.
.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ-χ.ν.κουβελης-2
.
Αλκμαν-Αγιδω και Αγησιχορα-Παρθενειον-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΑΛΚΜΑΝ-''Εις Αρτεμιν Ορθιαν''Παρθενειον Αγιδως και Αγησιχορας χορικον
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
ΑΛΚΜΑΝ ΛΥΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ[Σπαρτη ,μεσα 7ου αι.π.Χ]
Ο Αλκμαν,ποιητης ακμασε στα μεσα του 7ου αι.π.Χ στη Σπαρτη[την 27η Ολυμπιαδα
672-668 π.Χ κατα το Λεξικο της Σουδας],αρχαιες μαρτυριες αναφερουν πως ηταν Ιωνας
απο τις Σαρδεις της Λυδιας,στη Σπαρτη πηγε λογω καποιου χρησμου η'πουληθηκε
σαν δουλος,ηταν διαμορφωτης της χορικης ποιησης,οι Αλεξανδρινοι γραμματικοι
χωρισαν το εργο του σε 6 βιβλια,αυτα περιεχουν υμνους,παιανες,υπορχηματα,σκολια,
παρθενεια,εγραφε και τη μουσικη και χορογραφουσε τις κινησεις των χορικων του.
Το 1855 σε ταφο κοντα τη δευτερη πυραμιδα της Γκιζας στην Αιγυπτο ο γαλλος
αιγυπτιολογος Mariette βρηκε παπυρο με παρθενειο του Αλκμανα 101 στιχων,
''Εις Αρτεμιν Ορθιαν'' ,αυτο μαλλον ειχε 140 στιχους και αποτελουνταν απο 10 η' 12
στροφες,εχουν σωθει μονο οι 7''
.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΠΠΟΚΟΩΝΤΙΔΩΝ[αρχικοι στιχοι του Παρθενειου
''Εις Αρτεμιν Ορθιαν'' του Αλκμανα]
Χορος 11 παρθενων με κορυφαιες του χορου τις φιλες Αγιδω και Αγησιχορα αρχικα ψαλλει
την επικη συγκρουση του ηρωα Ηρακλη με τους Ιπποκοωντιδες,τον Ιπποκοωντα και τους
12 γιους του.Στο παρθενειο εχουμε τα ονοματα:Λυκαιος,Ενασφορος,Σεβρος,Αλκιμος,
Ιπποθοος,Ευτειχης,Αρηιος,Σκαιος,Ευρυτος,Αλκωνας.
Ο Ιπποκοωντας ηταν ο μεγαλυτερος γιος του βασιλια της Σπαρτης Οιβαλου και της νυμφης
Βατειας,νοθος,η'της βασιλισας Γοργοφονης,νομιμος γιος,τ'αλλα μικροτερα αδερφια του
ηταν ο Τυνδαρεω και ο Ικαριος.Μετα το θανατο του πατερα τα τρια αδερφια διαφωνησαν
για την εξουσια,δυνατοτερος ο Ιπποκοωντας τους εκδιωξε με τη βοηθεια των 12 παιδιων
του.Ο Τυνδαρεω με τον Ικαριο κατεφυγαν στην Πλευρωνα της Αιτωλιας στον Θεστιο.
Απο εκει ο Ικαριος πηγε στην Ακαρνανια,παντρευτηκε την Πολυκαστη κορη του Λυγαιου
κι απεκτησε τον Αλυζεα,τον Λευκαδιο και την Πηνελοπη,που παντρευτηκε τον Οδυσσεα.
Ο Ιπποκοωντας και οι γιοι του ηταν πολυ σκληροι και καποτε ο Ηρακλης θυμωσε μαζι τους,
ειτε γιατι συμμαχησαν με τον Νηλεα εναντιον του ειτε γιατι αρνηθηκαν τον εξαγνισμο του
μετα τον φονο του Ιφιτου ειτε γιατι σκοτωσαν τον εξαδερφο του Οιωνο του Λικυμνιου,
και εκστρατευσε εναντιον τους.Τραυματιστηκε ομως και υποχωρησε.Επανηρθε και
με την βοηθεια του Κηφεα και των παιδιων του στη μαχη που εγινε σκοτωθηκε
ο Ιπποκοωντας και οι 12 γιοι του.Μετα απ'τη νικη εφερε τον Τυνδαρεω στην εξουσια
της Σπαρτης.Ο Τυνδαρεω παντρευτηκε την ομορφη Ληδα κορη του Θεστιου της Πλευ-
ρωνας κι αυτη γεννησε την Ελενη και τον Πολυδευκη απο την ενωση της με τον Δια
με μορφη κυκνου,το ενα αυγο, και τον Καστορα και την Κλυταιμνηστρα με τον Τυνδαρεω,
απο το αλλο αυγο.Ο Καστορας και ο Πολυδευκης ονομαζονται Διοσκουροι.
Στο χορικο,στους πολεμιστες αναφερεται και το ονομα Πωλυδευκης,φαινεται πως
ο Πολυδευκης και ο Καστορας πολεμησαν με τον Ηρακλη τους Ιπποκοωντιδες για το
δικαιο του πατερα τους Τυνδαρεω.
Πιθανον,το Πωλυδευκης,να ειναι ονομα γιου του Ιπποκοωντα.
.
ΤΟ ΠΑΡΘΕΝΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΔΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΗΣΙΧΟΡΑΣ[οι επομενοι στιχοι
του Παρθενειου ''Εις Αρτεμιν Ορθιαν'' του Αλκμανα]
Στη Σπαρτη οι παρθενες,τα νεαρα κοριτσια,συγκεντρωνονταν στα ιερα εξω απο την
πολη και συζουσαν,το ιδιο συνεβαινε και με τα νεαρα αγορια,εκει τα εκπαιδευαν
καταλληλα για την μετεπειτα ενηλικη ζωη τους,ερωτικη και κοινωνικη.
Σε ενα απο αυτα τα ιερα,το ιερο της Ορθιας Αρτεμιδας,του Ορθρου,της Αωτις,της Αως,
της Αυγης,ο χορος 11 νεανιδων με κορυφαιες τις αγαπημενες φιλες Αγιδω και Αγησιχορα
σε μια γαμηλια τελετουργια,απο τα μεσανυχτα μεχρι το ξημερωμα,επαινει την ομορφια
των δυο κοριτσιων,συγκρινοντας την με τον χρυσο,με τον ηλιο,με τον αργυρο,με την
ταχυτητα των αλογων,του ιβηνου και του κολαξαιου,και πως ουτε ο μεγαλος πλουτος θα
τις δελεασει να χωρισουν,ουτε η ομορφια των αλλων κοριτσιων,ουτε της Ναννως,ουτε
της Αρετας,ουτε της Συλακης ουτε της Κλεησισηρας,θα τις γοητευσει,ουτε πια θα
ζητησουν ερωτικες συμβουλες απο την εμπειρη δασκαλα Αινησιμβροτα,οπως πριν
εκαναν,αν θα τραβηξουν και πως το ενδιαφερον ειτε της Ασταφιδας ειτε της Φιλυλλας
ειτε της Δαμαρετας ειτε της Ιανθεμης,
τωρα η Αγιδω αγαπα την Αγησιχορα,και η Αγησιχορα φιλει την Αγιδω.
Αν και η Αγιδω ειναι ομορφοτερη απο την Αγησιχορα ,στην ομορφια της Αγησιχορας
αναφερονται πολυ περισσοτεροι στιχοι στο χορικο,ισως για να αναπληρωθει το ελλειμα
και να υπαρξει ισορροπια,εναρμονιση του ζευγαριου των παρθενων.
Χορος 11 παρθενων εναντι σε χορο 10.Ισως στο α'μερος της τελετουργιας χορευαν και
τραγουδουσαν ολες μαζι,στο β'μερος χωριζονταν σε δυο ομαδες απ'τις οποιες η μια
χορευε κι η αλλη τραγουδουσε και στο γ'μερος η κορυφαια του χορου η χοροστατις
τραγουδουσε κι οι αλλες χορευαν.
Ο ποιητης,ο Αλκμαν,καθοριζε την χορογραφια των κινησεων και την μιμητικη του χορου
και την μουσικη υποκρουση με φορμιγγα,η'αυλο,η λυρα.
.
.
ΑΛΚΜΑΝ-''Εις Αρτεμιν Ορθιαν''Παρθενειον Αγιδως και Αγησιχορας χορικον
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
]Πωλυδεύκης·
οὐ μόνο]ν Λύκαιϝον ἐν καμοῦσιν ἀλέγω
ἀλλ’ Ἐνα]ρσφόρον τε καὶ Σέβρον ποδώκη
Ἀλκιμό]ν τε τὸν βιατὰν
Ἱππόθω]ν τε τὸν κορυστὰν 5
Εὐτείχη] τε ϝάνακτά τ’ Ἀρήιον
]ά τ’ ἔξοχον ἡμισίων·
καὶ ]ν τὸν ἀγρόταν
Σκαῖον] μέγαν Εὔρυτόν τε
Ἄρεος ἂν] πώρω κλόνον 10
Ἄλκωνά] τε τὼς ἀρίστως
οὐδ’ ἁμῶς] παρήσομες
κράτησε γ]ὰρ Αἶσα παντῶν
καὶ Πόρος] γεραιτάτοι
σιῶν· ἀπ]έδιλος ἀλκὰ 15
μή τις ἀνθ]ρώπων ἐς ὠρανὸν ποτήσθω
μηδὲ πη]ρήτω γαμῆν τὰν Ἀφροδίταν
Κυπρίαν F]άν[α]σσαν ἤ τιν’
] ἤ παίδα Πόρκω
εἰναλίω· Χά]ριτες δὲ Διὸς δόμον 20
ἀμφιέπου]σιν ἐρογλεφάροι·
]τάτοι
]τα δαίμων
]ι φίλοις
ἔδ]ωκε δῶρα 25
]γαρέον
]ώλεσ’ ἥβα
]ρονον
μ]αταίας
]έβα· τῶν δ’ ἄλλος ἰῷ 30
]μαρμάρῳ μυλάκρῳ
] .εν Ἀΐδας
]αυτοι
]’πον· ἄλαστα δὲ
Fέργα πάσον κακὰ μησαμένοι. 35
ἔστι τις σιῶν τίσις·
ὁ δ᾿ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων
ἁμέραν [δι]απλέκει
ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾿ ἀείδω
Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ 40
ϝ᾿ ὥτ᾿ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν
Ἀγιδὼ μαρτύρεται
φαίνην· ἐμὲ δ᾿ οὔτ᾿ ἐπαινῆν
οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς
οὐδ᾿ ἁμῶς ἐῆι· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα 45
ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις
ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον
παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα
τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων.
.
ἦ οὐχ ὁρῆις; ὁ μὲν κέλης 50
Ἐνητικός· ἁ δὲ χαίτα
τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς
Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ
χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·
τό τ᾿ ἀργύριον πρόσωπον, 55
διαφάδαν τί τοι λέγω;
Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·
ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾿ Ἀγιδὼ τὸ ϝεῖδος
ἵππος Ἰβηνῶι Κολαξαῖος δραμήται·
ταὶ Πεληάδες γὰρ ἇμιν 60
Ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίαν ἅτε σήριον
ἄστρον ἀυηρομέναι μάχονται.
.
οὔτε γάρ τι πορφύρας
τόσσος κόρος ὥστ᾿ ἀμύναι, 65
οὔτε ποικίλος δράκων
παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα
Λυδία, νεανίδων
ἰανογ [λ] εφάρων ἄγαλμα,
οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι, 70
ἀλλ᾿ οὐ[δ᾿] Ἀρέτα σιειδής,
οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,
οὐδ᾿ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·
Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο
καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα 75
Δαμαρ[έ]τα τ᾿ ἐρατά τε ϝιανθεμίς·
ἀλλ᾿ Ἁγησιχόρα με τηρεῖ.
.
οὐ γὰρ ἁ κ[α]λλίσφυρος
Ἁγησιχ[ό]ρ[α] πάρ᾿ αὐτεῖ,
Ἀγιδοῖ [δ᾿ ἴκτ]αρ μένει 80
θωστήρ[ιά τ᾿] ἅμ᾿ ἐπαινεῖ;
ἀλλὰ τᾶν [εὐχάς], σιοί,
δέξασθε· [σι]ῶν γὰρ ἄνα
καὶ τέλος· [χο]ροστάτις,
ϝείποιμί κ᾿, [ἐ]γὼν μὲν αὐτὰ 85
παρσένος μάταν ἀπὸ θράνω λέλακα
γλαύξ· ἐγὼ[ν] δὲ τᾶι μὲν Ἀώτι μάλιστα
ϝανδάνην ἐρῶ· πόνων γὰρ
ἇμιν ἰάτωρ ἔγεντο·
ἐξ Ἁγησιχόρ[ας] δὲ νεάνιδες 90
ἰρ]ήνας ἐρατ[ᾶ]ς ἐπέβαν.
.
τῶ]ι τε γὰρ σηραφόρωι
αὐ]τῶς εδ[
τ[ῶι] κυβερνάται δὲ χρὴ
κ[ἠ]ν νᾶϊ μάλιστ᾿ ἀκούην· 95
ἁ δὲ τᾶν Σηρην[ί]δων
ἀοιδοτέρα μ[ὲν οὐχί,
σιαὶ γάρ, ἀντ[ὶ δ᾿ ἕνδεκα
παίδων δεκ[ὰς ἅδ᾿ ἀείδ]ει·
φθέγγεται δ᾿ [ἄρ᾿] ὥ[τ᾿ ἐπὶ] Ξάνθω ῥοαῖσι 100
κύκνος· ἁ δ᾿ ἐπιμέρωι ξανθᾶι κομίσκαι
.
.
]Πολυδευκης
οχι μονο τον Λυκαιο στους παθοντες συγκαταλεγω
αλλα και τον Ενα]σφορο και τον Σεβρο τον γοργοποδαρο
και τον Αλκιμο τον σωματοδυναμο
και τον Ιπποθοο τον κρανοφορο 5
και τον Ευτειχη και τον βασιλια Αρηιο
κι εξοχο στους ημιθεους
και τον παρα πολυ αγριο
Σκαιο και τον Ευρυτο
τ'Αρη ο τρομερος κλονισμος 10
και τον Αλκωνα μεσ'στους αριστους
καθολου να μην προσπερασουμε
επικρατησε το Πεπρωμενο παντων
και Πορος]οι αρχαιοτατατοι
των θεων.ανεμποδιστη δυναμη
μην καποιος απ'τους ανθρωπους στον ουρανο θα πατησει
μην επιχειρισει να κανει γυναικα την Αφροδιτη
την Κυπρια βασιλισσα η'καποια
η'κορη απ'του Πορκου
του θαλασσιου.οι Χαριτες στου Δια το παλατι 20
περιφερονται οι ομορφοβλεφαρες
]τάτοι
]τα δαίμων
]ι φίλοις
ἔδ]ωκε δῶρα 25
]γαρέον
]ώλεσ’ ἥβα
]ρονον
μ]αταίας
απ'αυτους αλλος με βελος
με μαρμαρινη μυλοπετρα
στον Αδη
αυτοι
ασυγχωρητα
εργα επραξαν κακα στο νου σκεπτομενοι 35
.
ειναι αυτη των θεων τιμωρια.
ευτυχισμενος,οποιος ευχαριστα
την ημερα πλεκει
ακλαυτα.εγω δε τραγουδω
της Αγιδως το φως.την βλεπω 40
σαν ηλιο,που σε μας
η Αγιδω αποκαλυπτει
το φεγγος.εμενα ουτε να την παινεσω
ουτε να την κατηγορησω η θαυμαστη κορυφαια του χορου
καθολου δεν μ'αφηνει.πρεπει να τιμησω αυτη 45
π'αναμεσα μας ξεχωριζει οπως
σε βοσκηματα ζωα υπερεχει αλογο
γερο αθλοφορο ταραχωποδο
των φτερωτων ονειρων
.
αυτη δεν την βλεπεις;αλογο ιππασιας 50
ενετικο.η χαιτη
της ξαδερφης μου
Αγησιχορας ανθιζει
σαν καθαρος χρυσος
και τ'αργυρο προσωπο, 55
με τα λογια τι να σου λεω
η Αγησιχορα αυτη'ναι.
η δευτερη μετα την Αγιδω στην οψη
αλογο μ'ιβηνο κολαξαιο θα τρεξει.
οι Πληιαδες περιστερες οταν εμεις 60
στην Ορθρια Αρτεμη αλετρι κουβαλουμε
μεσ'στην αθανατη νυχτα τοτε του Σειριου
τ'αστρο να σηκωσουν αγωνιζονται
.
ουτε της πορφυρας
ο τοσσος πλουτος να μας κρατησει μακρια 65
ουτε περιτεχνος δρακος
πολυχρυσος,ουτε κεφαλης καλυμμα
της Λυδιας,των κοριτσιων
των κυανοβλεβαρων η χαρα,
ουτε της Ναννως τα μαλλια, 70
αλλ'ουτε η Αρετα η θεικη,
ουτε η Συλακη και η Κλεησισηρα,
ουτε στην Αινησιμβροτα εκει να πας να πεις.
η Ασταφιδα δικη μου να γινει
και να μου ριχνει το βλεμμα της η Φιλυλλα 75
κι η Δαμαρετα κι η αξιαγαπητη η Ιανθεμη
αλλα η Αγησινορα με λιωνει.
.
η με τους ωραιους αστραγαλους
Αγησιχορα δεν ειναι σε μενα
στην Αιγιδα κοντα καθεται 80
και τα ευχαρηστηρια υμνει
τις ευχες,θεοι,
δεχτητε,των θεων η αρχη
και το τελος.κορυφαια του χορου,
και για μενα να πω,εγω'μαι μια 85
παρθενος π'ανωφελα απ'τη στεγη φωναζω
σαν κουκουβαγια.εγω την θεα της Αυγης πολυ
να ευχαριστησω θελω.στους πονους
σε μας θεραπευτρια εγινε.
για χαρη της Αγησιχορας τα κοριτσια 90
τις αρμονιες τις γλυκειες τραγουδανε
.
πλαι στ'αλογο που συρει τ'αρμα
τ'αλλα πρεπει να τρεχουν
και στον καπετανιο πρεπει
σ'εκεινο το πλοιο καλα ν'υπακουν. 95
απ'τις Σειρηνες
καλυτερα δεν τραγουδουν,
αυτες θεες ειναι,απεναντι σ'εντεκα
κοριτσιων δεκαδα γλυκα τραγουδα
κελαηδαει οπως στου Ξανθου τα τρεχουμενα νερα 100
κυκνος.κι αυτη με τ'ανεμιστα ξανθα μαλλια
.
.
.
αρχαικο νυχτερινο στη Σαπφω-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Σαπφω,τι παρακαλεις;-χ.ν.κουβελης
σεληνη απ'ολα τ'αστρα ωραιοτερη
λαμπερη
σαν δυει ο ηλιος
γυρω σου ολα τ'αστερια χλωμιαζουν
και το φως σου χυνεις πανω στη θαλασσα
και στην ανθισμενη γη δροσια πεφτει
κι οι μελιλωτοι γεμιζουν ανθοι
ω ομορφη ω χαριτωμενη κορη καλλιφωνη
πως λαμπει το προσωπο σου
νυφη παρθενα χαιρε
ο ερωτας εμενα τρανταζει
και μου διαλυει τα μελη
γλυκος πικρος ανικητος
Σαπφω,τι παρακαλεις;
να μιλησω δεν μπορω λεξη να πω
ιδρωτας με λουζει ολοκληρη ο τρομος μ'αρπαζει
πιο χλωμη κι απ'το χορταρι εγινα
ο ερωτας μου τρανταζει το μυαλο
οπως ο δυνατος ανεμος απ'τα βουνα ορμωντας
τσακιζει τα δεντρα
χαθηκε το φεγγαρι
κι η Πουλια εδυσε,μεσανυχτα,
περναει η ωρα,
κι εγω μονη κοιμαμαι
εσυ μ'εχεις ξεχασει
.
σελ]άννα ἀστέρων πάντων η κάλλιστος
αργυρια
ὤς ποτ’ ἀελίω
δύντος
πάντα παρρέχοισ’ ἄστρα φάος δ’ ἐπί-
σχεις θάλασσαν ἐπ’ ἀλμύραν
ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις·
ἀ δ’ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθά-
λαισι δὲ βρόδα κἄπαλ’ ἄν-
θρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης·
ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα
πάρθενον ἀδύφωνον
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
νύμ]φη παρθενία χαῖρε ἄπαλο̣ν χρόα
Ἔρος δηὖτέ μ'ὀ λυσιμέλης δόνει,
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
Ψάπφοι, τί κά[λεις;
θέλω τί τ'εἴπην ἀλλά [γλωσ]σ'με κωλύει
ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποία
Ερος δ'ετιναξε μοι φρενας,
ως ανεμος κατ'ορος δρυσιν εμπετων
Δεδυκε μεν α σελαννα
και Πληιαδες ,μεσαι δε νυχτες,
παρα δ'ερχετ'ωρα,
εγω δε μονα κατευδω.
Εμμεθεν δ'εχεισθα λαθα
.
.
.
Μινωας-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Ωριων-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Τιτυος-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Τανταλος-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Σισυφος-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
.
.
ΜΙΝΩΟΣ ΩΡΙΩΝΟΣ ΤΕ ΤΙΤΥΟΥΣ ΤΑΝΤΑΛΕΩΣ ΤΕ ΣΙΣΥΦΗΩΣ ΝΕΚΥΙΑ
[Ομηρου Ιλιαδα-ραψωδια λ'-στιχοι 568-600]
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
ἔνθ'ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα θεμιστεύοντα νέκυσσιν,
ἥμενον· οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα, 570
ἥμενοι ἑσταότες τε, κατ'εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
τὸν δὲ μέτ'Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα
θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ'ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι,
χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές.
καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν,
κείμενον ἐν δαπέδῳ. ὁ δ'ἐπ'ἐννέα κεῖτο πέλεθρα,
γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον,
δέρτρον ἔσω δύνοντες· ὁ δ'οὐκ ἀπαμύνετο χερσί.
Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν, 580
Πυθώδ'ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος.
καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον χαλέπ'ἄλγε'ἔχοντα,
ἑσταότ'ἐν λίμνῃ· ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ.
στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ'οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι·
ὁσσάκι γὰρ κύψει'ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων,
τοσσάχ'ὕδωρ ἀπολέσκετ'ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ
γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων.
δένδρεα δ'ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι· 590
τῶν ὁπότ'ἰθύσει'ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι,
τὰς δ'ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα.
καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ'ἄλγε'ἔχοντα,
λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν.
ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε
λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον· ἀλλ'ὅτε μέλλοι
ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ'ἀποστρέψασκε Κραταιΐς·
αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής.
αὐτὰρ ὅ γ'ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ'ἱδρὼς
ἔῤῥεεν ἐκ μελέων, κονίη δ'ἐκ κρατὸς ὀρώρει. 600
.
εκει ακομ'αυτον τον Μινωα ειδα,του Δια τον λαμπρο γιο.
χρυσο σκηπτρο κρατωντας κριτης στους νεκρους,
καθημενο.αυτοι δε αυτον για τη δικη ρωτουσαν βασιλια 570
καθημενοι κι ορθιοι,στου ευρυπυλου Αδη τα παλατια
μετα τον Ωριωνα τον πελωριο αντικρισα
αγριμια μαζι να ριχνει σε λιβαδι μ'ασφοδιλια
αυτα π'αυτος σκοτωνε σ'απατητα βουνα,
στα χερια εχοντας ροπαλο ολοχαλκο,παντ'ασπαστο
και τον Τιτυο ειδα,της Γης της πολυδοξασμενης τον γιο,
ξαπλωμενον στο χωμα,που πανω σ'εννια ηταν πλεθρα γης,
γυπες σ'αυτον απ'τη μια κι αλλη μερια παρακαθημενοι το σηκωτι εσχιζαν
το ραμφος μεσα βυθιζοντες.δεν μπορουσε να τους διωξει περα με τα χερια
την Λητω γιατι εσυρε να βιασει,του Δια την ενδοξη γυναικα 580
προς την Πυθω ερχομενη μεσ'απ'τον καλο για χορο τοπο του Πανοπεα
κι ακομα τον Τανταλο αντικρισα βαρια βασανα να'χει
ορθος να στεκει μεσ'σε λιμνη,που τον χτυπουσε στο γενι
φαινονταν να διψαει,να πιει δεν μπορουσε να παρει με το χερι
γιατ'οσσες φορες εκυβ'ο γερος να πιει λαχταρωντας,
τοσσες φορες το νερο χανονταν ρουφιονταν κατω,γυρω στα ποδια
η γη μαυρη φαινονταν,την καταξηρανε θεος.
δεντρα υψιφυλλα απ'τ'ακρα κρεμουσαν τον καρπο
αχλαδιες και ροδιες και μηλιες με γυαλιστερους καρπους
και συκες γλυκες στη γευση κι ελιες θαυμασια ανθιστες 590
αυτα οποτ'απλωνε ο γερος στα χερια ν'αρπαξει
αυτες ο ανεμος επαιρνε κι εριχνε προς τα νεφη τα σκοτεινα
κι ακομα τον Σισυφον αντικρυσα φριχτα βασανα να'χει
πετρα να βασταει πελωρια στα δυο χερια.
αυτη λοιπον αυτος γερα στυλωμενος και με χερια και με ποδια
την πετρα πανω εσπρωχνε προς τον λοφο.αλλ'οταν εφτανε
την κορυφη να υπερβει,τοτε τον επαιρνε πισω το μεγαλο βαρος
παλι επειτα προς την πεδιαδα κυλουσε η πετρα η ανελεητη
αλλ'ομως αυτος ξανα εσπρωχνε μ'ενταση δυναμης.κατω ιδρωτας
ετρεχε απ'τα μελη,σκονη δε απ'το κεφαλι πετιονταν 600
.
.
.
Ωριων-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο Αστερισμος του Ωριωνα-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΠΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ ΚΑΙ
Η ΠΑΛΛΟΜΕΝΗ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ-χ.ν.κουβελης
.
καὶ πολὺ καλλίστους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα: 310
[και πολυ λαμπροτατοι μετα τον ονομαστο Ωριωνα]
Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια λ'-στιχος 310
.
πρωτος ο Πτολεμαιος εντοπισε αυτον τον υπερπληθη αστερων και υπερμεγεθη,πελωριον,
αστερισμο και τον ονομασε Ωριωνα,ενας συνεχως παλλομενος σε λαμπροτητα υπεργιγαντας,
το αστρο του α,το Betelgeuse,εχει 800 φορες μεγαλυτερη διαμετρο απο τον Ηλιο και βρισκε-
ται 650 ετη φωτος μακρια απ'τη Γη,ειναι πανω απ'τον Ισημερινο στο Βορειο Ημισφαιριο,
ορατος απ'τον Νοεμβριο μεχρι τον Απριλιο,και πανω στο Νοτιο Ημισφαιριο,εκει ενας ισχυρος
αστρικος ανεμος φυσα και,πιθανως,του μεταβαλει την λαμπροτητα,ειναι εκδηλα
ανθρωομορφικος,τ'αστρα του σχηματιζουν την μορφη ενος κυνηγου με το ροπαλο και την
ασπιδα του και το σκυλι του να τον ακολουθει,ο Σειριος,το λαμπροτερο αστερι του
αστερισμου του Μεγαλου Κυνος,αποφευγει τον αστερισμο Σκορπιο,τον οποιο εχει απεναντι
σε αντιθετη θεση τ'ουρανου.σαν εχθρο του,και παθιασμενα ερωτικα κυνηγα απο πισω τις
Πλειαδες,τις 7 κορες, την Μαία την Ταϋγέτη την Ηλέκτρα την Στερόπη την Κελαινώ
την Αλκυόνη την Μερόπη,κι αυτες πρωτες ξεφευγοντας βυθιζονται στη θαλασσα
κι επειτα βυθιζεται κι αυτος,αυτες τελη Μαη ανατελουν κι ερχεται καλοκαιρι κι οταν δυουν
χειμωνας,κι αυτος οταν ειναι στον ουρανο οι ναυτικοι τον τρεμουν ειναι επικινδυνος δεινος
καταστροφεας και φοβερα τρικυμιζει τη θαλασσα,κατα τον ιστορικο Πολυβιο αυτος ειναι
υπαιτιος με την ανατολη του για την καταστροφη του ρωμαικου στολου το 260 π.Χ στον Α'
Καρχηδονιακο πολεμο,οι απλοι ανθρωποι αυτον τον αστερισμο του Ωριωνα τον ονομαζουν
και Αλεκτροπόδιον παρομοιαζοντας τον με αλλαζονα αλεκτορα,τον κοκορα,κι αλλοι τον λενε
Αλητροπόδιον,ο περιλανωμενος ,απο το αλεω,σαν περιπλανωμενο κυνηγο τον βλεπουν τις
νυχτες οταν ο Ησιοδος στο διδακτικο ποιημα του Εργα και Ημεραι,μεσω του αδερφου του
Περση, τους συμβουλευει σε σχεση μ'αυτον για την ωρα,τον καταλληλο χρονο για να γινουν
οι διαφορες γεωργικες αγροτικες και ναυτικες εργασιες:
ἐργάζευ, Πέρση,
εργασου,Περση
.
δμωσὶ δ᾽ ἐποτρύνειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν 597
δινέμεν, εὖτ᾽ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠρίωνος,
χώρῳ ἐν εὐαέι καὶ ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ·
[τους δουλους ξεσηκωσε στης Δημητρας την ιερη ακτη
ν'αλωνισουν,μολις οταν πρωτα φανει ο δυνατος Ωριωνας,
σε χωρο ευαερο κι ολοστρογκυλο αλωνι']
τι καλοκαιρι ερχεται
.
εὖτ᾽ ἂν δ᾽ Ὠρίων καὶ Σείριος ἐς μέσον ἔλθῃ
οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ᾽ ἐσίδῃ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 610
ὦ Πέρση, τότε πάντας ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς·
[μολις οταν ο Ωριωνας και ο Σειριος μεσουρανισει
κι η ροδοδαχτυλη Αυγη αντικρυ βλεπει τον Αρκτουρο,
Περση,τοτε ολα τρυγα στο σπιτι τα σταφυλια]
τι μεσα Σετεμβρη θα'ναι
.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ
Πλῃάδες θ᾽ Ὑάδες τε τό τε σθένος Ὠρίωνος 615
δύνωσιν, τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἀρότου μεμνημένος εἶναι
ὡραίου· πλειὼν δὲ κατὰ χθονὸς ἄρμενος εἶσιν.
[οταν πια
οι Πλειαδες κι οι Υαδες τα βροχαστερια κι ο δυνατος Ωριωνας
δυσουν,τοτε μετα τ'αλετρι να θυμηθεις ειναι
η ωρα.πληρωθηκε ο καιρος στη γη σπορα ετοιμασμενη να'ναι ]
.
εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ·
εὖτ᾽ ἂν Πλῃάδες σθένος ὄβριμον Ὠρίωνος
φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον, 620
δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται·
καὶ τότε μηκέτι νῆας ἔχειν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
[αν για ναυτικα ταξιδια τρικυμιωδη ποθος σε σηκωσει
μολις οταν οι Πλειαδες τη δυναμη του τρομερου Ωριωνα
φευγοντας πεφτουν μεσα στο ανεμοδαρμενο ποντο
τοτες παντος λογης ανεμοι φυσομανουνε
και τοτε μητε καραβια να'χεις σε καποιο μαυρο ποντο]
χειμωνας,Δεκεμβρης,ειναι με κρυα και βροχες
.
ἐργάζευ, νήπιε Πέρση,
.
Η ΠΑΛΛΟΜΕΝΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ
οπως ειναι συνεχως παλλομενος,μεταβαλλομενος, σε λαμπροτητα ο αστερισμος του
Ωριωνα ετσι παλλομενη ειναι και η Μυθολογια του Ωριωνα,με πολλες παραλλαγες:
Καποτε ο Διας και ο Ποσειδωνας βρεθηκαν στην Βοιωτια στην πολη Υριη,κοντα στην
Αυλιδα,αυτη η πολη εστειλε καραβια στον πολεμο της Τροιας:
[Ομηρου Ιλιαδα ραψωδια Β']
Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον
Ἀρκεσίλαός τε Προθοήνωρ τε Κλονίος τε, 495
οἵ θ'Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν
Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε πολύκνημόν τ'Ἐτεωνόν
εκει τους φιλοξενησε ο ηρωας της πολεως ο Υριεας,αυτος ηταν γερος,χηρος και ακληρος,
εφυγαν οι θεοι ευχαριστημενοι απο την φιλοξενια και την αλλη μερα το πρωι ο γεροντας
βρηκε μπροστα στην πορτα του ενα γερο κι υγιες παιδι,τον Ωριωνα.
Λενε ακομα πως ηταν παιδι του Ποσειδωνα απο το σμιξιμο του θεου με την θνητη Ευρυαλη
την κορη του Μινωα,κι απ'αυτον δωριστηκε το χαρισμα να περπαταει πανω στα κυματα της
θαλασσας.
λενε,πως ηταν πελωριος,δυνατος κι ομορφος κι ο Ποσειδωνας τον ζηλεψε και τον τυφλωσε.
αυτος τυφλος πηγε προς την ανατολη κι η Αυγη η Ηω μολις τον ειδε τον ερωτευτηκε,και
χτυπωντας τον με τις ακτινες του ηλιου ξαναειδε το φως.
στη Χιο που βρεθηκε ερωτευτηκε σφοδρα την Μεροπη την κορη του βασιλια Οινοπιωνα,
τη ζητησε,ομως για του τη δωσει γυναικα του εβαλε ενα αθλο:να σκοτωσει ολα τ'αγρια θηρια
του νησιου,
οταν αποτελειωσε τον αθλο ηθελε δεν ηθελε ορισε τον γαμο και στο γαμηλιο τραπεζι με
γλυκο κρασι μεθυσε τον Ωριωνα κι οταν αποκοιμηθηκε απ'τη μεθη ζαλισμενος ο Ωριωνας
πηγε κρυφα στη καμαρα και του'βγαλε τα ματια.Τοτε ο Ωριωνας πηρε ενα παιδι και το'βα-
λε πανω στους ωμους να τον καθοδηγει κι ανεβηκε σε ψηλη κορφη κι απο'κει τον ειδε η Αυγη
η Ηω που φερνει το φως και τον ερωτευτηκε και του'δωσε το φως ξανα στα ματια.
Εκεινος γυρισε στον βασιλια και τον τιμωρησε σκοτωνοντας τον.
σε αλλο μυθο,που τον αναφερει ο ποιητης Πινδαρος,σαν ειδε τις 7 Πλειαδες,
την Μαία την Ταϋγέτη την Ηλέκτρα την Στερόπη την Κελαινώ την Αλκυόνη την Μερόπη,
ερωτευτηκε σφοδρα την Μεροπη,εκεινη ομως δεν τον ηθελε κι εκεινος την κυνηγουσε
μαζι με τις αλλες αδερφες της,πεντε χρονια συνεχεια τις κυνηγουσε,κι ο Διας τις λυπηθη-
κε και τοτε ο Ωριωνας πατησε εναν σκορπιο κι απ'το δηλητηριο του σκορπιου πεθανε,
και τους αστερισε,τις Πλειαδες και τον Ωριωνα μαζυ και τον σκυλο του,κι ο αστερισμος
του αποφευγει τον αστερισμο του Σκορπιου και παντα στεκει απεναντι μακρια του και
παντα τρεχει πισω απ'τις Πλειαδες που παντα φευγουν μπροστα και δεν τις φτανει
ποτε,ν'αρπαξει την Μεροπη.
σ'αλλη παραλλαγη του μυθου λενε στα βουνα και δαση της Χιου που κυνηγουσε με την
Αρτεμη,δεινος κυνηγος κι αυτος,γιγαντας,αγγιξε το πεπλο της θεας,εκεινη προσβληθηκε
κι εβαλε σκορπιο να τον δαγκωσει για τιμωρια,το δηλητηριο τον σκοτωσε,μετα εκεινη
μετανιωσε και τον εβαλε αστερισμο στον ουρανο.
αλλοι λενε,πως αυτο το εκανε επειδη την παρατησε για τον ερωτα της Ηους.
κι αλλοι πως το εκανε αυτο γιατι υπερηφανευτηκε πως δεν φοβαται κανενα ζωο και κανεναν.
σ'ενα αλλο μυθο του Ωριωνα,ο Ωριωνας ηταν ερωτικος συντροφος της Αρτεμης κι ο
αδερφος της ο Απολλωνας δεν τον ηθελε,και μια μερα που ο Ωριωνας κολυμπουσε περα
μακρια,ο Απολλωνας την προκαλεσε να δειξει ποσο δεινη τοξευτρια ηταν,αν μπορουσε
να πετυχει εκεινο το μικρο σημαδι περα εκει μακρια,εκεινη σημαδεψε και το πετυχε
ακριβως,οταν εμαθε πως ηταν ο Ωριωνας πολυ λυπηθηκε και τον εκανε αστερισμο.
στον Ομηρο μαθαινουμε πως σκοτωθηκε στην Ορτυγια την Δηλο απο την Αρτεμι
τυφλωμενη απο την ζηλεια της για την Ηω.
Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ε'- στιχοι 121-124
ὣς μὲν ὅτ᾿ Ὠρίων᾿ ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
ἧος ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν.
[ετσι οταν τον Ωριωνα διαλεξε η ροδοδαχτυλη Αυγη
τοτε νιωσατε ζηλια οι θεοι οι καλοζωισμενοι
μεχρι στην Ορτυγια η χρυσοθρονη Αρτεμη η αγνη
με τα ελαφρα της βελη πηγε στο μερος και τον σκοτωσε]
.
στη Βιβλιοθηκη του Απολλοδωρου [Α',4,3],εκει εκτος απο τη ιστορια με τον Οινοπιωνα
αναφερεται πως η Αρτεμη τον σκοτωσε σε αγωνα δισκοβολιας που την προκαλεσε,
κι ακομη οταν βιασε την Ωπιν μια απο τις κοπελες της ακολουθιας της τον σκοτωσε το-
ξευοντας τον .
Βιβλιοθηκη Απολλοδωρου-Α
Α 4,3 Ὠρίωνα δὲ Ἄρτεμις ἀπέκτεινεν ἐν Δήλῳ. τοῦτον γηγενῆ λέγουσιν ὑπερμεγέθη τὸ σῶμα·
Φερεκύδης δὲ αὐτὸν Ποσειδῶνος καὶ Εὐρυάλης λέγει. ἐδωρήσατο δὲ αὐτῷ Ποσειδῶν
διαβαίνειν τὴν θάλασσαν. οὗτος <πρώτην> μὲν ἔγημε Σίδην, ἣν ἔρριψεν εἰς Ἅιδου περὶ
μορφῆς ἐρίσασαν Ἥρα· αὖθις δὲ ἐλθὼν εἰς Χίον Μερόπην τὴν Οἰνοπίωνος ἐμνηστεύσατο.
μεθύσας δὲ Οἰνοπίων αὐτὸν κοιμώμενον ἐτύφλωσε καὶ παρὰ τοῖς αἰγιαλοῖς ἔρριψεν. ὁ δὲ
ἐπὶ τὸ <Ἡφαίστου_γτ; χαλκεῖον ἐλθὼν καὶ ἁρπάσας παῖδα ἕνα, ἐπὶ τῶν ὤμων ἐπιθέμενος
ἐκέλευσε ποδηγεῖν πρὸς τὰς ἀνατολάς. ἐκεῖ δὲ παραγενόμενος ἀνέβλεψεν ἐξακεσθεὶς ὑπὸ
τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος, καὶ διὰ ταχέων ἐπὶ τὸν Οἰνοπίωνα ἔσπευδεν.
Α 4,4 ἀλλὰ τῷ μὲν Ποσειδῶν ἡφαιστότευκτον ὑπὸ γῆν κατεσκεύασεν οἶκον, Ὠρίωνος δ᾽
Ἠὼς ἐρασθεῖσα ἥρπασε καὶ ἐκόμισεν εἰς Δῆλον· ἐποίει γὰρ αὐτὴν Ἀφροδίτη συνεχῶς ἐρᾶν,
ὅτι Ἄρει συνευνάσθη.
Α 4,5 ὁ δ᾽ Ὠρίων, ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν, ἀνῃρέθη δισκεύειν Ἄρτεμιν προκαλούμενος, ὡς
δέ τινες, βιαζόμενος Ὦπιν μίαν τῶν ἐξ Ὑπερβορέων παραγενομένων παρθένων ὑπ᾽ Ἀρτέμιδος
ἐτοξεύθη.
.
[Α 4,3 τον Ωριωνα η Αρτεμη σκοτωσε στη Δηλο.αυτος απο γεννησιμιου λενε με υπερμεγεθες
σωμα. ο Φερεκυδης λεει πως του Ποσειδωνα και της Ευρυαλης ηταν.εκανε δωρο σ'αυτον ο
Ποσειδωνας [το χαρισμα]να διαβαινει τη θαλασσα.αυτος πρωτη γυναικα εκαμε την Σιδη,
την οποια εριξε στον Αδη για την ομορφια εχθρευοντας την Ηρα.μετα αφου ηρθε στη Χιο την
Μεροπη του Οινοπιωνα μνηστευτηκε.αφου μεθυσε ο Οινοπιωνας αυτον κοιμισμενον τον
τυφλωσε και στα ακρογιαλια τον πεταξε.αυτος στου Ηφαιστου το χαλκουργειο ηρθε κι
αρπαζοντας ενα παιδι,στους ωμους βαζοντας διεταξε να τον καθοδηγησει προς την
ανατολη,εκει οταν βρεθηκε ξαναειδε οταν χτυπηθηκε απο την ηλιακη ακτινα,και γρηγορα
προς τον Οινοπιωνα εσπευσε
Α 4,4 αλλα σ'αυτον ο Ποσειδωνας εναν απο τον Ηφαιστο κατασκευασμενο κατω
απ'τη γη κατασκευασε οικο,ο Ωριωνας την Ηω αρπαξε και την εφερε μαζι του στη Δηλο.
την εκανε αυτην η Αφροδιτη συνεχως να ερωτευεται,γιατι με τον Αρη επεσε στο κρεβατι
Α 4,5 ο δε Ωριωνας,οπως μερικοι λενε,του παρθηκε η ζωη σ'αγωνα δισκοβολιας την
Αρτεμη οταν προκαλεσε,οπως δε καποιοι[λενε],οταν βιαζοντας την Ωπιν μια απ'τους
Υπερβορειους της ακολουθιας της παρθενες απο την Αρτεμη τοξευτηκε.]
.
ο Οδυσσεας στην Ομηρου Οδυσσεια στη ραψωδια λ'της Νεκυιας[στιχοι 572-575]οταν
κατεβηκε στον κατω κοσμο να ρωτησει τον μαντη Τειρασια για τον νοστο,την επιστροφη
του,στη Ιθακη,αναμεσα στους αλλους ειδε και τον Ωριωνα:
Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια λ'-στιχοι 572-575
τὸν δὲ μέτ'Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα
θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ'ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι,
χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές.
[μετα τον Ωριωνα τον πελωριο αντικρισα
αγριμια μαζι να ριχνει σε λιβαδι μ'ασφοδιλια
αυτα π'αυτος σκοτωνε σ'απατητα βουνα,
στα χερια εχοντας ροπαλο ολοχαλκο,παντ'ασπαστο ]
.
.
.
Παυσανιας 'Αρκαδικα'κεφ. 10,38,13-και Ανυτη-χ.ν.κουβελης
ΑΝΥΤΗ Η ΤΕΓΕΑΤΙΣ-Η Αυστηρα Δωρις-αρχαια ποιητρια-300 π.χ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
[μεταφραση-και αποδοση χ.ν.κουβελης]
.
η Ανυτη ηταν αρχαια ποιητρια απο την Τεγεα της Αρκαδιας,το 300 π.Χ,εγραφε
στην δωρικη διαλεκτο,ηταν Αυστηρα Δωρις,λιτα χωρις περιττα στοιχεια,τα
θεματα της ηταν καθημερινα,τα κοινωνικα της ζωης των συμπολιτων της,
τα οποια κατεγραφε ευγενικα και με συμπαθεια,εικονες της φυσης,περιστατικα
ζωων,ο Αντιπατρος ο Θεσσαλονικευς,1ος αι. π.Χ.,την ονομαζει θηλυκο Ομηρο και
την θεωρει μια απο τις εννια μεγαλυτερες ποιητριες της αρχαιοτητας,εγραψε
επιγραμματα,αναθηματικα, επιταφια,επιδεικτικα,βουκολικα,απ'αυτα σωζοντα 22,
18 σε τρια βιβλια της Παλατινηςς Ανθολογίας , 3 στη συλλογη Planudea
[Ανθολογια Ελληνικων Επιγραμματων του Μαξιμου Πλανουδη], και 1 αποδιδεται
σε αλλη ποιητρια με το ιδιο ονομα,την Ανυτη την Μυτιληναια ,
οἰχόμεθ᾽, ὦ Μίλητε, φίλη πατρί, τῶν ἀθεμίστων
τὰν ἄνομον Γαλατᾶν ὕβριν ἀναινόμεναι,
παρθενικαὶ τρισσαὶ πολιήτιδες, ἃς ὁ βιατὰς
Κελτῶν εἰς ταύτην μοῖραν ἔτρεψεν Ἄρης.
[η εισβολη των Γαλατων στην Μικρα Ασια το 279 π.Χ ,και πως τρεις γυναικες απο την Μιλητο
προτιμησαν να πεθανουν παρα να πεσουν στα χερια τους]
Τη ποιητρια Ανυτη αναφερει στα Αρκαδικα του [κεφαλαιο 10,38,13] ο Παυσανιας.
ακοντιζουσης παρεχεται και επικλησιν ειληφεν Αιτωλη Αφροδιτη δε εχει μεν εν
σπηλαιω τιμας.ευχονται δε και αλλων εινεκα και αι γυναικες μαλιστα αι χηραι
γαμον αιτουσι παρα της θεου.του δε Ασκληπιου το ιερον ερειπια ην,εξ αρχης δε
ωκοδομησεν αυτο ανηρ ιδιωτης Φαλυσιος.νοσησαντι γαρ οι τους οφθαλμους
και ου πολυ αποδεον τυφλω ο εν Επιδαυρω πεμπει θεος Ανυτην την ποιησασαν
τα επη φερουσαν σεσημασμενην δελτον.τουτο εφανη τη γυναικι οψις ονειρατος,
υπαρ μεντοι ην αυτικα.και ευρε τε εν ταις χερσι ταις αυτης σεσημασμενην δελτον
και πλευσασα ες την Ναυπακτον εκελευσεν αφελοντα την σφραγιδα Φαλυσιον
επιλεγεσθαι τα γεγραμμενα.τω δε αλλως μεν ου δυνατα εφαινετο ιδειν τα γραμματα
εχοντι ουτω των οφθαλμων.ελπιζων δε τι εκ του Ασκληπιου
.
10 Επιγραμματα της Ανυτης-η μεταφραση και η αποδοση τους:
.
Ἡνία δή τοι παῖδες ἐνί, τράγε, φοινικόεντα
θέντες καὶ λασίῳ φιμὰ περὶ στόματι
ἵππια παιδεύουσι θεοῦ περὶ ναὸν ἄεθλα,
ὄφρ'αὐτοὺς φορέῃς ἤπια τερπομένους.
.
ηνια τωρα σε σενα τα παιδια εχουν,τραγε,πορφυρα
βαλει και γερο φιμωτρο γυρω στο στομα
για ιππικους ασκουνται απ'του θεου γυρω το ναο αγωνες
για να τα γυριζεις ηρεμα να τα διασκεδαζεις
[σου δεσαν ,τραγε,τα παιδια,κοκκινα χαλιναρια
και γερο στο στομα σου βαλαν φιμωτρο
για ιππικους αγωνες του θεου ασκουνται μαζι σου
κι εσυ προσεξε ηρεμα να τα διασκεδασεις]
.
Ἀκρίδι, τᾶ κατ᾿ ἄρουραν ἀηδόνι, καὶ δρυοκοίτᾳ
τέττιγι ξυνὸν τύμβον ἔτευξε Μυρώ,
παρθένιον στάξασα κόρα δάκρυ, δισσὰ γὰρ αὐτᾶς
παίγνι'ὁ δυσπειθὴς ᾤχετ᾿ ἔχων Ἀίδας.
.
στην ακριδα,στου χωραφιου τον αηδο,και στης βελανιδιας τον ενοικο
τζιτζικα κοινο τυμβο υψωσε η Μυρω
παρθενικο σταζοντας κορης δακρυ,γιατι τα δυο σ'αυτη
παιχνιδια ο σκληρος ηρθε και τα πηρε να τα'χει Αδης
[στην ακριδα,τ'αγρου την τραγουδιστρια,και στης βελανιδιας
νοικαρη τον τζιτζικα στους δυο μαζι ταφο ψηλο υψωσε η Μυρω
γι'αυτα εκλαψε η παρθενα με μαυρο δακρυ,που τις δυο της
αυτα παιχνιδια ηρθε και τ'αρπαξε δικα του ο Αδης να'χει]
.
Οὐκέτι μ᾿ ὡς τὸ πάρος πυκιναῖς πτερύγεσσιν ἐρέσσων
ὄρσεις ἐξ εὐνῆς ὄρθριος ἐγρόμενος,
ἦ γάρ σ᾿ ὑπνώοντα σίνις λαθρηδὸν ἐπελθών
ἔκτεινεν λαιμῷ ῥίμφα καθεὶς ὄνυχα.
ποτε πια οπως πριν τα πυκνα φτερα ανατιναζοντας
δεν θα με σηκωσεις απ'το κρεβατι το ξημερωμα οταν ξυπνουσες
γιατι στον υπνο σου κλεφτης υπουλα σ'επιτεθηκε
και σε σκοτωσε στον λαιμο κοφτερα χωνοντας νυχια
[ποτε πια τα πυκνα φτερα δε θα τιναξεις
κι ουτε απ'το κρεβατι ξανα θα με σηκωσεις
καθε πρωι καθως ξυπνουσες χαραμα
στον υπνο μεσα ηρθε κλεφτης κι αρπαζοντας σε
στο λαιμο χωνοντας τα κοφτερα νυχια σε σκοτωσε]
.
Μνᾶμα τόδε φθιμένου μενεδαΐου εἵσατο Δᾶμις
ἵππου, ἐπεὶ στέρνον τοῦδε δαφοινὸς Ἄρης
τύψε, μέλαν δέ οἱ αἷμα ταλαυρίνου διὰ χρωτός
ζέσσ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀργαλέᾳ βῶλον ἔδευσε φονᾶ.
.
το μνημα αυτο του σκοτωμενου γενναιου εστησε ο Δαμις
αλογου,γιατι το στερνο αυτου ο σκοτεινος κοκκινος Αρης
χτυπησε,μαυρο δε αιμα με δυναμη απ'το δερμα
πεταχτηκε βραστο,και πανω στο ξερο χωμα ετρεξε η σφαγη
[το μνημα αυτο στο σκοτωμενο γενναιο αλογο του
οι Δαμις υψωσε,αυτο ο αιματοβαμενος Αρης το τρυπησε
στο στηθος,καταμαυρο το αιμα πεταχτηκε βραστο
απ'το γερο κορμι βρεχοντας το ξερο χωμα το σφαξιμο του]
.
Οὐκέτι δὴ πλωτοῖσιν ἀγαλλόμενος πελάγεσσιν
αὐχέν᾿ ἀναρρίψω βυσσόθεν ὀρνύμενος,
οὐδὲ παρ'εὐσκάλμοιο νεὼς περικαλλέα χείλη
ποιφύξῶ τἀμᾷ τερπόμενος προτομᾷ,
ἀλλὰ με πορφυρέα πόντου νοτὶς ὦσ᾿ ἐπὶ χέρσον,
κεῖμαι δὲ ῥαδινὰν τάνδε παρ'ἠιόνα.
.
ποτε πια τωρα στους πλους χαρουμενος των πελαγων
τον λαιμο δεν θα ξεπροβαλω απ'τις αβυσσους αναδυομενος
ουτε γυρω στου καλοσκαρμου καραβιου τα πολυομορφα ακρα
παφλαζοντας στην αφιερωμενη διασκεδαζοντας προτομη
αλλα μενα η δυνατη του ποντου νοτια με πεταξε στη στερια,
κειτομαι στη λεπτη αυτη αμμωδη ακτη
[ποτε πια τωρα χαρουμενο στα ταξιδια των πελαγων
απ'τις αβυσσους τον αυχαινα αναδυομενο δεν θα βγαλω
ουτε γυρω απ'τη σκαλιστη του καραβιου πρυμνη θα χοροπηδω
με παφλασμους διασκεδαζοντας με τη μορφη του δελφινιου
σ'αυτη,τωρα η ισχυρη νοτια του ποντου μ'ερριξε στη ξερα
κειτομαι ξαπλωμενο κι αψυχο στην αμμωδη αυτη ακτη ]
.
Πολλάκι τῷδ᾿ ὀλοφυδνὰ κόρας ἐπὶ σάματι Κλείνῶ
μάτηρ ὠκύμορον παῖδ᾿ ἐβόασε φίλαν,
ψυχὰν ἀγκαλέουσα Φιλαινίδος, ἅ πρὸ γάμοιο
χλωρὸν ὑπὲρ ποταμοῦ χεῦμ᾿ Ἀχέροντος ἔβα
.
πολλες φορες σ'αυτο μ'ολοφυρμους στης κορης το μνημα η Κλεινω
η μητερα την ολιγομοιρη κοπελα εκραζε δυνατα την αγαπημενη,
τη ψυχη καλωντας της Φιλαινιδας,που πριν το γαμο
το θαμπο του ποταμου Αχεροντα ρευμα διαβηκε
[πολλες φορες η Κλεινω η μητερα στης κορης της το μνημα θρηνει
σπαραχτικα για την ολιγοζωη κοπελα ουρλιαζει την αγαπημενη,
τη ψυχη της Φιλαινιδας της καλωντας,που πριν το γαμο
στα θολα νερα τ'Αχεροντα στερνο διαβηκε αγυριστο ταξιδι]
.
Ἵζευ τᾶσδ'ὑπὸ καλὰ δάφνας εὐθαλέα φύλλα
ὡραίου τ᾿ ἄρυσαι νάματος ἁδὺ πόμα,
ὄφρα τοι ἀσθμαίνοντα πόνοις θέρεος φίλα γυῖα
ἀμπαύσῃς πνοιᾶ τυπτόμενα Ζεφύρου.
.
καθησε οποιος να'σαι κατω απ'τα ωραια της δαφνης θαλερα φυλλα
δροσερο αντλησε απ'τη πηγη ευχαριστο πιομα,
για να τ'ασθμαινοντα απ'τους κοπους του θερους μελη σου
αναπαυσεις στη πνοη χτυπημενα του Ζεφυρου
[οποιος να'σαι,ξενε,κατω απ'της δαφνης τα φουντωτα κι ευωδιαστα
φυλλα κατσε κι αντλησε απ'το πηγαδι δροσερο να ευχαριστηθεις νερο,
τα κορασμενα μελη σου απ'του θερους τους κοπους ν'αναπαψεις
και τ'απαλο αερακι του Ζεφυρου το προσωπο σου να χαιδεψει]
.
Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων
κυδιόων ὅτι οὗ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτο χέρα.
.
δες τον κερασφορο του Βρομιου ταυρο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα πυκνοτριχα γαυρα εχει γενια
καυχομενος πως αληθεια συχνα στα ορη τον απ'τις δυο μεριες του μαγουλου
βοστρυχο στο ροδαλο η Ναις επαιρνε χερι
[για δες τον Βρομιο ταυρο τον κερασφορο,ποσο αγερωχα
το βλεμμα στα γενια τα πυκνοτριχα και γαυρα εχει
παινευεται πως πολυ συχνα στα ορη στο μαγουλο του γυρω
το σγουρο μαλλι του με ροδαλο η Ναις χαιδεψε χερι]
.
Τίπτε κατ᾿ οἰόβατον, Πὰν ἀγρότα, δάσκιον ὕλαν
ἥμενος ἁδυβόᾳ τῷδε κρέκεις δόνακι;
"Ὄφρα μοι ἑρσήεντα κατ᾿ οὔρεα ταῦτα νέμοιντο
πόρτιες ἠυκόμων δρεπτόμεναι σταχύων.¨
.
γιατι ταχα στ'απατητο,Πανα αγροτη,σκιερο δασος
καθισμενος γλυκοφωνα σ'αυτο υφαινεις καλαμι;
για να σε μενα στα δροσερα ορη αυτα να βοσκουν
μοσχαρινες καλομαλλες δρεποντας σταχυα
[γιατι,Πανα αγροτη,στ'απατητα και σκιερα δαση
καθεσε και γλυκους ηχους υφαινεις στη φλογερα;
γιατι στα δροσερα ορη για μενα βοσκουν μοσχαρινες
καλομαλλες τρωγοντας αφθονα καρπερα σταχυα]
.
Ὤλεο δή ποτε καὶ σὺ πολύρριζον παρὰ θάμνον,
Λόκρι, φιλοφθόγγων ὠκυτάτη σκυλάκων,
τοῖον ἐλαφρίζοντι τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ
ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις.
.
χαθηκες καποτε και συ στον πολυρριζο διπλα θαμνο,
Λοκρις,απ'τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν η ταχυτερη,
στ'αλαφρο βαθεια μεσα εχυσε ακρο σου
δηλητηριο ανυποφορο ποικιλοχρωμη οχια
[σ'εχασα καποτε σε πυκνους μεσα θαμνους πολυρριζους,
Λοκρις,απ'ολα τα σκυλακια που τους αρεσει να γαυγιζουν
η πιο γοργη,μεσ'στ'αλαφρο σου ποδι βαθια δηλητηριο
εχυσε ποικιλοχρωμη οχια ανυποφορο θανατηφορο]
.
.
.
Καλλιστω-και η Μεγαλη Αρκτος-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ ΚΑΙ Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΚΤΟΥ-χ.ν.κουβελης
[αρχαια κειμενα-μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
η Καλλιστω ηταν κορη του Λυκαονα απο την Αρκαδια με τους πενηντα γιους,ηταν
πολυ ομορφη,καλλιστω,κι απο μικρη αφιερωθηκε στη θεα Αρτεμη και μαζι μ'αλλες
κοπελες ακολουθουσε τη θεα στο κυνηγι,ορκισμενη ποτε να μην χασει την
παρθενια της,την ειδε ο Διας και θαμπωθηκε απ'την ομορφια της και ομοιαζοντας
στην εικονα της θεας Αρτεμης την ξεγελασε και την παρεσυρε κι εσμιξε μαζυ της,
δεν μπορεσε η κοπελα να κρυψει την εγκυμοσυνη της και μια μερα που λουζονταν
στα δροσερα νερα ενος ποταμου οι κοπελες, η Αρτεμη ειδε την φουσκωμενη κοιλια
της Καλλιστω και τοσο οργιστηκε μαζι της με την αθετηση του ορκου που οταν
γεννησε την μεταμορφωσε σε αρκουδα και γυριζε μεσα στα πυκνα δαση,οταν
καποτε μεγαλωσε κι εγινε αντρας το παιδι της την βρηκε στο κυνηγι,εκεινη ειδε
το παιδι της κι ετρεξε προς το μερος του με λαχταρα,εκεινο ομως δεν καταλαβε
τη μητερα του και σηκωσε το δορυ του να την τρυπησει,τοτε ο Διας επειδη φοβηθηκε τη
μητροκτονια,το αμαρτημα παιδι να σκοτωσει τη μανα του,το μεταμορφωσε κι εκεινο σε
μικρο αρκουδακι,κι ετσι το παιδι γνωρισε τη μανα του,και κλαιγανε τις δυστυχιες τους,
και τοτε τους λυπηθηκε ο Διας και τους εκανε δυο αστερισμους στον ουρανο,η μανα η
Καλυψω εγινε η Μεγαλη Αρκτος και το παιδι η Μικρη Αρκτος,
η θεα Ηρα,γυναικα του Δια,ζηλευοντας τους ερωτες του Δια με την Καλυψω ζητησε απο
τον Ωκεανο να μην δεχτει ποτε να βυθιστουν,να λουσθουν,στα νερα του.
οἴη δ'ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο
(Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ε'-στιχος 275)
Τον αστερισμο της Μεγαλης Αρκτου τον εντοπισε ο Πτολεμαιος,ειναι ο κυριωτερος
αστερισμος του Βορειου ημισφαιριου,αειφανης,αποτελειται απο 128 αστερια,απο τα 7
λαμπροτερα αστερια τα 4 σχηματιζουν ενα τετραπλευρο και τα 3 την ουρα του,τον
ονομαζουν και Αμαξα απο την εποχη του Ομηρου.
ἄρκτον θ', ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν.
(Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ε'-στιχος 273)
απο το 'αμα'<μαζι και το 'αξα'<αξονας,τ'αστερια που γυριζουν γυρω απο τον ουρανιο
αξονα,
στη λαογραφια απο το σχημα του τον ονομαζουν:κατσαρολα,αλετροποδι,αλετρι,
αροτρο,αμαξα,αναποδο καραβι,
απο τα 7 αυτα αστρα,τους 7 βοες,ονομασθηκε ο γειτονικος αστερισμος Βοωτης,βοσκος
βοδιων,
καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
ἄρκτον θ',
(Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ε'-στιχοι 272-273,
στην προεκταση της εξω πλευρας του τετραπλευρου της Μεγαλης Αρκτου βρισκεται
ο Πολικος Αστερας στην ουρα της Μικρης Αρκτου
.
Απολλοδωρου Βιβλιοθηκη-Βιβλιο Γ' 8.2
Εὔμηλος δὲ καί τινες ἕτεροι λέγουσι Λυκάονι καὶ θυγατέρα Καλλιστὼ γενέσθαι· Ἡσίοδος
μὲν γὰρ αὐτὴν μίαν εἶναι τῶν νυμφῶν λέγει, Ἄσιος δὲ Νυκτέως, Φερεκύδης δὲ Κητέως.
αὕτη σύνθηρος Ἀρτέμιδος οὖσα, τὴν αὐτὴν ἐκείνῃ στολὴν φοροῦσα, ὤμοσεν αὐτῇ μεῖναι
παρθένος. Ζεὺς δὲ ἐρασθεὶς ἀκούσῃ συνευνάζεται, εἰκασθείς, ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν,
Ἀρτέμιδι, ὡς δὲ ἔνιοι, Ἀπόλλωνι. βουλόμενος δὲ Ἥραν λαθεῖν εἰς ἄρκτον μετεμόρφωσεν
αὐτήν. Ἥρα δὲ ἔπεισεν Ἄρτεμιν ὡς ἄγριον θηρίον κατατοξεῦσαι. εἰσὶ δὲ οἱ λέγοντες ὡς
Ἄρτεμις αὐτὴν κατετόξευσεν ὅτι τὴν παρθενίαν οὐκ ἐφύλαξεν. ἀπολομένης δὲ Καλλιστοῦς
Ζεὺς τὸ βρέφος ἁρπάσας ἐν Ἀρκαδίᾳ δίδωσιν ἀνατρέφειν Μαίᾳ, προσαγορεύσας Ἀρκάδα·
τὴν δὲ Καλλιστὼ καταστερίσας ἐκάλεσεν ἄρκτον.
.
Απολλοδωρου Βιβλιοθηκη-Βιβλιο Γ' 8.2
Ο Ευμηλος και καποιοι αλλοι λενε στον Λυκαονα και θυγατερα η Καλλιστω εγινε.
Ο Ησιοδος λοιπον αυτη μια απ'τις νυμφες ειναι λεει,ο Ασιος του Νυκτεα,ο Φερεκυδης
του Κητεα.αυτη ακολουθος στο κυνηγι της Αρτεμις οντας,την ιδια μ'εκεινη στολη
φορωντας,ορκιστηκε σ'αυτη να μεινει παρθενα.Ο Ζευς αυτην ερωτευθηκε κι ακουσια
μαζι του συνεβρεθηκε,ομοιαζοντας στην εικονα,οπως μερικοι λενε,στην Αρτεμη,
οπως δε μερικοι,στον Απολλωνα.θελοντας απο την Ηρα να την κρυψει σε αρκουδα
μεταμορφωσε αυτην.η Ηρα επεισε την Αρτεμη σαν αγριο θηριο να την τοξευσει.ειναι
δε οι λεγοντας πως η Αρτεμη αυτη ετοξευσε γιατι τη παρθενια δεν φυλαξε.χαμενης
της Καλλιστως ο Ζευς το βρεφος αρπαζοντας στην Αρκαδια το'δωσε να το αναθρεψει
η Μαια,φωναζοντας τον Αρκαδα.την δε Καλλιστω καταστεριζοντας ονομασε αρκτο.
.
Παυσανιας Αρκαδικα[6.3]
ἐπὶ δὲ τῷ γένει παντὶ τῷ ἄρσενι θυγάτηρ Λυκάονι ἐγένετο Καλλιστώ. ταύτῃ τῇ
Καλλιστοῖ -λέγω δὲ τὰ λεγόμενα ὑπὸ Ἑλλήνων-συνεγένετο ἐρασθεὶς Ζεύς: Ἥρα
δὲ ὡς ἐφώρασεν, ἐποίησεν ἄρκτον τὴν Καλλιστώ, Ἄρτεμις δὲ ἐς χάριν τῆς Ἥρας
κατετόξευσεν αὐτήν. καὶ ὁ Ζεὺς Ἑρμῆν πέμπει σῶσαι τὸν παῖδά οἱ προστάξας,
ὃν ἐν τῇ γαστρὶ εἶχεν ἡ Καλλιστώ:[3.7]Καλλιστὼ δὲ αὐτὴν ἐποίησεν ἀστέρας
καλουμένην ἄρκτον μεγάλην, ἧς καὶ Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσέως ἀνάπλῳ παρὰ Καλυψοῦς
μνήμην ἔσχε:
Πληιάδας τ'ἐσορῶντα καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
ἄρκτον θ', ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν.
.
[3.6]επι πλεον στη γεννια ολη των αρσενικων θυγατερα στον Λυκαονα εγινε η Καλλιστω-
με αυτη την Καλλιστω-λεω τα λεγομενα απ'τους Ελληνες-συνεβρεθει ερωτευθεις ο Ζευς.
η Ηρα οταν τ'ανακαλυψε,εκανε αρκουδα την Καλλιστω,η Αρτεμη για χαρι της Ηρας την
ετοξευσε.και ο Ζευς τον Ερμη εστειλε να σωσει το παιδι αυτον προσταζοντας,που στη
κοιλια ειχε η Καλλιστω.[3.7]την Καλιστω την ιδια την εκανε αστερισμο καλουμενη αρκτο
μεγαλη,της οποιας και ο Ομηρος στου Οδυσσεα τον αναπλου απο την Καλυψω την
μνημονευση εκανε:
και τις Πλειαδες αντικρυζοντας και τον Βοωτη π'αργει να δυσει
και την Αρκτο,αυτη κι αμαξα προσφωνοντας καλουν,
.
(Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια ε'-στιχοι 269-277)
.
γηθόσυνος δ'οὔρῳ πέτασ'ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως 270
ἥμενος· οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε
Πληϊάδας τ'ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ'αὐτοῦ στρέφεται καί τ'Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ'ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο·
τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ποντοπορευέμεναι ἐπ'ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.
.
χαρουμενος με τον ουριο ανεμο ανοιξε πανια ο θεικος Οδυσσεας
τοτ'αυτος στο πηδαλιο διηυθυνε επιδεξια 270
καθησμενος.ουτ'ο υπνος στα βλεφαρα επεφτε
και τις Πλειαδες αντικρυζοντας και τον Βοωτη π'αργει να δυσει
και την Αρκτο,αυτη κι αμαξα προσφωνοντας καλουν,
που και στο ιδιο μερος στρεφεται και τον Ωριωνα ατενιζει.
μονο σ'αυτη η μοιρα της δεν ειναι να λουστει στον Ωκεανο
αυτην τοτ'αυτον συμβουλεψε η Καλυψω,η διαλεχτη στις θεες,
ποντοπορευομενος στ'αριστερο χερι να'χει
.
.
.
ο Ηρακλης στη πυρα-χ.ν.κουβελης
πλησιασε,αναψε τη φωτια κι ο βιαιος σωματοδυναμος Ηρακλης αποτεφρωθηκε.
Σαν ετοιμο απο καιρο εκτελεστηκε το σχεδιο.
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ.
.
[στη περιοχη της πυρας σωζονται ερειπια ναου δωρικου ρυθμου,με σπασμενους κιονες,
αποσπασματα του θριγγου,τριγλυφα και πετρες με επιγραφες με κατεστραμενα τα γραμματα
των λεξεων]
.
.
ΗΡΑΚΛΗΕΙΟΣ ΤΕ ΝΕΚΥΙΑ
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια λ'-στιχοι 601-627]
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
τὸν δὲ μέτ'εἰσενόησα βίην Ἡρακληείην, 601
εἴδωλον· αὐτὸς δὲ μετ'ἀθανάτοισι θεοῖσι
τέρπεται ἐν θαλίῃς καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἥβην,
παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου.
ἀμφὶ δέ μιν κλαγγὴ νεκύων ἦν οἰωνῶν ὥς,
πάντοσ'ἀτυζομένων· ὁ δ'ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς,
γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν,
δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.
σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτὴρ
χρύσεος ἦν τελαμών, ἵνα θέσκελα ἔργα τέτυκτο, 610
ἄρκτοι τ'ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες,
ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ'ἀνδροκτασίαι τε.
μὴ τεχνησάμενος μηδ'ἄλλο τι τεχνήσαιτο,
ὃς κεῖνον τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ.
ἔγνω δ'αἶψ'ἐμὲ κεῖνος, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσι,
καί μ'ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν'Ὀδυσσεῦ,
ἆ δείλ', ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις,
ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον ὑπ'αὐγὰς ἠελίοιο.
Ζηνὸς μὲν πάϊς ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀϊζὺν 620
εἶχον ἀπειρεσίην· μάλα γὰρ πολὺ χείρονι φωτὶ
δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ'ἀέθλους.
καί ποτέ μ'ἐνθάδ'ἔπεμψε κύν'ἄξοντ'· οὐ γὰρ ἔτ'ἄλλον
φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον.
τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο·
Ἑρμείας δέ μ'ἔπεμπεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη.»
ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω,
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, εἴ τις ἔτ'ἔλθοι
ἀνδρῶν ἡρώων, οἳ δὴ τὸ πρόσθεν ὄλοντο.
καί νύ κ'ἔτι προτέρους ἴδον ἀνέρας, οὓς ἔθελόν περ, 630
Θησέα Πειρίθοόν τε, θεῶν ἐρικυδέα τέκνα·
ἀλλὰ πρὶν ἐπὶ ἔθνε'ἀγείρετο μυρία νεκρῶν
ἠχῇ θεσπεσίῃ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει,
μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου
ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια.
αὐτίκ'ἔπειτ'ἐπὶ νῆα κιὼν ἐκέλευον ἑταίρους
αὐτούς τ'ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι·
οἱ δ'αἶψ'εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.
τὴν δὲ κατ'Ὠκεανὸν ποταμὸν φέρε κῦμα ῥόοιο,
πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος. 627
.
.
μετα αντικρυσα τον σωματοδυναμο Ηρακλη, 601
ενα ειδωλο,αυτος μεσ'στους αθανατους θεους
χαιρεται σ'αφθονια κι εχει γυναικα την καλλιστραγαλη Ηβη,
τη κορη του μεγαλου Δια και της χρυσοπεδιλης Ηρας.
γυρω σ'αυτον η κραυγη των πεθαμενων σαν των ορνιων ηταν
απ'τον φοβο παντου σκορπισμενα.αυτος στη μαυρη νυχτα εμοιαζε,
γυμνο τοξαρι ειχε και στα νευρα σαιτα,
φοβερα ολογυρα κοιτουσε,να μη σταματα να ριχνει εμοιαζε.
τρομερο να το δεις εχει γυρω στα στηθη του λουρι
χρυσο ηταν κεντημενο υφασμα,πανω του θαυμασια εργα εικονισμενα. 610
κι αρκουδες κι αγριοχοιροι και εξαγριωμενα λιονταρια,
κι αγωνες και μαχες και φονικα κι ανθρωποσκοτωμοι,
να μην θελησει αυτος που το τεχνουργησε αλλο να τεχνουργησει
παρομοιο μ'εκεινον τον τελαμωνα να δουλεψει με την τεχνη του.
αμεσως με γνωρισε εκεινος,μολις μ'ειδε στα ματια,
και κλαιγοντας σπαραχτικα λογια φτερωτα με προσφωνησε.
''διογεννητε γιε του Λαερτη,πολυμηχανε Οδυσσεα,
αχ δυστυχε,καποια και σενα σε παρασερνει μοιρα
αυτη που κι εγω τραβηξα κατ'απ'το φως του ηλιου.
του Δια κι αν ημουνα παιδι του γιου του Κρονου,ομως βασανα 620
ειχα απειρα.επειδη σε παρα πολυ κατωτερο σε λαμψη
ημουν δουλος,αυτος σε μενα βαριους διεταζε να εκτελεσω αθλους.
και καποτε εδω μ'εστειλε τον σκυλο να συρω.επειδη κανενας ακομ'αλλος
νομιζε απ'αυτον σ'εμενα δυσκολοτερος δεν ηταν αθλος.
αυτον εγω ανεβασα κι εφερα απ'τον Αδη.
ο Ερμης μ'επεμψε βοηθεια κι η Αθηνα με τα λαμπερα ματια''
ετσι σαν ειπ'αυτος αμεσως πηγε στο παλατι Αδη μεσα να μπει, 627
.
.
.
Οδυσσεας-Odysseas-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
-μεταφραση και σχολια χ.ν.κουβελης
[Αναφερεται η περιοχη κυριαρχιας του Οδυσσεα και με ποσα καραβια πηγε στη Τροια]
ραψωδια Β',στιχοι 631-637
Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους,
οἵ ῥ᾽ Ἰθάκην εἶχον καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον
καὶ Κροκύλει᾽ ἐνέμοντο καὶ Αἰγίλιπα τρηχεῖαν,
οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ᾽ οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο,
οἵ τ᾽ ἤπειρον ἔχον ἠδ᾽ ἀντιπέραι᾽ ἐνέμοντο· 635
τῶν μὲν Ὀδυσσεὺς ἦρχε Διὶ μῆτιν ἀτάλαντος·
τῷ δ᾽ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι
κι ο Οδυσσεας οδηγουσε τους μεγαλοψυχους Κεφαλληνες
που την Ιθακη ειχαν και το Νηριτο με τα δεντρα που τα φυλλα τρεμουν
και την Κροκυλεια μοιραζονταν και την τραχεια Αιγιλιπα
που και την Ζακυνθο ειχαν και την Σαμον γυρω μοιραζονταν
που και την στερια ειχαν και τ'αντιπερα μοιραζονταν. 635
αυτων ο Οδυσσεας ηταν αρχηγος στου Δια τη σοφια ισοζυγιαζονταν.
μ'αυτον μαζι καραβια ακολουθουσαν δωδεκα κοκκινοπλευρα
.
[Ο Οδυσσεας συνοδευει την Χρυσηιδα στην επιστροφη Χρυσηιδα στον πατερα της]
ραψωδια Α',στιχοι 308-311
Ἀτρεΐδης δ᾿ ἄρα νῆα θοὴν ἅλαδὲ προέρυσσεν,
ἐν δ᾿ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν, ἐς δ᾿ ἑκατόμϐην
βῆσε θεῷ, ἀνὰ δὲ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον 310
εἷσεν ἄγων· ἐν δ᾿ ἀρχὸς ἔϐη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
τοτ'ο Ατρειδης καραβι γρηγορο στη θαλασσα ερριξε,
στα δε κουπια διαλεξε εικοσι,μεσα δε εκατο βοδια
φορτωσε στο θεο,πανω δε στο σκαφος την ομορφομαγουλη Χρυσηιδα 310
να καθισει εφερε.αρχηγος δε ανεβηκε ο πολυμηχανος Οδυσσεας
.
[Ο Αντιφος του Πριαμου αστοχωντας να χτυπησει με το δορι τον Τελαμωνιο
Αιαντα βρισκει και σκοτωνει τον Λευκο τον συντροφο του Οδυσσεα,ο Οδυσσεας
τοτε θυμωσε,θελησε να εκδικηθει και σκοτωνει τον Δημοφοωντα νοθο γιο του
Πριαμου]
ραψωδια Δ',στιχοι 496-504
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰὼν καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
ἀμφὶ ἓ παπτήνας· ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο
ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος· ὃ δ᾽ οὐχ ἅλιον βέλος ἧκεν,
ἀλλ᾽ υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα
ὅς οἱ Ἀβυδόθεν ἦλθε παρ᾽ ἵππων ὠκειάων. 500
Τόν ῥ᾽ Ὀδυσεὺς ἑτάροιο χολωσάμενος βάλε δουρὶ
κόρσην· ἣ δ᾽ ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν
αἰχμὴ χαλκείη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε,
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
ηρθε και σταθηκε πολυ κοντα κι ακοντισε με δορι γυαλισμενο
γυρω καλα κοιτωντας.οι δε Τρωες υποχωρησαν
απ'τον αντρα π'ακοντισε.το δε βελος δεν πηγε χαμενο,
αλλα τον γιο του Πριαμου τον νοθο χτυπησε Δημοκοωντα
π'απ'την Αβυδο ηρθε με τ'αλογα τα γρηγορα.500
Αυτον λοιπον για τον συντροφο χολιασμενος χτυπησε με το δορι
στο πλαι του κεφαλιου,π'απ'την αλλη μερια μεσ'απ'τον κροταφο περασε
η χαλκινη αιχμη,αυτον δε το σκοτος στα ματια καλυψε.
γκντουπησε πεφτωντας,βροντηξαν δε τ'αρματα πανω σ'αυτον
.
[Η λεξη γκντουπησε ειναι ηχοποιητικη,απο τον ηχο γκντουπ που κανει οταν
πεφτει κατι,απο εκει και η λεξη γδουπος,χτυπος,βροντος,κροτος]
.
ραψωδια Ε',στιχοι 677-679
Ἔνθ᾽ ὅ γε Κοίρανον εἷλεν Ἀλάστορά τε Χρομίον τε
Ἄλκανδρόν θ᾽ Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε.
Καί νύ κ᾽ ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς 679
εκει αυτος λοιπον τον Κοιρανο πηρε και τον Αλαστορα και τον Χρομιο
και τον Αλκανδρο και τον Αλιο και τον Νοημονα και τον Πρυτανι
και τωρα ακομα πολλους απ΄τους Λυκιους θα σκοτωνε ο θεικος Οδυσσεας 679
.
[ο ερωδιος ηταν το αγαπημενο πουλι της Αθηνας και η εμφανιση του στον Οδυσσεα
και τον Διομηδη,που με τον Διομηδη αντικατασκοπευουν τους Τρωες,δειχνει την ευνοια
της θεας]
ραψωδια Κ',στιχοι 274-277
τοῖσι δὲ δεξιὸν ἧκεν ἐρῳδιὸν ἐγγὺς ὁδοῖο
Παλλὰς Ἀθηναίη· τοὶ δ᾽ οὐκ ἴδον ὀφθαλμοῖσι 275
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν.
χαῖρε δὲ τῷ ὄρνιθ᾽ Ὀδυσεύς,
σ'αυτους δε στα δεξια εστειλε ερωδιο κοντα στο δρομο
η Παλλαδα Αθηνα.αυτοι δεν τον ειδαν στους οφθαλμους 275
στη νυχτα μεσα τη σκοτεινη,αλλα να σφυριζει ακουσαν.
χαρηκε δε με το πουλι ο Οδυσσεας,
.
[ο Οδυσσεας και ο Διομηδης συλλαμβανουν τον κατασκοπο των Τρωων τον Δολωνα,
τον ανακρινουν και μαθαινουν πως για βοηθεια των Τρωων ηρθε ο Θρακας βασιλιας
Ρησος με τ'αλογα του,τα πιο ομορφα τα πιο μεγαλα και τα πιο γρηγορα,
και απειλει πως του φτανει μια μερα μονο για να κατανικησει τον ελληνικο στρατο,
τοτε για τους Αχαιους υπαρχει μεγαλος κινδυνος αν περασει μια νυχτα και δεν τον
σκοτωσουν δεν θα μπορεσει κανεις να τον νικησει μετα ουτε ο Αιαντας ουτε κι αυτος
ο Αχιλλεας]
ραψωδια Ε',στιχοι 433-441
εἰ γὰρ δὴ μέματον Τρώων καταδῦναι ὅμιλον
Θρήϊκες οἷδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες ἔσχατοι ἄλλων·
ἐν δέ σφιν ῾Ρῆσος βασιλεὺς πάϊς Ἠϊονῆος.
τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους·
λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι·
ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται·
τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια θαῦμα ἰδέσθαι
ἤλυθ᾽ ἔχων· τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν 440
ἄνδρεσσιν φορέειν, ἀλλ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
αν λοιπον σκεφτεστε στων Τρωων να καταπεστε τον ομιλο
να οι Θρακες νεοφερμενοι πολυ μακρυα πισω απ'τους αλλους.
αναμεσα σ'αυτους ο Ρησος βασιλιας παιδι του Ηιονα.
αυτου τωρα τα πιο ομορφ'αλογα ειδα και τα πιο μεγαλα.
λευκοτερα απ'το χιονι,τρεχουν δε στους ανεμους ομοια.
τ'αρμα δε και με χρυσο και μ'ασημι καλα ειργασμενο .
μ'αρματα δε χρυσα πελωρια θαυμα να τα βλεπεις
ηρθ'εχοντας.τετοια σε κανεναν απ'τους θνητους δεν ταιριαζει 440
αντρες να φορουν,αλλα στους αθανατους θεους.
.
.
.
Σιμοεισιος Ανθεμιδης-Ομηρου Ιλιαδα-ραψωδια Δ-στιχοι 470-489-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΑΝΘΕΜΙΔΗΣ ΣΙΜΟΕΙΣΙΟΣ
[Ομηρου Ιλιαδα-ραψωδια Δ'-στιχοι 470-489]
μεταφραση χ.ν.κουβελης
Ὣς τὸν μὲν λίπε θυμός,ἐπ'αὐτῷ δ'ἔργον ἐτύχθη 470
ἀργαλέον Τρώων καὶ Ἀχαιῶν· οἳ δὲ λύκοι ὣς
ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ'ἄνδρ'ἐδνοπάλιζεν.
Ἔνθ'ἔβαλ'Ἀνθεμίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Αἴας
ἠΐθεον θαλερὸν Σιμοείσιον, ὅν ποτε μήτηρ
Ἴδηθεν κατιοῦσα παρ'ὄχθῃσιν Σιμόεντος
γείνατ', ἐπεί ῥα τοκεῦσιν ἅμ'ἕσπετο μῆλα ἰδέσθαι·
τοὔνεκά μιν κάλεον Σιμοείσιον· οὐδὲ τοκεῦσι
θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε, μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν
ἔπλεθ'ὑπ'Αἴαντος μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι.
πρῶτον γάρ μιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν 480
δεξιόν· ἀντικρὺ δὲ δι'ὤμου χάλκεον ἔγχος
ἦλθεν· ὃ δ'ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὣς
ἥ ῥά τ'ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκει
λείη, ἀτάρ τέ οἱ ὄζοι ἐπ'ἀκροτάτῃ πεφύασι·
τὴν μέν θ'ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴθωνι σιδήρῳ
ἐξέταμ', ὄφρα ἴτυν κάμψῃ περικαλλέϊ δίφρῳ·
ἣ μέν τ'ἀζομένη κεῖται ποταμοῖο παρ'ὄχθας.
τοῖον ἄρ'Ἀνθεμίδην Σιμοείσιον ἐξενάριξεν
Αἴας διογενής·
ετσι τον[Ελεφηνορα]εγκατελειψε η ψυχη.πανω σ'αυτον μαχη εγινε 470
ολεθρια Τρωων κι Αχαιων,αυτοι σαν λυκοι
οι με στους δε κατεπεφταν,αντρας αντρα αρπαζε βιαια.
εκει χτυπησε τ'Ανθεμιωνα το γιο ο Τελαμωνιος Αιαντας
τ'ανυπαντρο παλικαρι Σιμοεισιον,που καποτε η μανα
απ'την Ιδη κατεβαινοντας σιμα στις οχθες του Σιμοεντα
γεννησε,οταν με τους γονεις μαζι τα προβατα φυλαγε.
γι'αυτο το λογο αυτον καλουσαν Σιμοεισιο.ουτε στους γονεις
τα θροφεια στους αγαπημενους απεδωσε,ολιγοζωος στα χρονια
υπηρξε απ'τ'Αιαντα τ'αφοβου στη καρδια το δορι δαμασθηκε.
οταν πρωτος εφτασε τον χτυπησε στο στηθος διπλα στο βυζι 480
το δεξιο.αντικρυ μεσ'απ'τον ωμο το χαλκινο κονταρι
ηρθε.αυτος δεν στις σκονες καταχαμα επεσε σαν λευκα
π'αφου σε λιβαδι ελους μεγαλου εχει φυτρωσει
γυαλιστερη,και κλωνoi στη κορυφη της φυτρωνουν.
αυτη αρματοποιος αντρας με λαμπερο σιδερο
κοβει,για να σε τροχο καμψει σε πανεμορφο αρμα.
κι αυτη ξεραμενη κειται στου ποταμου σιμα τις οχθες.
ετσ'ομοια λοιπον τον Ανθεμιδην Σιμοεισιον γυμνωσε απ'οπλα
ο θεικος Αιαντας
.
.
.
Μηδεια Ευριπιδη [3ο Χορικό-στιχοι 627-633]
μεταφραση χ.ν.κουβελης
Χορος
ἔρωτες ὑπὲρ μὲν ἄγαν
ἐλθόντες οὐκ εὐδοξίαν
οὐδ΄ ἀρετὰν παρέδωκαν
ἀνδράσιν· εἰ δ΄ ἅλις ἔλθοι 630
Κύπρις͵ οὐκ ἄλλα θεὸς εὔχαρις οὕτως.
μήποτ΄͵ ὦ δέσποιν΄͵ ἐπ΄ ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἐφείης
ἱμέρῳ χρίσασ΄ ἄφυκτον οἰστόν.
.
Χορος
ερωτες παν'απ'τα μετρα
σαν ερχονται μητ'ονομα καλο
μητ'αρετη φερνουν
στους ανθρωπους.μ'αν συνετα ομως ερθει 630
η Κυπρις,μητ'αλλη θεα γεματη χαρι ετσ'ειναι.
ποτε,ω δεσποινα,σε με απ'τα χρυσα τοξα μη ριξεις
στον ποθο που'ναι βαμενη την αφευκτη σαιτα
.
.
.