσα σου απο τα ξεφωνητα
.
.
Λατω και Νιοβα μαλα μεν φιλαι ησαν εταιραι
.
η Λητω κι η Νιοβη ηταν συντροφες
πολυαγαπημενες φιλες
.
.
ποικιλοθρον'αθανατ'Αφροδιτα,
παι Διος δολοπλοκε,λισσομαι σε,
μη μ'ασαισι μηδ'ονιαισι δαμνα,
ποτνια,θυμον
[ποικιλοθρονη αθανατη Αφροδιτη
κορη του Δια ,δολοπλοκα, σε εκληπαρω,
μη μου μαραζωνεις με βασανα
και λυπες ,Δεσποινα ,τη καρδια]
.
αλλα τυιδ'ελθ',αι ποτα κατερωτα
τας εμας αυδας αιοισα πηλοι
εκλυες,πατρος δε δομον λιποισα
χρυσιον ηλθες
[αλλα εδω ελα,οπως καποτε παλια
ακουγοντας τις φωνες μου ,απο
μακρυα ,ηρθες αφηνοντας
το πατρικο λαμπρο παλατι]
.
αρμ'υπασδευξαισα. καλοι δε σ'αγον
ωκεες στρουθοι περι γας μελαινας
πυκνα διννεντες πτερ'απ'ωρανω
αιθερος δια μεσσω
[το αρμα εζευξες και καλα σπουργιτια
,γρηγορα ,στη μαυρη γη σε φερανε με
στροβιλους απ'τα δυνατα χτυπηματα των
φτερων πανω στον ουρανο μεσα στον αιθερα]
.
αιψα δ'εξικοντο.συ δ',ω μακαιρα,
μειδιαισαισ'αθανατω προσωπω
ηρε'οττι δηυτε πεπονθα κωττι
δηυτε καλημι
[γρηγορα εφτασαν, και συ,μακαρια,
μειδιασες στο αθανατο προσωπο
και με ρωτησε τι παλι επαθα ,
γιατι και παλι σε καλω ]
.
κωττι μοι μαλιστα θελω γενεσθαι
μαινολα θυμω,''τινα δηυτε [πειθω
αψ σ'αγην ] ες σαν φιλοτατα ; τις
σ',ω Ψαπφ',αδικηει;
[τι παλι θελω τοσο πολυ να γινει στην
αναστατωμενη καρδια μου ,''ποια
παλι[να πεισω να ρθει γρηγορα σε
σενα]στον ερωτα σου,ποια ,Σαπφω.
σε περιφρονει;'']
.
και γαρ αι φευγει ,ταχεως διωξει
αι δε δωρα μη δεκετ',αλλα δωσει
αι δε μη φιλει,ταχεως φιλησει
κωυκ εθελοισα
[κι αν σ'αποφευγει,γρηγορα θα σε
κυνηγα,κι αν δωρα δεν καταδεχεται
θα σου προσφερει ,κι αν δεν σ'αγαπα
γρηγορα θα σ'αγαπησει θελει δεν θελει]
.
ελθε μοι και νυν ,χαλεπαν δε λυσον
εκ μεριμναν, οσσα δε μοι τελεσσαι
θυμος ιμερρει,τελεσον. συ δ'αυτα
συμμαχος εσσο
[Ελα σε μενα και τωρα,αλαφρυνε με
απο τα βαρια βασανα,εκπληρωσε
οσα η καρδια μου επιθυμει,τελειωσετα,
και γινε εσυ η ιδια συνεργος μου]
.
.
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΣΑΠΦΩ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ,ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ,ΣΙΚΕΛΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
αποσπασματα του Ημερολογιου
-αμερα οι αστυνομικες αρχες της Συρακουσας με κατεγραψαν:
Σαπφω η'Ψαπφω η'Ψαπφα,εξ Ερεσου της Λεσβου,Ελλαδα,
μελιχρος,χρωμα οφθαλμων και κομης μελαν,σμικρον μεγεθος,
35 ετων,αριστοκρατικων φρονηματων,επαγγελμα:ποιητρια,προ-
σωπικη καταστασις:διαζευγμνενη,πρωην συζυγος:Κερκυλας,εμπο-
ρος εξ Ανδρου,τεκνα:εν θηλυ,ονομα:Κλεις,...,
και αλλα εγραψαν που δεν τα θυμαμαι,
με ρωτησαν τι γνωμη εχω για τον τυραννο Πιττακο,''σοφος αλλα
τυραννος''απαντησα,
με εβαλαν να υπογραψω μια υπευθυνη δηλωση πως δεν θα απο-
μακρυνθω απο την πολη,και καθε δεκαπεντε μερες να παρουσιαζο-
μαι στο τμημα,
υπεγραψα το χαρτι και με αφησαν...ελευθερη...υπο ορους
-τρεις μηνες,περιπου,στο νησι,ελαχιστα νεα απ'τη πατριδα,μου λειπει
η Ανακτορια,χθες εγραψα ενα ποιημα για αυτην,το μοναδικο που εχω
γραψει εδω στην εξορια[πρεπει να προσεχω και τις λεξεις],δεν εχω
εμπνευση,οι μερες περνουν ιδιες κι απαραλλαχτες,ανιαρες,παρεες,
δεν εχω,μονη μου κοιμαμαι,
γραφω το ποιημα που'χα γραψει στην Ανακτορια στη πατριδα
καποτε:
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
-μετα το τμημα πηγα μια βολτα στη θαλασσα,ο ηλιος εκαι-
γε,καθισα στην ακρογυαλια,εβγαλα τα παπουτσια μου κι
εβαλα τα ποδια μου στο νερο,εριξα βοτσαλα,ενα για την
πολυαγαπημενη μου κορη τη Κλειδα,που'ναι σαν τα χρυσαν-
θεμα ομορφη και μ'ολο το χρυσαφι της Λυδιας δεν αλλαζω
-αποψε πανσεληνος,περασμενα μεσανυχτα,κι εγω μονη
κοιμαμαι,αγρυπνω,δεν εχω υπνο,θυμαμαι τις πολυαγαπημε-
νες κοπελες στη πατριδα και ποσο ομορφα περνουσαμε,
την Ανακτορια,την Ατθιδα,την Γογγυλα,την Μνασιδικη, την
Τελεσιππα,την Μεγαρα, την Αναγορα,την Ευνεικια,ολες τις
θυμαμαι,
θυμαμαι και με δερνει η νοσταλγια οπως δυνατος ανεμος
πεφτει στα βουνα πανω στα δεντρα και τα ξετιναζει
-δεν εχω νεα για τ-αδερφια μου,τον Λαριχο και τον Ευρυγιο,
αραγε μπορεσαν να ξεφυγουν;η'τους επιασαν; στη φυλακη
η'στην εξορια; ποιος να μου φερει νεα εδω,οι αρχες,που
ρωτησα, προσποιουνται πως δεν εχουν πληροφοριες,ειναι
φανερο πως θελουν να'χουν καλες σχεσεις με το τυραννικο
καθεστως,
ουτε απ'τον αλλο αδερφο εχω νεα,τον Χαραξο,αυτος εφυγε
πριν τις διωξεις,στην Αιγυπτο,ειναι ακομα στην Ναυκρατι μαζι
μ'αυτη τη πορνη τη Ροδωπη;ποιος ξερει αν ειναι μαζι; η'του'φαγε
ολα τα λεφτα και τον παρατησε;εγω τον προειδοποιησα,να την
προσεχει,δεν εχουν εμπιστοσυνη τετοιες,μου κρατησε μουτρα
για το υβριστικο ποιημα που της εγραψα και της το εστειλα βε-
βαια,,οχι,δεν ηταν υβριστικο,αληθεια ηταν,του τρωγε τα λεφτα,
θυμωσε,δεν του κραταω κακια,αδερφια ειμαστε και το αιμα νε-
ρο δεν γινεται
-γυριζοντας σπιτι απο ψωνια λιγο μετα το μεσημερι ενα σκυλι με
ακολουθησε,σταματησα,γυρισα και το ειδα,εκεινο σταματησε,
φαινοταν φοβισμενο,ηταν ενα γερικο σκυλι,αδεσποτο,παρατη-
μενο,σκελετωμενο,φαινονταν τα κοκκαλα στα πλευρα του,ηταν
και χτυπημενο στη πλατη και στα ποδια,''εγω εχω να φαω'',σκεφτη-
κα,το φωναξα φιλικα να πλησιασει,πλησιασε,μεγαλα υγρα ματια,
του εδωσα το ψωμι κι ενα ολοκληρο λουκανικο,εφαγε,μετα απο-
μακρυνθηκε κουνοντας την ουρα του
αληθεια ποσο μοιαζω μ'αυτον τον παρατημενο σκυλο;
κανεις δεν νοιαζεται
αποφασισα καθε μερα ν'αγοραζω γι'αυτον και να τον ταιζω
-τρεις μερες συνεχεια ταιζα το σκυλο,την ιδια ωρα ,στο ιδιο
μερος,σαν ραντεβου,σημερα δεν τον ειδα ,ανησυχω,που
να πηγε; τι επαθε;
-δεν ξαναειδα τον σκυλο,το πηρα αποφαση πως δεν θα τον
ξαναδω,
φοβαμαι πως δεν θα ξαναδω τη πατριδα και τους αγαπημε-
νους δικους μου εκει περα
-ειναι νυχτα,δεν ξερω γιατι σκεφτομαι την ποιηση,τι να γραψω,
για ποιον ,για ποια να γραψω;για ποιο γεγονος;
σιωπη σιωπη σιωπη
-καποια γυναικα,αγνωστη ποτε αλλη φορα δεν την ξανα-χα δει,
με ρωτησε ποιο ειναι τ'ονομα μου,τρομαξα,συνηλθα και της
ειπα ενα πολυ κοινο γυναικειο του τοπου,
δεν ηθελα να με λυπηθει,να με λυπηθουν
-στην Ιμερα ζει καποιος ποιητης που τον λενε Στησιχορο,επιδε-
ξιος να στηνει χορους,εγραψε ενα ποιημα για την Ελενη πως
πηγε στη Τροια ακολουθωντας τον Παρι,αυτα που ξερουμε δη-
λαδη,φοβηθηκε ομως μηπως τον τιμωρησει η Ελενη και τ'αλλα-
ξε,εκανε δηλαδη Παλινωδια,τα πηρε πισω,
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
εγραψε
ισως καποια μερα να τον γνωρισω,αν μεινω ακομα εδω,
που δε το ευχομαι
-ελη,λατομεια,ορυχεια στΙς Συρακουσες,σκληρος ο χειμωνας,
πολλες βροχες,ασταματητα ολη τη μερα βρεχει σημερα,πολυ
υγρασια που σου σαπιζει τα κοκκαλα,ειναι τρεις μερες που δεν
βγηκε καθολου ηλιος απο τα πυκνα και μαυρα συννεφα,
σαν ολο το Ιονιο ν'αδειαζει πανω στη Σικελια και πανω στη καρ-
δια μου
-δεν εχω τιποτα να γραψω,ενα κενο στο μυαλο μου,τι γινεται
στη πατριδα;
-τοσο καιρο εδω,χρονια,και δεν εχω συνηθησει σ'αυτο τον
τοπο,ενας αγνωστος,που δεν θελω να μαθω,
μια εξοριστη
-σημερα ευχαριστα νεα,με καλεσε ο διοικητης του αστυνο-
μικου τμηματος ,με δεχτηκε στο ιδιαιτερο γραφειο του,
εκλεισε τη πορτα,ηταν ιδιαιτερα φιλικος μαζι μου,και
μου ειπε:''Κυρια Σαπφω,εχω νεα ,ξεσπασε σταση,μαλλον
απο τις πληροφοριες που εχω θα επικρατησουν οι αντικα-
θεστωτικοι'',κρατηθηκα να μην εκφρασω τα συναισθηματα
μου,μηπως ηταν καμια μπλοφα της αστυνομιας;,''ειναι βεβαιο'',
συνεχισε ο διοικητης,''θεμα ημερων,μην πω ωρων,η καταρ-
ρευση της τυραννιας,η Ιστορια αλλαζει'',''δηλαδη φευγω;''
ρωτησα,''οπως παει το πραγμα,ναι,φευγεται'',''ξερετε,ειμαι
φιλος της ποιησης σας'',εσκυψε το κεφαλι,''με συγχωρητε,
βλεπετε τα πραγματα ειναι δυσκολα,μπορει καποιος να βρει
το μπελα του,καταλαβαινετε;'',''καταλαβαινω''απαντησα,τον
ευχαριστησα κι εφυγα ευτυχισμενη,επιτελους θα γυριζα στη
πατριδα,
δεν πηγα σπιτι αμεσως,απο τη χαρα μου,δεν ηθελα να κλειστω
μεσα,περπατησα στη πολη,αγορασα λουλουδια,κοκκινα κι
ασπρα τριανταφυλλα και γαρυφαλλα,στο παρκο ταισα τους κυκ-
νους στη λιμνη,κατεβηκα και στη θαλασσα,ζεστη μερα,ηλιος,εβ-
γαλα τα ρουχα μπηκα στα δροσερα νερα και κολυμπησα,ποτε το-
σα χρονια που ειμαι εδω δεν κολυμπησα,βγηκα,ξαπλωσα στη
ζεστη αμμο να στεγνωσω,εκλεισα τα ματια,το κυμα ερχονταν κι
εφευγε,στ'αυτια μου,σαν ταξιδι,
γυρισα αργα τ'απογευμα στο σπιτι
-πηγα για τελευταια φορα στη βιβλιοθηκη,
η βιβλιοθηκαριος,μια νεα κι ευγενικη κοπελα,η Ραδινη,μου
εφερε ενα βιβλιο,το ανοιξε σε μια σελιδα,''κοιταξτε ''μου
ειπε,κοιταξα,''λατινικα'',ειπα,''ναι'',απαντησε η κοπελα,''ειναι
η μεταφραση ενος δικου σας ποιηματος'',''μπορεις να μου το
διαβασεις και να το μεταφρασεις'',''ευχαριστως''απαντησε η
κοπελα,
διαβασε το ποιημα η κοπελα,μου αρεσε η απαγγελια της,απλη
και χωρις στομφο,οταν τελειωσε ειπε,''δεν χρειαζεται να το μετα-
φρασω γιατι υπαρχει το προτοτυπο ποιημα γραμμενο στην αλλη
σελιδα,
γυρισε σελιδα,''Εις Ανακτοριαν'',διαβασε η κοπελα,με κοιταξε,
χαμογελασε,την ευχαριστησα,κοιταξα το εξωφυλλο,
Gaius Valerius Catullus Poetae Novi
της ειπα αν μπορουσε να αντιγραψει το ποιημα στα ελληνικα και
στα λατινικα και να μου τα δωσει,''πολυ ευχαριστως''απαντησε
η κοπελα
εδω γραφω το ποιημα και τη μεταφραση στα λατινικα:
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
-αυριο φευγω με το καραβι,τελειωσαν τα ψεμματα,γυρι-
ζω στη πατριδα,
αυριο το νοστιμον ημαρ
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
[αυτο το ποιημα το διασωζει ο Λογγινους στο Περι Υψους
Βιβλιον,τον 1ο αιωνα μ.Χ]
.
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
[Catullus 51]Gaius Valerius Catullus (ca. 84–54 BC)
Ille mī pār esse deō vidētur
ille sī fās est superāre dīvōs
quī sedēns adversus identidem tē
spectat et audit
dulce rīdentem miserō quod omnīs 5
ēripit sēnsūs mihi nam simul tē
Lesbia aspexī nihil est super mī
vōcis in ōre
lingua sed torpet tenuis sub artūs
flamma dēmānat sonitū suōpte 10
tintinant aurēs geminā teguntur
lūmina nocte.
ōtium Catulle tibi molestumst
ōtiō exultās nimiumque gestis
ōtium et rēgēs prius et beātās 15
perdidit urbēs
.
.
ΣΑΠΦΩ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ,ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ-χ.ν.κουβελης
.
δεῦρυ μ†μ’ ἐς Κρητας .π[ ]ναῦον
ἄγνον, ὄππ[αι δὴ] χάριεν μὲν ἄλσος
μαλί[αν], βῶμοι †δ’ ἔνι θυμιάμε-
νοι [λι]βανώτῳ·
ἐν δ’ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι’ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶρος
ἐσκίαστ’, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
κῶμα †κατέρρ[ει]·
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλε
ἠρινίοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ’ ἄνητοι
μέλλιχα πνέοισιν [
[ ]
ἔλθε δὴ σὺ στέμ[ματ’] ἔλοισα Κύπρι,
χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως
ὀμ[με]μείχμενον θαλίαισι νέκταρ
οἰνοχόαισον
ελα απο την Κρητη εδω κοντα μου στο ιερο μερος
που'ναι ωραιο περιβολι με μηλιες και τους
βωμους αρωματιζει το λιβανι
και δροσερο νερο κελαρυζει απ'τα κλαδια της μηλιας
ολος ο τοπος ειναι γεματος ροδα σκιασμενος κι απ'τα
ελαφρα τρεμουλιαζοντα φυλλα πεφτει κατω στο χωμα
γαληνη
και στο λιβαδι αλογο βοσκαει λουλουδια της ανοιξης,
κι ο αερας απαλα πνεει
ελα εδω,Κυπριδα,και ριξε με χαρι μεσα στα χρυσα ποτηρια
του κρασιου το νεκταρ και σμιξε τη χαρα με τη λατρεια μας
.
Κύπρι καὶ Νηρήιδες ἀβλάβην μοι
τὸν κασίγνητον δότε τυίδ'ἴκεσθαι
κὤσσα οἰ θύμῳ κε θέλῃ γένεσθαι
πάντα τελέσθην,
ὄσσα δὲ πρόσθ'ἄμβροτε πάντα λῦσαι
καὶ φίλοισι οἶσι χάραν γένεσθαι
κὠνίαν δ’ ἔχθροισι· γένοιτο δ’ ἄμμι
μηκέτι μηδ’ εἶς
τὰν κασιγνήταν δὲ θέλοι δὲ λύγραν
ἔμμορον τίμας. ὀνίαν δὲ λύγραν
ἐκλύοιτ’, ὄτοισι πάροιθ’ ἀχεύων
τὦμον ἐδάμνα
.
Κυπριδα και Νηρηιδες καντε ο αδερφος μου να γυρισει
σωος κι αβλαβης κι οσα ποθει η καρδια του να γινουν
ολα να εκπληρωθουν
κι οσα στο παρελθον σφαλματα εκανε ολα να τελειωσουν
και στους φιλους του χαρα να δωσει και φοβο στους εχθρους
και καμια λυπη για μας
και στην αδερφη του να ειναι καμαρι και ν'απελευθερωθει
απ'οσες πικρες του βασανισαν τη καρδια στο παρελθον
.
Κύ]πρι, κα[ί σ]ε πι[κροτάτ]αν ἐπεύ[ροι]
[μη]δὲ καυχάσ[α]ιτο τόδ᾽ ἐννέ[ποισα]
[Δ]ωρίχα, τὸ δεύ[τ]ερον ὠς πόθε[ννον]
........... [εἰς] ἔρον ἦλθε.
Κυπριδα,ποση πικρα εχεις
κανεις την Δωριχα να μην μπορει να καυχηθει
πως εχει βρει τον ερωτα που ποθουσε για δευτερη φορα
.
χλωροτέρα δὲ ποίας ἔμμι
πιο δροσερη ειμαι απο τη χλοη
.
αἴ με τιμίαν ἐπόησαν ἔργα
τὰ σφὰ δοῖσαι
μ'εχουν τιμησει τα δικα τους εργα
που μου εδωσαν
.
αἴθ'ἔγω, χρυσοστέφαν'Ἀφρόδιτα,
τόνδε τὸν πάλον [^ ^ -] λαχοίην.
χρυσοστεφανη Αφροδιτη,αυτη η τυχη
μου ετυχε
.
Ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπῃ
γᾶν [ἐπὶ πᾶσαν]
... ἀργυρία ...
τ'αστρα γυρω απ'την ομορφη σεληνη
χανουν το φεγγος τους οταν πληρης
η σεληνη φωτιζει τη γη μ'αργυρο φως
.
καὶ ποθήω καὶ μάομαι .
και ποθω και δεν βαστω...
.
... πόδας δὲ
ποίκιλος μάσλης ἐκάλυπτε, Λύδι-
ον κάλον ἔργον
τα ποδια της καλυπτε κεντημενο πεδιλο
λεπτης λυδικης τεχνης
.
ταὶς κάλαισιν ὔμμι νόημμα τὦμον
οὐ διάμειπτον
για σας,ομορφιες μου,ο νους μου
δεν αλλαξε
.
ταῖσι [δὲ] ψῦχρος μὲν ἔγεντὀ θῦμος,
πὰρ δ'ἴεισι τὰ πτέρα
η καρδια τους κρυωσε
κι επεσαν τα φτερα τους
.
Ἔρος δ'ἐτίναξέ μοι
φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.
ο Ερωτας μου ξεσηκωσε τα μυαλα
οπως ο ανεμος στα βουνα ξετιναζει τις βελανιδιες
.
ἦλθες, †καλ’† ἐπόησας, ἔγω δέ σ’ ἐμαιόμαν,
ὂν δ’ ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθῳ.
ηρθες,καλα που'καμες,εγω για σενα πονουσα,
δροσισες τα μυαλα μου που τα'καιγε ο ποθος
.
ἠράμαν μὲν ἔγω σέθεν, Ἄτθι, πάλαι ποτά ....
σμίκρα μοι πάις ἔμμεν’ ἐφαίνεο κἄχαρις
εγω εσενα ,Ατθιδα,καποτε παλια σ'αγαπουσα...
ησουν μικρη κοπελα και χαριτωμενη μου φαινοσουν
.
ὀ μὲν γὰρ κάλος ὄσσον ἴδην πέλεται [κάλος],
ὀ δὲ κἄγαθος αὔτικα καὶ κάλος ἔσσεται.
καποιος ειναι ομορφος μοναχα οσο καιρο διαρκει η ομορφια
καποιος που ειναι καλος ειναι συναμα και ομορφος για παντα
.
οὐκ οἶδ'ὄττι θέω
.δίχα μοι τὰ νοήμματα
δεν ξερω τι λατρευω,
ειμαι διχασμενη
.
ψαύην δ'οὐ δοκίμωμ'ὀράνω †δυσπαχέα†
/ Πσαύην δ᾽ οὐ δοκίμοιμ᾽ ὀράνω δύσι πάχεσιν.
με τα δυο μου χερια δεν μπορω ν'αγγιξω τον
ουρανο
.
βροδοπάχεες ἄγναι Χάριτες δεῦτε Δίος κόραι
Ελατε ροδοδαχτυλες Χαριτες κορες του Δια
.
ἔλθοντ'ἐξ ὀράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν ...
ηρθαν απ'τον ουρανο πορφυρο φορωντας ρουχο
.
κατθάνοισα δὲ κείσῃ οὐδέ ποτα
μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ'οὐδὲ †ποκ'†ὔστερον
· οὐγὰρ πεδέχῃς βρόδων
τῶν ἐκ Πιερίας
· ἀλλ'ἀφάνηςκἠν Ἀίδα δόμῳ
φοιτάσεις πεδ'ἀμαύρων νεκύων
ἐκπεποταμένα
πεθαμενη θα'σαι και ποτε
δεν θα σε μνημονευσουν
ουτε τωρα ουτε μετα
και δεν θα'χεις ροδα απο την Πιερια
αλλα αγνωστη θα τριγυρνας
στα παλατια του Αδη
αναμεσα στις μαυρες σκιες
των πεθαμενων
.
οὐδ'ἴαν δοκίμωμι προσίδοισαν φάος ἀλίω
ἔσσεσθαι σοφίαν πάρθενον εἰς οὐδένα πω χρόνον
τεαύταν
νομιζω πως ποτε παρθενα δεν θα αντικρισει το
φως του ηλιου και να'χει τη δικια σου σοφια
.
τίς δ'ἀγροίωτις θέλγει νόον .....
.οὐκ ἐπισταμένα τὰ βράκε'ἔλκην ἐπὶ τὼν σφύρων;
ποια χωριατισα σου μαγεψε το νου...
που δεν ξερει πως να σηκωσει το βρακι της
πανω απ'τους αστραγαλους
.
Ω Ψαπφα,ηραμαν μεν εγω
Ω Σαπφω,σ'αγαπουσα
.
[μελιος]τι γλυκερον
κι απ'το μελι πιο γλυκια
.
]α μελλιχόφων[
σταζει μελι το στομα του
.
δροσ[ό]εσσα[
δροσερη
μισσε Μίκα
δικια μου Μικα
.
σὺ δὲ στεφάνοις, ὦ Δίκα, πέρθεσθ'ἐράτοις φόβαισιν
ὄρπακας ἀνήτω συναέρραις'ἀπάλαισι χέρσιν
·εὐάνθεα †γὰρ† πέλεται καὶ Χάριτες μάκαιραι
μᾶλλον †προτερην†, ἀστεφανώτοισι δ'ἀπυστρέφονται.
Στεφανωσε,Δικα,τα ομορφα μαλλια σου και
πλεξε σ'αυτα ωραια ανθη με τ'απαλα σου χερια
γιατι εκεινες που ειναι ετσι στεφανωμενες
ξεχωριζουν και μεσα στις χαριτες,
που δεν αγαπανε τις αστεφανωτες κι ακαλλωπιστες
.
εὐμορφοτέρα Μνασιδίκα τὰς ἀπάλας Γυρίννως
πιο ομορφη ειναι η Μνασιδικα απο την απαλη
Γυριννω
,
κροκόεντα[
με κροκο χρωματισμενα
,
. . . . . . . . .
τεθνάκην ἀδόλως, θέλω·
ἀ με ψισδομένα κατελίμπανεν
πόλλα καὶ τόδ’ ἔειπέ μοι·
ὤιμ’ ὠς δεῖνα πεπόνθαμεν,
Ψάπφ’, ἦ μάν σ’ ἀέκοισ’ ἀπυλιμπάνω.
τὰν δ’ ἔγω τάδ’ ἀμειβόμαν·
χαιροισ'ἔρχεο κἄμεθεν
μέμναισ’, οἶσθα γὰρ ὤς σε πεδήπομεν·
αἰ δὲ μή, ἀλλά σ’ ἔγω θέλω
ὄμναισαι . . .
ὄσα μάλθακα καὶ κάλ’ ἐπάσχομεν·
πόλλοις γὰρ στεφάνοις ἴων
καὶ βρόδων πλοκίων τε ὔμοι
κἀνήτω πὰρ ἔμοι παρεθήκαο
καὶ πόλλαις ὐπαθύμιδας
πλέκταις ἀμφ’ ἀπάλαι δέραι
ἀνθέων ἐρατῶν πεποημέναις.
καὶ πολλῷ λιπαρῶς μύρῳ
βρενθείῳ τε κάλον χρόα
ἀξαλείψαο καὶ βασιληίῳ
καὶ στρώμναν ἐπὶ μολθάκαν
ἀπάλαν παρ ὀπαυόνοων
ἐξίης πόθον αἶψα νεανίδων
. . . . . . . . .
η Ατθις δεν γυρισε
να πεθανω θελω να ησυχασω
με πολυ πονο μ'αφησε,και μου'πε
Αλιμονο,τοσα κακα που παθαμε,
Σαπφω,σου ορκιζομαι πως χωρις τη θεληση μου
σ'αφηνω
και σ¨αυτην αποκριθηκανα'
σαι καλα οπου πας και μενα να θυμασαι να ξερεις
πως σε σενα βασισθηκα
κι αν εσυ δεν με θυμασαι,τοτε θελω
να σου θυμισω,ποσο γλυκα κι ομορφα
περνουσαμε
με πολλα στεφανια με μενεξεδες και με ροδα
πλεγμενα στα μαλλια πολυ κοντα μου
καθοσουν
και πολλα ειχες στολιδια γυρω
στον απαλο σου λαιμο φτιαγμενα πλεκτα
απο πανεμορφα ανθη
και την ομορφη επιδερμιδα σου αλοιβες
με ευγενικο και βασιλικο μυρο
και πανω σε στρωμα μαλακο κι απαλο αναπαυοσουν
και προκαλουσες γρηγορα ποθο στις κοπελες
.
ᾖρ’ ἀ[
δηρατ.[
Γογγυλα.[
ρωτησα τη Γογγυλα
.
κατθάνην δ’ ἴμερός τις [ἔχει με καὶ
λωτίνοις δροσόεντας [ὄ-
χ[θ]οις ἴδην Ἀχερ[
η επιθυμια μ'εχει κυριευσει να πεθανω
και βλεπω τους δροσερους λωτους
στις οχθες του Αχεροντα
.
. . . .
. . . . ἀπὺ Σαρδίων . . .
. . . . πόλλακι τυῖδε νῶν ἔχοισα
ὤς ποτ’ ἐζώομεν· . . . .
σε θέᾳ σ’ ἰκέλαν, Ἀρι-
γνώτα σᾷ δἐ μάλιστ’ ἔχαιρε μόλπᾳ
·
νῦν δἐ Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναί-
κεσσιν ὤς ποτ’ ἀελίω
δύντος ἀ βροδοδάκτυλος σελάννα;
πάντα παρρέχοισ’ ἄστρα φάος δ’ ἐπί-
σχει θάλασσαν ἐπ’ ἀλμύραν
ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις·
ἀ δ’ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθά-
λαισι δὲ βρόδα κἄπαλ’ ἄν-
θρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης·
πόλλα δὲ ζαφοίταισ’ ἀγάνας ἐπι-
μνάσθεισ’ Ἄθτιδος ἰμέρῳ
λέπταν ποι φρένα κῆρ δ’ ἄσα βόρηται·
Ατθις,η αγαπημενη μας Μνασιδικα,
βρισκεται στις Σαρδεις,και συχνα εχει το
μυαλο της εδω τοτε που ζουσαμεν εδω,
και σαν θεα σ'ειχε,Αριγνωτα,και πολυ
την ευχαριστουσαν τα τραγουδια σου
και τωρα ειναι αναμεσα στις Λυδες κυριες
οπως η ροδοδαχτυλος σεληνη μετα τη δυση
του ηλιου ειναι αναμεσα στ'αστρα
και περιλουζει με το φως της
την αλμυρη θαλασσα και την πολυανθισμενη γη
καλη δροσια χυνεται,βλαστιζουν τα ροδα
και οι μελιλωτοι γεμιζουν ανθια
και τους πολλους περιπατους μας θα θυμαται
η Ατθις κι η νοσταλγια θα της κατατρωγει
την ευαισθητη καρδια ·
.
[π]ορφύρωι κατελιξαμέν[α πλόκωι
εχει τα μαλλια της τυλιγμενα μεσα
σε πορφυρο μαντηλι
.
γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον
πόθῳ δάμεισα παῖδος βραδίναν δι'Ἀφροδίταν
γλυκεια μου μανα,δεν μπορω να ριξω τη σαιτα
στον αργαλειο,
με κραταει ο ποθος για ενα αγορι,
με βραδινε η Αφροδιτη
.
. . ἄγναι Χάριτες Πιέριδέ[ς τε] Μοῖ[σαι
Αγνες Χαριτες Πιεριδες Μουσες
.
. ατε τὰν εὔποδα νύμφαν
νυφη με τα ομορφα ποδια
.
η χρυσοπέδιλ<λ>[ο]ς Αὔως
η χρυσοπεδιλη Αυγη
.
Ἔσπερε, πάντα φέρων, ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ'Αὔως,
†φέρεις ὄιν, φέρεις αἶγα, φέρεις ἄπυ† μάτερι παῖδα.
Εσπερε,ολα τα φερνεις,
οσα ξεχωρισε η λαμπερη Αυγη
φερνεις το προβατο,φερνεις τη γιδα,
φερνεις το παιδι στη μανα του
.
ἀστέρων πάντων ὀ κάλλιστος
το πιο ομορφο απ'ολα τ'αστερια
.
οἶον τὸ γλυκύμαλον / ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ'ὔσδῳ,
ἄκρον ἐπ'ἀκροτάτῳ, / λελάθοντο δὲ μαλοδρόπηες,
οὐ μὰν ἐκλελάθοντ', ἀλλ'οὐκ ἐδύναντ' / ἐπίκεσθαι
οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στην ακρη του κλαδιου
στην ακρη την ακροτατη που το αφησαν
οι μαζωχταδες των μηλων,
οχι γιατι το ξεχασαν,
αλλα γιατι δεν μπορουσαν να το
φθασουν
.
οἴαν τὰν ὐάκινθον ἐν ὤρεσι
ποίμενες ἄνδρες
πόσσι καταστείβοισι, χάμαι δέ
τὸ πόρφυρον ἄνθος ...
[κεῖται.]
οπως τον υακινθον πανω στα βουνα
τον καταπατουν με τα ποδια τους βοσκοι
και στο χωμα πατημενο μαραζωνει
το πορφυρο ανθος
.
ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα
Ομορφια μου,Χαρα μου
.
δαύοις ἀπάλας ἐτάρας ἐν στήθεσιν
χαιδευεις της απαλης φιλεναδας τα βυζια
.
.... ἔμεθεν δ'ἔχῃσθα λάθαν
εμενα μ'εχεις ξεχασει
.
τιν'ἄλλον
[μᾶλλον] ἀνθρώπων ἔμεθεν φίλησθα
καποιον αλλον περισσοτερο απο μενα αγαπας
.
Ἔρος δηὖτέ μ'ὀ λυσιμέλης δόνει,
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
....
ο Ερωτας,ξανα αυτος που διαλυει το κορμι
με δονει
γλυκοπικρο ακαταμαχητο ερπετο
.
Ἄτθι, σοὶ δ'ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο
φροντίσδην, ἐπὶ δ'Ἀνδρομέδαν πότᾳ
Ατθι,εσυ εμενα με περιφρονεις,επειδη
την Ανδρομεδα ερωτοτροπεις
.
ἔστι μοι κάλα πάις χρυσίοισιν ἀνθέμοισιν
ἐμφέρην ἔχοισα μόρφαν Κλέις ἀγαπάτα,
ἀντὶ τᾶς ἔγωὐδὲ Λυδίαν παῖσαν οὐδ'ἐράνναν
εχω μια κορη ομορφη που στη μορφη
μοιαζει στα χρυσα ανθη,
Κλεις η πολυαγαπημενη,
την οποια πιο πολυ λατρευω
απ'ολη την Λυδια
.
ἦρος ἄγγελος ἰμερόφωνος ἀήδων
αγγελος της ανοιξης γκλυκοφωνο αηδονι
.
Κατθνάσκει Κυθέρἠ, ἄβροσ Ἄδωνισ, τί κε θεῖμεν,
Καττύπτεσθε κόραι καὶ κατερείκεσθε χίτωνασ.
πεθαινει,Κυθερεια,ο ευγενικος Αδωνις,
τι να κανουμε;
χτυπηστε τα στηθη κορες και σχιστε τα ρουχα
.
Λάτω καὶ Νιόβα μάλα μὲν φίλαι ἦσαν ἔταιραι
η Λητω και η Νιοβη πολυ φιλες αγαπημενες
..
οιαν ταν υακινθον εν ωρεσι
ποιμενες ανδρες ποσσι
καταστειβοισι , χαμαι δε
το πορφυρον ανθος ...
[κειται ]
ετσι οπως τον υακινθο καταπατουν
με τα ποδια τους στο βουνο βοσκοι
και το πορφυρο ανθος στο χωμα...
[κειται]
.
οιον το γλυκομαλον ερευθεται
ακρω επ'υσδω, ακρον επ'ακροτατω,
λελαθοντο δε μαλοδροπηες ,
ουν μαν εκλελαθοντ',αλλ'ουκ
εδυναντο επικεσθαι
ετσι οπως το γλυκομηλο κοκκινιζει
στο ακρο του κλαδιου, στο μακρυτερο
ακρο του, το παρατησαν οι συγκομιδοι
των μηλων ,οχι γιατι το αγνοησαν
αλλα δεν μπορεσαν να τ'αρπαξουν
.
...Εμμεθεν δ'εχεισθα λαθαν
...Μ'εχεις ξεχασει
.
ολβιε γαμβρε ,σοι μεν δη γαμος ως αραο
εκτετελεστ,εχης δε παρθενον [αν] αραο...
σοι χαριεν μεν ειδος ,οππατα δ' [εστι ,
νυμφα] μελλιχ' , ερος δ'επ'ιμερτω κεχυται
προσωπω
....τετιμακ'εξοχα σ'Αφροδιτα
ευτυχισμενε γαμβρε ,ο γαμος σου,οπως
ηθελες γινεται, και την κορη που θελεις
εχεις, δικο σου το χαριτωμενο πλασμα,
τα γλυκα ματια της νυφης , κι ο ερωτας
γεμιζει το ευτυχισμενο προσωπο...
...σ'εχει τιμησει εξοχα η Αφροδιτη
.
Ερος δηυτε μ'ο λυσιμελης δονει,
γλυκυπικρον αμαχανον ορπετον.
Ο Ερωτας παλι με τρανταζει ,να
μου διαλυσει τα μελη του κορμιου,
γλυκοπικρο ανικητο πλασμα
.
εχει μεν Ανδρομεδα καλαν αμοιβαν...
Ψαπφοι, τι ταν πολυολβον Αφροδιταν...
[καλεις];
μια καλη ερωτηση εχει η Ανδρομεδα...
Σαπφω, γιατι καλεις την ευδαιμονα Αφροδιτη;
.
εστι μοι καλλα παις χρυσιοιησιν ανθεμοισιν
εμφερην εχοισα μορφαν Κλεις αγαπατα,
αντι τας εγωυδε Λυδιαν παισαν ουδ'ερανναν...
εχω μια κορη ομορφη ομοια στη μορφη
με τα χρυσα λουλουδια η αγαπημενη Κλεις,
μ'ολοκληρη τη Λυδια δεν αλλαζω ...
.
θελω τι τ'ειπην ,αλλα με κωλυει αιδως...
.
θελω κατι να σου πω, αλλα μ'εμποδιζει
η ντροπη...
.
παρθενον αδυφωνον
κορη γλυκοφωνη
.
πληρης μεν εφαινετ'α σελαννα
αι δ'ως περι βωμον εσταθησαν
φωτισε πληρης η σεληνη
κι αυτες γυρω απ'το βωμο
ακινητες σταθηκαν
.
Εσπερε,παντα φερων,οσα φαινολις
εσκεδασ'Αυως, [φερεις οιν,φερεις αιγα,
φερεις απυ] ματερι παιδα
Εσπερε,τα παντα φερνεις πισω, οσα
η φωτεινη Αυγη ξεχωρισε ,
φερνεις το προβατο,φερνεις την γιδα,
φερνεις στη μητερα τη θυγατερα
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα...
χρυσω χρυσοτερα
περισσοτερο γλυκοφωνη απ'τη λυρα
λαμπροτερη απ'τον χρυσο
.
Δεδυκε μεν α σελαννα
και Πληιαδες ,μεσαι δε νυχτες,
παρα δ'ερχετ'ωρα,
εγω δε μονα κατευδω.
Εδυσε η σεληνη ,εδυσε
κι η Πουλια ,μεσανυχτα,
περασε η ωρα ,κι εγω
μονη κοιμαμαι
.
Τιμαδας αδε κονις ,ταν δη προ γαμοιο
θανουσαν δεξατο Φερσεφονας κυανεος
θαλαμος ,ας και αποφθιμενας πασαι
νεοθαγι σιδαρω αλικες ιμερταν κρατος
εθεντο κομαν
Αυτη ειναι η τεφρα της Τιμαδος,που
πεθανε πριν το γαμο και την δεχτηκε
στα σκοτεινα παλατια η Περσεφωνη
Ολες οι φιλες της με νεοτροχισμενο
μαχαιρι εκοψαν συριζα τ'αγαπημενα
πορφυρα μαλλια τους
.
Τω γριπει Πελαγωνι πατηρ επεθηκε
Μενισκος κυρτον και κωπαν ,
μναμα κακοζοιας.
Για τον ψαρα Πελαγωνα ο πατερας του
ο Μενισκος εστησε εδω την αγκυρα
και το κουπι του,
να μνημονευουν την κακοριζικη ζωη του
.
αστερες μεν αμφι καλαν σελανναν
αψ'απυκρυπτοισι φαενναν ειδος,
οπποτα πληθοισα μαλιστα λαμπη
γαν... αργυρια.
τ'αστερια γυρω απ'το λαμπρο φεγγαρι
χανουν το φωτισμενο προσωπο τους
οταν αυτο γεματο λαμπει τη γη
με τ'αργυρο του φως
.
...ποδας δε ποικιλος μασλης εκαλυπτε,
Λυδιον καλον εργον.
και τα ποδια καλυπτε πολυχρωμο
πεδιλο, Λυδικο εργο, ομορφο
.
Ερος δ'ετιναξε μοι φρενας,
ως ανεμος κατ'ορος δρυσιν εμπετων
Ο Ερωτας μου ταραξε τα μυαλα,
οπως ο ανεμος στα βουνα πανω
στα δεντρα πεφτει
.
ηρθες ,[καλ'] εποησας,
εγω δε σ'εμαιομαν,
ον δ'εψυξας εμαν φρενα
καιομενα ποθω
ηρθες τελικα ,ομορφια μου,
τοσο σε αναζητησα,
και δροσισες την καρδια μου
που την εκαιγε ο ποθος
.
η'τιν'αλλον
[μαλλον] ανθρωπων εμμεθεν φιλησθα
η'μηπως εναν αλλον περισσοτερο
απο μενα αγαπησες
.
σκιδναμενας εν στηθεσιν οργας
μαψυλακαν γλωσσαν πεφυλαχθαι
οταν τα στηθια σου φουσκωνει η οργη
φυλαξε τη γλωσσα σου απο τα ξεφωνητα
.
Λατω και Νιοβα μαλα μεν φιλαι ησαν εταιραι
η Λητω κι η Νιοβη ηταν συντροφες
πολυαγαπημενες φιλες
.
ποικιλοθρον'αθανατ'Αφροδιτα,
παι Διος δολοπλοκε,λισσομαι σε,
μη μ'ασαισι μηδ'ονιαισι δαμνα,
ποτνια,θυμον
ποικιλοθρονη αθανατη Αφροδιτη
κορη του Δια ,δολοπλοκα, σε εκληπαρω,
μη μου μαραζωνεις με βασανα
και λυπες ,Δεσποινα ,τη καρδια
αλλα τυιδ'ελθ',αι ποτα κατερωτα
τας εμας αυδας αιοισα πηλοι
εκλυες,πατρος δε δομον λιποισα
χρυσιον ηλθες
αλλα εδω ελα,οπως καποτε παλια
ακουγοντας τις φωνες μου ,απο
μακρυα ,ηρθες αφηνοντας
το πατρικο λαμπρο παλατι
αρμ'υπασδευξαισα. καλοι δε σ'αγον
ωκεες στρουθοι περι γας μελαινας
πυκνα διννεντες πτερ'απ'ωρανω
αιθερος δια μεσσω
το αρμα εζευξες και καλα σπουργιτια
γρηγορα ,στη μαυρη γη σε φερανε με
στροβιλους απ'τα δυνατα χτυπηματα των
φτερων πανω στον ουρανο μεσα στον αιθερα
αιψα δ'εξικοντο.συ δ',ω μακαιρα,
μειδιαισαισ'αθανατω προσωπω
ηρε'οττι δηυτε πεπονθα κωττι
δηυτε καλημι
γρηγορα εφτασαν, και συ,μακαρια,
μειδιασες στο αθανατο προσωπο
και με ρωτησε τι παλι επαθα ,
γιατι και παλι σε καλω
κωττι μοι μαλιστα θελω γενεσθαι
μαινολα θυμω,''τινα δηυτε [πειθω
αψ σ'αγην ] ες σαν φιλοτατα ; τις
σ',ω Ψαπφ',αδικηει;
τι παλι θελω τοσο πολυ να γινει στην
αναστατωμενη καρδια μου ,''ποια
παλι[να πεισω να ρθει γρηγορα σε
σενα]στον ερωτα σου,ποια ,Σαπφω.
σε περιφρονει;''
και γαρ αι φευγει ,ταχεως διωξει
αι δε δωρα μη δεκετ',αλλα δωσει
αι δε μη φιλει,ταχεως φιλησει
κωυκ εθελοισα
κι αν σ'αποφευγει,γρηγορα θα σε
κυνηγα,κι αν δωρα δεν καταδεχεται
θα σου προσφερει ,κι αν δεν σ'αγαπα
γρηγορα θα σ'αγαπησει θελει δεν θελει
ελθε μοι και νυν ,χαλεπαν δε λυσον
εκ μεριμναν, οσσα δε μοι τελεσσαι
θυμος ιμερρει,τελεσον. συ δ'αυτα
συμμαχος εσσο
Ελα σε μενα και τωρα,αλαφρυνε με
απο τα βαρια βασανα,εκπληρωσε
οσα η καρδια μου επιθυμει,τελειωσετα,
και γινε εσυ η ιδια συνεργος μου
.
μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα
ουτε μελι για μενα ουτε μελισσα
.
παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν
μ'ολα τα χρωματα αναμειγμενα
.
πάρθενον ἀδύφωνον
παρθενα γλυκυφωνη
.
πλήρης μὲν ἐφαίνετ'ἀ σελάννα
αἰ δ'ὠς περὶ βῶμον ἐστάθησαν
πληρης ανατειλε η σεληνη
και οι γυναικες γυρω στο βωμο
σταθηκαν
.
πόλυ πάκτιδος ἀδυμελεστέρα ...
χρύσω χρυσοτέρα ...
πιο πολυ απο τη λυρα μελωδικοτερη
απο τον χρυσο χρυσοτερη
.
πότνια Αὔως
σεβαστη Αυγη
.
σκιδναμένας ἐν στήθεσιν ὄργας
πεφύλαχθαι γλῶσσαν μαψυλάκαν
οταν η οργη σου φουσκωνει τα στηθια
φυλαξε τη γλωσσα να μην ξεστομισει
απρεπα
.
τάδε νῦν ἐταίραις
ταὶς ἔμαις τέρπνα κάλως ἀείσω
ετσι τωρα θα τραγουδησω καλα
τις φιλες μου να διασκεδασω
.
μέλημα τὦμον
δικια μου φροντιδα
.
φαῖσι δή ποτα Λήδαν †ὐακίνθινον† πεπυκάδμενον
εὔρην ᾤον
λενε πως καποτε η Ληδα βρηκε μεσα
στο ανθος του υακινθου κρυμενο ενα αυγο
.
μυθοπλοκος
παραμυθας
.
Κρῆσσαί νύ ποτ’ ὦδ’ ἐμμελέως πόδεσσιν
ὤρχηντ’ ἀπάλοισ’ ἀμφ’ ἐρόεντα βῶμον
πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι.
οι κρητικες γυναικες καποιες φορες
με ρυθμο στα ποδια χορευουν
γυρω απ'τον ιερο βωμο
συντριβοντας τα μαλακα ανθη της χλοης
.
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληίαδες· μέσαι δὲνύκτες,
παρὰ δ’ ἔρχετ’ ὤρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω
Εδυσε η σεληνη
εδυσε κι η Πουλια,μεσανυχτα,
περασε η ωρα,
κι εγω μονη κοιμαμαι
.
Τῷ γριπεῖ Πελάγωνι πατὴρ ἐπέθηκε Μενίσκος
κύρτον καὶ κώπαν, μνᾶμα κακοζοίας
στον ψαρα Πελαγων ο πατερας του Μενισκος
τοποθετησς τη καρινα και το κουπι,
μνημα κακοριζικου
.
Ἀϊπάρθενοσ ἔσσομαι.
παντα παρθενα θα μεινω
.
.
Σαπφω-Ποιηματα.(μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης)
Sappho[Poems-translation c.n.couvelis]
.
Ατθις,η Μνασιδικη μας πολυ μακρια βρισκεται στις Σαρδεις
και θυμαται πως καποτε σαν θεα ηταν για μας
και ποσο αγαπουσαμε το τραγουδι της
και τωρα ειναι αναμεσα στις γυναικες της Λυδιας και λαμπει
σαν λαμπερο φεγγαρι που βγαινει μετα τη δυση του ηλιου
και το φως του χυνει πανω στην αρμυρη θαλασσα
και πανω στη πολυανθισμενη γη με τη δροσια στο χωμα
και τα τριανταφυλλα με τους λωτους ζωντανευουν
γεματα ανθη
κι οταν η πολυαγαπημενη μας,που'ναι μακρια στη ξενιτεια,
φερνει στο νου της την Ατθιδα τοτε η καρδια της πλημμυριζει
με τον καημο της νοσταλγιας τ'απαλο στηθος της
και μας φωναζει δυνατα να παμε εκει,
κι αυτο που φωναζει το ξερουμε καλα,κι εσυ κι εγω,
γιατι η νυχτα π'ολα τ'ακουει μας το φερνει εδω,
μεσ'απ'τη θαλασσα που μας χωριζει
.
αυτη εντυσε το σωμα της μ'ενα αραχνουφαντο πεπλο
.
γλυκεια μανουλα,δεν μπορω στον αργαλειο να υφανω,
την σαιτα να πεταξω,γιατι με διαλυσε ο ποθος για ενα αγορι,
απο θεληση της απαλης Αφροδιτης
.
καλα χαριεσσα
ομορφη χαριτωμενη
.
παρθενια,γιατι μ'εγκαταλειπεις;
ποτε,ποτε ξανα,δεν θα ξαναγυρισω σε σενα
.
Δικη,στεφανωσε τα ομορφα μαλλια σου
πλεκοντας ανθη με τ'απαλα χερακια σου
στις Χαριτες αρεσουν εκεινοι που στολιζονται
μ'ανθη
τους αλλους τους αποστρεφονται
.
ακομα,κοπελα μου,νοσταλγεις τη παρθενικη ηληκια;
.
δεν εχω κακια μεσα μου
παρα εχω τρυφεροτητα
.
χαιδευεις τ'απαλα στηθη της αγαπημενης
.
η'καποιαν αλλη αγαπησες περισσοτερο απο μενα
.
εμενα μ'εχεις ξεχασει
.
παλι ξανα με τρανταζει ο ερωτας
που τα μελη διαλυει
γλυκοπικρο αμαχητο ερπετο
.
αλλα εσυ Ατθις εμενα μ'αρνεισαι
με την Ανδρομεδα ερωτοτροπεις
.
εχω μια πανεμορφη κορη
που στη μορφη μοιαζει με τα χρυσανθεμα
την πολυαγαπημενη Κλειδα
που την αγαπω πιο πολυ απ'ολη τη Λυδια
.
ηθελες πραγματα καλα κι ησυχα
κι απ'το στομα σου δεν βγηκε κακος λογος
ντροπη δεν εδειξες στα ματια σου
αλλα ειλικρινα μιλησες γι'αυτο
.
πεθαινει Κυπρια ο ευγενικος Αδωνις
Τι πρεπει να κανουμε;
Χτυπηστε τα στηθια σας,κοπελες,
και τα ρουχα σας ξεσκιστε
.
μου λειπεις πολυ και σε λαχταραω
.
η καρδια της ψυχρανε
κι επεσαν τα φτερα της
.
η καρδια μου βαρυνε
και τα γονατα μου δεν με κρατουνε πια
αυτα που καποτε πετουσαν στο χορο
σαν ελαφακια
.
τα γλυκοφωνα φλαουτα με τις κιθαρες ταιριασμενα
και με τον ηχο των κρουστων
γλυκα τραγουδουσαν οι κοπελες το τραγουδι
κι ο θαυμαστος ηχος εφθανε στα ουρανια
.
φουστανι πολυχρωμμο
με κροκο βαμμενο
και πορφυρο
στεφανια
ομορφα
.
ηρθες ομορφια μου,εγω πολυ σε λατρευω
και δροσισες τη καρδια μου που ο ποθος τη καιει
.
για παντα θα'σαι πεθαμενη
δεν θα'ναι καμμια αναμνηση
για σενα στο μελλον
και τα τριανταφυλλα της Πιεριας
θα στερηθεις
θα τριγυρνας σκοτεινη στον Αδη
αναμεσα στις μαυρες ψυχες
των νεκρων
.
τωρα τ'απαλο καποτε σωμα μου
τα γηρατια το'χουν αρπαξει
τα μαλλια μου ασπρισαν
και πια μαυρα δεν ειναι
αυτη η κατασταση πολυ με βασανιζει
αλλα τι μπορω να κανω;
να μην γερασω,αφου ανθρωπος ειμαι,
ειναι αδυνατο
.
ονειρο,πανω στα σκοτεινα φτερα
.
και αυ η Δικα μου;
.
σ'αγαπουσα καποτε παλια,Ατθις,
μικρη και χαριτωμενη
.
ο ερωτας μου ταραξε το μυαλο
οπως ταραζει στα βουνα δυνατος ανεμος
τις βελανιδιες
.
πιο δροσερη απ'τη χλοη ειμαι
.
αυτο μου'λαχε,χρυσοστεφανη Αφροδιτη
.
ολα τ'αστρα ολογυρα της σεληνης
χανουν το φως τους καθως εκεινη βγαινει
γεματη φως κι αργυρη φωτιζει τη γη
.
πανεμορφα κεντητα παπουτσια της Λυδιας
στολιζαν τα ποδια της
.
δεν ξερω τι θελω,στα δυο χωριστηκε το μυαλο μου
.
ποτε δεν φανηκε στο φως του ηλιου κοπελα
που να'χει τη δικια σου σοφια
.
γιατι τοσο πολυ σε μαγεψε εκεινη η χωριατοπουλα
που δεν ξερει πως να φερει το φορεμα γυρω στους ωμους
.
Σαπφω,σ'αγαπω
.
Μικα,πολυαγαπημενη μου,
γλυκοφωνη ,λυγερη και δροσερη
.
πιο ομορφη η Μνασιδικη απο την απαλη Γυριννα
.
η Ατθις μου δεν θα ξαναγυρισει πια
κι εγω θελω να πεθανω
κι αυτη ειχε πολυ λυπη που μ'αφηνε
και μου'πε:Σαπφω,τι μεγαλη δυστυχια μας ετυχε;
σ'ορκιζομαι πως ειναι εναντια στη θεληση μου
να σ'αφησω
Κι εγω της αποκριθηκα:Τραβα το δρομο σου χαρουμενη
και να με θυμασαι,
γνωριζεις ποσο σ'αγαπουσα κι αν εσυ δεν θυμασαι
θα σου θυμισω ποσο ομορφη ηταν η ζωη μας
με στεφανια απο βιολετες και τριανταφυλλα στολισμενη
καθοσουν κοντα μου
και με περιδερεια ηταν στολισμενος ο λαιμος σου
και με μεθυστικα αρωματα ειχες αρωματισμενο το κορμι σου
κοντα μου
και ξαπλωμενη στ'απαλο στρωμα επινες γλυκα ποτα
και στις κοπελες αναβες τον ποθο
.
νομιζω πως για παντα θα μας θυμουνται οι ανθρωποι
.
κοπελα γλυκοφωνη
.
πιο πολυ γλυκοηχη απ'τη λυρα
και πιο χρυση απ'το χρυσο
.
οταν ο θυμος φουσκωνει να σκασει
στα στηθια σου
φυλαξε τη γλωσσα μην ξεστομισεις
απρεπα
.
και τωρα ομορφα γλυκα θα τραγουδησω
να ευχαριστησω τις κοπελες φιλες μου
.
λενε πως καποτε η Ληδα μεσα σ'ανθος υακινθου
βρηκε κρυμμενο εν'αυγο
.
Γελλω,η πιο αγαπημενη απ'τις κοπελες
.
αγαπημενε,
στο κρεβατι σου πηρες
νεωτερη κοπελα
δεν σου παραπονιεμαι
γιατι εγω εχω πια γερασει
.
αυτα για σενα Καλλιοπη
.
αφου δικια σου εχεις την ομορφη Ανδρομεδα,
Σαπφω,γιατι την Αφροδιτη παρακαλεις;
.
προαγγελος της Ανοιξης
το γλυκοφωνο αηδονι
.
η Λητω και η Νιοβη
ηταν πολυ φιλες
αγαπημενες
.
μητε μελι για μενα
μητε μελισσα
.
οπως το γλυκομηλο στην πιο μακρυνη
και ψηλη ακρη του κλαδιου
που το παρατησαν οι εργατες στη συγκομιδη
οχι πως το ξεχασαν
αλλα δεν μπορουσαν να τ'αρπαξουν
.
οπως πανω στα βουνα βοσκοι
ποδοπατουν ανθος υακινθου
και στο χωμα κατω μαραινεται
το πορφυρο ανθος
.
Υμεναιος
χτιστε ψηλο το σπιτι
γιατ'ειναι αντρειος ο γαμπρος
ψηλοτερος κι απ'τον πιο ψηλο αντρα
.
ευτυχισμενε γαμπρε,
καθως εσυ ηθελες ηρθε η ωρα
του γαμου σου
κι εχεις δικη σου την κοπελα
που λαχταρουσες
.
τετοια ματια!
.
καλον προσωπον
ομορφο προσωπο
.
αυτα που κσποιος λαχταραει
.
μ'ολες τις αποχρωσεις ταιριασμενα
.
γιατι αυτοι που ευεργετησα
σαν σκυλια με κυνηγουν;
.
τιποτα δεν εισαι για μενα
.
εδυσε η σεληνη
κι η Πουλια,μεσανυχτα,
περασ'η ωρα
κι εγω μονη μου κοιμαμαι
.
.
ΣΑΠΦΩ: 36. – Απόσπασμα 16 Lobel-Page
[για την Ανακτορια]
.
και ποσοο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
αλλοι το ιππικο λενε το ωραιοτερο ειναι
πανω στη σκοτεινη γη
αλλοι το πεζικο αλλοι το ναυτικο λενε
εγω ομως λεω εκεινο που καποιος αγαπα
και θα πω κατι π'ολοι θα το δεχτουν
εκεινη η πιο ωραια μεσα στους ανθρωπους
η Ελενη τον σ'ολα αξιο αντρα της αφησε
και μπηκε στο καραβι για την Τροια
κι ουτε για παιδι ουτε για συγγενεις ουτε για γονεις
για κανεναν δεν νοιαστηκε και παρασυρθηκε
απ'την αγαπη
ετσι και τωρα εγω την Ανακτορια φερνω στο μυαλο μου
που δεν ειναι εδω και μου λειπει
θελω να δω το λατρευτο της βημα
να δω τη λαμπερη λαμψη του προσωπο της
παρα τα αρματα των Λυδων να βλεπω
και τους πανοπλους πεζους να μαχονται
.
.
[Εις Ανακτοριαν]
Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
[5]καὶ γελαίσας ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-
σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον
[10]δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
[15]ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
.[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
οπως θεος μου φαινεται εκεινος ο αντρας
που καθεται απεναντι σου κι απο κοντα ακουει
τη γλυκεια φωνη σου και το λατρευτο σου γελιο
και πως χτυπαει στα στηθια μου η καρδια
και λιγο να σε κοιταξω η μιλια κοβεται
και η γλωσσα στο στομα μου δενεται
αμεσως καυτη θερμη καιγει το κορμι μου
και τιποτα δεν βλεπω και τιποτα δεν ακουω
τ'αυτια μου βουιζουν και ιδρωτας με λουζει
ολοκληρη τρεμω πιο χλωμη κι απ'το χορτο ειμαι
και μου φαινεται πως σε λιγο θα πεθανω
θα ξεψυχισω
.
.
Παραφραζοντας ποιηματα της Σαπφους-σελιδα 97
.
σε ζηταω αποψε
ποσους ποθους αγιατρευτους σκορπας
τ'ασπρο σα γαλα σωμα σου
ομορφια μου και πεθαινω
.
σαν τον δυνατο αερα
που στα βουνα τρανταζει τα δεντρα
μου ταραξε τα μυαλα ο ερωτας
.
Γυρισες
τοσο πολυ σ'ηθελα
σε λαχταρουσα
και το κορμι μου δροσισες
που το'καψε ο ποθος
.
απ'το κρινο πιο λευκη
κι απ'το νερο πιο δροσερη
κι απ'τη χλοη πιο απαλη
.
απ'το χρυσαφη πιο χρυση
κι απ'το μελι πιο γλυκια
κι απ'τη κιθαρα πιο μουσικη η φωνη σου
.
τυχερος μου φαινεται πως ειμαι
που απεναντι σου καθομαι
κι η γλυκα της φωνης σου με τρελενει
και το γελιο σου με ξελογιαζει
λιωνει στα στηθια η καρδια μου
σε κοιταζω και μου κοβεται η μιλια
κι η γλωσσα μου μπερδευεται
πυρετος μου καιει το κορμι για σενα
κλεινουν τα ματια μου θολωνουν
τ'αυτια μου βουιζουν δεν ακουω
το κορμι μου ιδρωτας το λουζει
τρεμω ολοκληρος και χλωμιαζω περισσοτερο
απ'το ξερο φυλλο ετοιμο απ'τα κλαρια να πεσει
κι η ψυχη μου κοντευει να βγει
.
το μυαλο της εδω γυριζει
σε μενα
οταν εδω ζουσαμε μαζι
κι εμοιαζε σα θεα
κι η πιο μεγαλη χαρα μου
το τραγουδι της ηταν
και το γελιο της
.
κι αναμεσα στις αλλες γυναικες
η ομορφια της ξεχωριζει
οπως οταν ο ηλιος δυσει
και το λαμπρο φως της σεληνης
ολα τ'αλλα αστρα σκοτεινιαζει
ετσι και κεινη λαμπει αναμεσα
στις αλλες γυναικες και ξεχωριζει
.
κι οταν εισαι εσυ σιμα μου
τα τριανταφυλλα μοσχοβολουν
και τα γιοσεμια ολουθε ανθιζουν
.
σε ζηταω
κι η καρδια μου τρεμει
.
πανω στ'απαλα σεντονια ξαπλωμενη
κοιμοσουν
κι εγω το κεφαλι μου ακουμπουσα
στα τρυφερα κι ευωδιαστα στηθια σου
να'τανε εκεινη η νυχτα να βαστουσε αιωνια
.
πως περασε η ωρα
νυχτα περασμενα μεσανυχτα
το φεγγαρι χαθηκε κι η Πουλια
κι εγω κοιμαμαι εδω μοναχη
κι ερημη
κι ο ερωτας μ'αρπαξε και με τρανταξε
οπως δυνατος αερας
απ'τα βουνα χυμαει πανω στα δεντρα
και τα ξεριζωνει
.
.
[ΑΛΚΑΙΟΣ]ΓΙΑ ΤΗ ΣΑΠΦΩ-χ.ν.κουβελης
κοπελα με τα ροδαλα μαγουλα
ο ποθος τα στηθια σου βαραινει
και τις νυχτες δεν σ'αφηνει να κοιμηθεις
ν'ανασανεις
.
.
Sappho's Intimacy Private-Diary-c.n.couvelis
Ψαπφας Ημερολογιο-χ.ν.κουβελης
-η καλη μου Ανακτορια μου φαινεται στην ομορφια ιση της Αφροδιτης,
γλυκεια η φωνουλα της.πως ψιθυριζει.τα λαμδα και τα ρο της.ο κορφος
της μυριστικος κηπος.το κελαρυστο γελιο της πως με τρελενει.λεπτα τα
δαχτυλα των χεριων της .κρινοδαχτυλα.κι η φωνη μου πιανεται σαν μπαινει
μεσα στο δωματιο.εγω την κοιταζω κρυφα και παει η καρδια μου να σπασει
στα στηθη μου.σαν τ'αστρα που χανουν το φως τους γυρω απ'την σεληνη
σαν εκεινη βγαινει ολοφωτη στον σκοτεινο ουρανο κι ολα τα φωτιζει νερα
της θαλασσας μηλιες και δεντρα του κηπου.και το γυμνο ωμο της φωτιζει
αργυρο.''απ'τον ουρανο κατεβηκες,καλη μου;''την ρωταω και ταραζομαι.και
μ'ανθη της Ανοιξης και του Μαη στολιζω με στεφανι τα μαλλια της.''Ψαπφα,
ποια περισσοτερον αγαπας,εμενα η'την Ατθιδα η'την Τελεσιππα,ποια περισ-
σοτερο φροντιζεις;''με ρωταει με γλυκεια απαλη φωνη.''εσενα,λατρευω,αγαπη-
μενη''της αποκρινομαι.και βλεπω τα κοκκινα σαν κερασια χειλια της να χαμο-
γελουν.και τοτε για να την ευχαριστησω της τραγουδαω στιχους μου.
Αστέρες μέν ἀμφι κάλαν σελάνναν
ἆιψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπης
ἀργύρια γᾶν
τοτε η Ανακτορια μου γελαει ευτυχισμενη.κάλαν σελάνναν.φάεννον εἶδος
μάλιστα λάμπης.και σηκωνεται.πως περπαταει η φιλη μου σαν περδικα.
θαυμασια βηματιζει ἔρατόν τε βᾶμα.στον καθρεφτη μπροστα πηγαινει και
καθεται.ισοθεη.κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω.το φεγγοβολημα του
προσωπου της με μαγνητιζει.ο αρωματικος χειμμαρος των βοστρυχων της.
ο περηφανος ασπρος λαιμος της.τα τριανταφυλλα μαγουλα της.η κομψη
μυτουλα της.πως ολα τ'αγαπαω.κι εγω μαγεμενη την πλησιαζω και στ'αυτακι
της ψιθυριζω τρεμοντας:
Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
ποσον πολυ αυτο της αρεσει της καλης μου Ανακτοριας.περιτεχνα τα πεδιλα
στα ποδια της.πως αγκαλιαζουν τα δαχτυλακια της.και ποθηω και εραομαι.
να φιλησω.΄'κατι θελω να σου πω,αλλα ντρεπομαι''.με κοιταξε βαθεια στα ματια.
κοκκινησα.''τι θελεις;''την ακουσα μισολυποθυμισμενη να λεει.''θέλω τί τ᾽ εἴπην,
ἀλλά με κωλύει αἴδως.''.επανελαβα χαμηλοφωνα.''Πεστο μου ν'ακουσω''την ακου-
σα να λεει κι ετρεμα.
''Eροs δ’ετιναξε µοι φρεναs , ω ανεµοs
κατ’ οροs δρυσιν εµπετων''
''Ψάπφοι,της ανοιξης καλλικελαδη αηδονα μου''.μου ειπαν τα χειλακια της.
και λαχταρησα σαν τρυγωνα.τολμησα κι αγγιξα ἀπάλᾳ δέρα.ὂν δ᾿ ἔφλυξας ἔμαν
φρένα καιομέναν πόθωι.καηκα αναψε το κορμι μου εχασα τα μυαλα μου.κι επει-
τα στη νυχτα που να'ταν ποτε να μην τελειωνε
δαύοις ἀπάλας ἐτάρας
ἐν στήθεσιν
καὶ στρώμναν ἐπὶ μολθάκαν
ἀπάλαν...
ἐξίης πόθον...
στα χερια μου την κρατουσα και την αγκαλιαζα
οπως η ροδοδαχτυλος σεληνη μετα τη δυση του ηλιου
ειναι αναμεσα στ'αστρα και περιλουζει με το φως της
την αλμυρη θαλασσα και την πολυανθισμενη γη
καλη δροσια χυνεται,βλαστιζουν τα ροδα και οι μελωμενοι
λωτοι γεμιζουν ανθια
ετσι ηταν η Ανακτορια στο κρεβατι μου
ὠς ὄτ᾽ ἀελίω δύντος ἀ βροδοδάκτυλος σελάννα
πάντα περρέχοισ᾽ ἄστρα, φάος δ᾽ ἐπί[10]σχει θάλασσαν
ἐπ᾽ ἀλμύραν ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις.
ἀ δ᾽ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθάλαισι δὲ βρόδα
κἄπαλ᾽ ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης.
κι ειπα βαθεια μεσα μου
Ευτυχισμενη ειμαι,ο γαμος εγινε οπως το ποθουσα
και την κορη εχω που τοσο ηθελα
κι εκεινης της φιλης ψιθυρισα
χαριτωμενη εχεις μορφη,τα ματια σου,κοπελλα μου,
γλυκα σα μελι κι ο ερωτας στο ποθητο σου προσωπο χυνεται
ναι
ετσι εμενα εξοχα με τιμησε η Αφροδιτη
Ὄλβια , σοὶ μὲν δὴ γάμος ὠς ἄραο
ἐκτετέλεστ᾽, ἔχηις δὲ πάρθενον, ἂν ἄραο.
σοὶ χάριεν μὲν εἶδος, ὄππατα δ᾽ ἐστί, νύμφα,
μέλλιχ᾽, ἔρος δ᾽ ἐπ᾽ ἰμέρτωι κέχυται προσώπωι.
[5]...τετίμακ᾽ ἔξοχά σ᾽ Ἀφροδίτα.
.
.
-τωρα τι να γραψω η δυστυχη;
εδυσε η σεληνη κι η Πουλια εδυσε κι αυτη
μεσανυχτα,περασ'η ωρα,κι εγω μονη κοιμαμαι
εμενα μ'εχεις ξεχασει ,Ανακτορια,
και με περιφρονεις κι αλλου αγαπας
και δεν σε νοιαζω πια
θελω τωρα να πεθανω
και,να,βλεπω τους δροσερους λωτους
στις οχθες του Αχεροντα
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληίαδες· μέσαι δὲ
νύκτες, παρὰ δ᾽ ἔρχετ᾽ ὤρα·
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.
... ἔμεθεν δ'ἔχῃσθα λάθαν
[Ανακτορια]σοὶ δ'ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο
φροντίσδην, ἐπὶ δ' [αλλαν] πότᾳ
[μᾶλλον] ἀνθρώπων ἔμεθεν φίλησθα
κατθάνην δ’ ἴμερός τις [ἔχει με καὶ
λωτίνοις δροσόεντας [ὄ-
χ[θ]οις ἴδην Ἀχερ[
.
.
πολυ πακτιδος αδυμελεστερα Σαπφω-χ.ν.κουβελης
πρεπει στις φιλες που'ναι πιο δροσερες απ'τη χλοη
να τραγουδησει γλυκα τραγουδια
ταὶς κάλαισιν που πορφυρα φορανε ρουχα
η ομορφη Δικα με τ'απαλα χερακια κι οι αλλες κοπελλες
με στεφανια απο μενεξεδες και τριανταφυλλα πλεγμενα
στα μαλλια
ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα Ατθις
μονο η Ατθις γνωριζει πως μεσα της την τρωει η σκεψη
της Μνασιδικης που βρισκεται μακρυα περα στους Λυδους
και που σαν την σεληνη λαμπει οταν πεσει η νυχτα
και χυνει το φως της πανω στα νερα και μεσα στους
κηπους ολα τα φωτιζει δεντρα και λουλουδια
και μονη εδω η Ψαπφα ζει στο σκοταδι
παρατημενη
.
.
Η ΣΑΠΦΩ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΧΑΣ Η'ΡΟΔΩΠΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ
ΕΙΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ-χ.ν.κουβελης
καθολου δεν ντραπηκε η Σαπφω και παρατησε
τη μελιχροα ποιηση της και τα οτωι τις εραται
τα έγω δε φίλημμ'αβροσύναν τα Έρος δ'ετίναξέ μοι φρένας
τα δαύοις απάλας ετάρας εν στήθεσιν τι ανοησιες
και μεταχειρισθηκε λογια της αγορας του λιμανιου
να περιλαβει τη Ροδωπη μια κοινη γυναικα
απ'αυτες τις πολλες εταιρες,τις πουτανες δηλαδη,
που ελευθεριαζουν στη Ναυκρατη της Αιγυπτου
που ξεμυαλισε εκεινον τον ανοητο τον αδερφο της τον Χαραξο
και θα του φαει ολα τα λεφτα και θα τον αφησει στον ασσο
στα λουσα και χρυσαφικα και περιδεραια και μπιζου και αρωματα ακριβα
και μεταξωτα εσωρουχα,σιγα τη ροδομαγουλη τη ροδωπη μια Δωριχα ειναι,
κοινο τοις πασι πως οι τετοιες βαζουν ψιμυθι στα μαγουλα
και τα χρωματιζουν και στα βυζια βαζουν προσθετα να τα μεγαλωσουν
να γινουν θελκτικες στους αντρες,α η Δωριχα κι εχει πληρωσει αταλαντους
ποιητες μυθογραφους να διαδωσουν το δηθεν μπανιο της τα χρυσα σανδαλια
τον αετο που τ'αρπαξε και τα πεταξε στα ποδια του φαραω Ψαμμητιχου
κι εκεινος την εψαξε σ'ολη την Αιγυπτο κι οταν την βρηκε θαμπωθηκε
και την παντρευτηκε και της εχτισε μαλιστα μια πυραμιδα,
ενα μεγαλο κι ασυστολο ψεμα,ακους προς τιμη αυτης της ξεβρακωτης
μια πυραμιδα,
α την πουτανα που θα της χαριζονταν,ας πει ο Χαραξος οτι θελει
κι ας θυμωσει κι ας την κατακρινουν οι κριτικοι,δεν τη νοιαζει
και ας της παρουν πισω τον τιτλο της ενατης μουσας ,δεν τον θελει
κι ας της πουν πως ξεχασε τα δικα της, για τις αγαπες με τον Αλκαιο
για το ξεμυαλισμα με τον Φαων και να ξερουν
πως πια δεν την ενδιαφερουν οι φιλες της ουτε η Ατθιδα
ουτε η Αριγνωτα ουτε η Τελεσιππα ουτε η Μεγαρα ουτε η Μνασιδικα
καμια
εδω το σπιτι της καιγεται
.
.
.