.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-μεταφράζοντας
-Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Κ' 19-29
-Η ψηλάφησις τού Θωμά-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Κ' 19-29
-Η ψηλάφησις τού Θωμά-
όταν λοιπόν βραδυασε την ημέρα εκείνη την πρώτη τής εβδομάδας και ενώ οι πορτες ήταν κλεισμενες όπου ησαν οι μαθητες μαζεμενοι από το φόβο τών Ιουδαίων ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και λέει σ'αυτους,
ησυχαστε,
κι αυτό αφού είπε έδειξε σ'αυτους τα χέρια και την πλευρά του,τότε λοιπόν χάρηκαν οι μαθητές βλέποντας τον Κύριο,
τότε λοιπόν είπε σ'αυτους ο Ιησούς πάλι,
ησυχαστε,
όπως εμενα έστειλε ο πατέρας έτσι κι εγώ εσας θα στείλω,
κι αυτό αφού είπε τους
εμφύσησε και λέει σ'αυτους,
λάβετε το Πνεύμα το Άγιο,
αν κάποιων συγχωρέσετε τις αμαρτίες,τότε θα συγχωρεθουν σ'αυτους,
αν κάποιων τις κρατησετε,τότε θα κρατηθούν,
τότε ο Θωμάς ένας από τούς δώδεκα,ο λεγόμενος Δίδυμος,δεν ήταν μ'αυτους όταν ήρθε ο Ιησούς,
είπαν λοιπόν σ'αυτον οι άλλοι μαθητές,
έχουμε δει τον Κύριο,
τότε αυτος είπε σ'αυτους,
αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι τών καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλο μου στο σημάδι τών καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στη πλευρά του,δεν θα πιστέψω,
και μετά από οκτώ μέρες πάλι ήσαν μέσα οι μαθητές αυτού και ο Θωμάς μ'αυτους,τότε έρχεται ο Ιησούς ενω οι πόρτες ήταν κλεισμενες,και σταθηκε
στη μέση και είπε,
ησυχαστε,
έπειτα λέει στον Θωμά,
έλα φέρε το δάκτυλο σου εδώ και δες τα χέρια μου,και φερε το χέρι σου και βάλτο στη πλευρά μου,
και μη γινεσε άπιστος,αλλά αυτός που πιστεύει,
και αποκριθηκε ο Θωμάς και είπε σ'αυτον,
ο Κύριος μου και ο Θεός μου είσαι,
τότε λέει σ'αυτον ο Ιησούς,
επειδή με ειδες,έχεις πιστέψει,
μακάριοι αυτοί που δεν είδαν και πίστεψαν.
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.
εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.
καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον·
ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.
Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.
καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.
λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
.
.
.