.
.
Ε
Literature Λογοτεχνία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
jetzt ist
Schach,kamerad Bertold
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εκεί στο παραλιακό Portbou στα σύνορα Γαλλίας-Ισπανιας
στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο Walter Benjamin με το τελευταίο χάπι στο χέρι μετακινεί το μαύρο άλογο
και κάνει ματ στον Bertold Brecht στο Svendborg τής Δανιας το 1936
now is
mate,Bertold
jetzt ist
Schach,kamerad Bertold
.
.
.
Το τέλος τής Έμμα Μποβαρύ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(απο το μυθιστόρημα τού Gustave Flaubert Madame Bovary,κεφάλαιο 8)
Η Έμμα έγραψε ένα γράμμα,το έκλεισε κι έγραψε ημερομηνία και ώρα,και είπε με ήρεμη φωνή,
-να το διαβάσεις αύριο,έως τότε,σε παρακαλώ,να μην με ρωτήσεις,τίποτα,
άκουγε το χτύπο τού ρολογιού
-τι ασήμαντο είναι ο θάνατος,σκέφτηκε,θα κοιμηθώ κι όλα θα τελειωσουν
-διψαω,πόσο διψαω,
αναστεναξε
-τι συμβαίνει;είπε ο Σαρλ γερνώντας έναν ποτήρι νερό
-δεν είναι τίποτα,άνοιξε το παράθυρο,πνιγομαι
ένιωσε αδυναμια
της μίλησε,δεν απάντησε,
η παραμικρή κίνηση θα της προκαλούσε εμετο
ένιωσε μια κρύα ανατριχιλα από τα πόδια μεχρι τη καρδιά
-αρχιζει,μουρμουρισε
-τι λες;
στις 9 η ώρα έκανε εμετό
άρχισε να πονάει
η αναπνοή της έγινε
ανεπαισθητη
ίδρωσε το πρόσωπο της,
τα δόντια της ετριζαν,τα μάτια διογκωμένα κοιτούσαν στο κενό,σ'ολες τις ερωτήσεις απαντούσε μ'ενα κούνημα του κεφαλιου,μια φορά χαμογελασε
με το πέρασμα της ώρας βογγουσε περισσότερο,
έτρεμε
-τι φοβερό ειναι
-πες μου,για το Θεό,τι ήπιες;
-εκει,εκεί,είπε με ασθενική φωνή
αυτός πήρε το γράμμα,το διάβασε
-συγχωρεσε με, τού είπε
εκείνος το ξαναδιάβασε
-γιατι,γιατι,
δηλητιριαστηκες,δηλητιριαστηκες
-σε λίγο θα απαλλαγείτε από μένα,είπε η Έμμα
-ποιος σου το'κανε αυτό;
-ετσι έπρεπε να γίνει,ειπε
αυτή δεν μισούσε κανέναν τώρα,ένιωθε μια γαλήνη
-φερτε μου το παιδι
ένιωσε τη πίκρα τού δηλητηριου στο στομα
-ποσο μεγαλα μάτια έχεις μαμά,πόσο χλωμή είσαι,πόσο ζεστη
σε λίγο έκανε εμετό με αιμα
πεθανε
.
.
.
My own Empire of Hyperrealist Paintings
La Belle Endormie
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Παραμύθια/Fairy Tales)
Η ωραία κοιμωμένη
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μια φορά κι ένα καιρό η βασίλισσα ένα κορίτσι γεννησε,
και τη νύχτα τα μέσανυχτα
ήρθαν οι τρεις μοίρες στη κούνια του να το μοιρανουν,
κι η πρώτη είπε η πιο όμορφη του κόσμου να γίνει,
κι η δευτερη η πιο
καλόψυχη του κόσμου
κι η τριτη στα δέκα πέντε χρόνια της να κοιμηθεί για πάντα,
οι άλλες δυο σαν τ'ακουσαν τρομαξαν,
άλλαξε αδελφή το λόγο σου,
κι εκείνη τον αλλάζει,
να κοιμηθεί στα δέκα πέντε της τα χρόνια και να ξυπνήσει μονάχα όταν περάσουν χρόνοι δέκα και τύχει εκείνη ακριβώς τη μέρα τη στιγμή να την δει άντρας και που θα την αγαπήσει,αλλιώς να κοιμηθεί για πάλι δέκα χρόνους,κι όσες φορές θα χρειαστεί αυτό να γινεται
και περνούσαν τα χρόνια
και μεγάλωνε η κόρη τού βασιλιά και τής βασίλισσας κι άλλη στο κόσμο ομορφότερη και πιο καλόψυχη δεν είχε
κι όταν έφτασαν τα δεκαπέντε χρόνια κοιμήθηκε και δεν ξαναξυπνησε,
λυπήθηκε ο πατέρας τρελάθηκε η μανα κι ολος κόσμος χλωμιασε,
κι ο βασιλιάς εκτισε ψηλο πυργο γυάλινο και σε γυάλινο κρεβάτι τη ξαπλώνει κι ήταν η κόρη όμορφη ως κι ήταν ζωντανη
και πέρασαν δέκα χρόνια τα χρόνια
κι ήρθε βασιλόπουλο γύρω εκεί να κυνηγήσει
κι όταν ειδε ψηλό πύργο γυάλινο θαύμασε
και μέσα μπήκε,και τότε είδε την όμορφη σε γυάλινο κρεβάτι κι έρωτας τον χτύπησε, εσκυψε στα χείλη την εφιλισε, ακριβως την ώρα τη στιγμή που τελεψαν οι δέκα χρονοι,εκείνη ανεστεναξε και τα ματάκια της άνοιξαν,
την πήρε και στ'άλογο την ανεβάζει την πάει στη μανούλα του,αυτή'ναι μάνα η νύφη σου κι εμένα η γυναίκα κι η μάνα καλοχαρηθηκε μαζί κι ο βασιλιάς πατερας με τις ευχές κι οι γάμοι σας
κι ύστερα όλοι αντάμα πήγανε στον βασιλιά πατέρα της και στη βασιλισα τη μάνα αυτός μάνα ο άντρας μου κι εκεινοι καλοχαρηκανμε τις ευχές να παντρεύτηκε κι έγιναν ταχια οι γάμοι κι οι χαρές κι όλοι ήτανε προσκαλεσμένοι κι ανάμεσα σ'αυτους κι εγω όπου σας τ'ανιστοραω
.
.
.
Δηιανειρα-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η ετοιμασία τής Διηανειρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τραχινα.απογευμα.3 Οκτωβριου 2024.απο το παραθυρο ο καμπος με
τις ελιες.τρικυμισμενες απ'τον δυνατο αερα.περα η θαλασσα.ενα βαθυ
γαλαζιο κομματι της.δυο κυπαρισσια σαν ορθια σπαθια σχιζουν τον αερα.
ενα πουλι περασε.ακουσε τη κραυγη του.ο ηλιος δινει σκληρες σκιες στα
πραγματα.εδω στο δωματιο.η Δηιανειρα μπροστα στον καθρεφτη.βαφει
με κραγιον κοκκινο τα χειλη.κατακοκκινα.σαν να σταζουν αιμα η'δηλητηριο.
''καποτε τα ματια μου ηταν ομορφα''σκεφτεται.κοιταζει τα ματια της.''τωρα
θελω να τα κλεισω''.με ενα μαυρο μολυβι τα περιγραφει εντονα.''μασκα
εκδικισης η' ταπεινωσης''.ησυχια στο σπιτι.ο Υλος ελειπε.''τα παιδια μεγα-
λωνουν γρηγορα και θελουν να φυγουν.δεν τα χωραει το σπιτι.ο τοπος
τους φαινεται μικρος.μιζερος.ουτε ενδιαφερονται για τους μεγαλυτερους.
για τη μανα.η ζωη εχει τους δικους της κανονες.ειναι αδυνατο να τους
αλλαξεις''.πλησιαζει το προσωπο της στον καθρεφτη.''δυο καινουργιες
ρυτιδες.''τις αγγιζει.''χθες σχεδον δεν υπηρχαν.πως μαζευεται το δερμα
και διπλωνει''.πηρε την ενυδατικη κρεμα .με τα δακτυλα την απλωσε στον
λαιμο.''λαιμος κυκνου''.λαιμος κυκνου''επανελαβε.τραγουδιστα.και γελασε
πολυ δυνατα.σαν να ραγισε ο καθρεφτης απο τη δονηση.θολωσε.''οταν ει-
μαστε νεοι ακουμε ομορφα λογια.που τα πιστευουμε.σαν διχτυ.παγιδα.μας
πιανουν.ελαφρες ανεμελες πεταλουδες.στις προσδοκιες τους.για ευτυχια''.
χαμογελασε.''γιατι τοση ερημια.γυρω μου.τοση μοναξια.σαν ολα,ανθρωποι
και πραγματα ,να αναχωρησαν.για παντα.κι ουτε που το καταλαβαινεις πως
μενεις μονος.ανεπαισθητα.σκιες μνημης.περιεργο ειναι πως εμειναν εδω
ετουτα τα λιγοστα.κι ο καθρεφτης;τι δειχνει ο καθρεφτης;μια γερασμενη γυναικα.ανισχυρη.ανημπορη.αδυνατη''.σταματησε .της φανηκε πως ακουσε
το γελιο της υπηρετριας στο διπλανο δωματιο.''εσυ εισαι Ιολη;''.φωναξε.δεν
πηρε απαντηση.συνηλθε.δεν μπορει να ηταν η Ιολη.λειπει σε αδεια.της εδωσε
τρεις μερες.κι αυτη ειναι η δευτερη μερα.αφουγκραστηκε.ακουσε θορυβο.σαν
καποιος να ηταν στο διπλανο δωματιο της κρεβατοκαμαρας.''να γυρισε ο αντρας
μου;και να ετοιμαζεται να κοιμηθει''.επαγγελματιας περιπετειων.φωναξε το ονομα
του.δεν πηρε απαντηση.ακουσε το ραδιοφωνο ν'ανοιγει για λιγο.λευτερολεπτα.της
φανηκε αιωνιοτητα.''ποια αιωνιοτητα μας περιεχει και μας αποβαλλει''.κι επειτα εκλεισε.κοιταξε προς το παραθυρο.''το φως ειναι πολυ δυνατο αυτη την εποχη.εκτυφλωτικο.σε διαπερναει.σε διαλυει.σε αφηνει διαφανο.εκτεθειμενο.
ευαλωτο.παιγνιο''.ξαναγυρισε στον καθρεφτη.πηρε το πινελο κι εβαψε ολα τα
δαχτυλα.μαυρο χρωμα.εκτος απο τον δειχτη του δεξιου χεριου.κοκκινο.''μια στα-
γονα αιμα στο αιωνιο σκοταδι''.θυμηθηκε.αυτο το δαχτυλο σαν σφηνα το εχωσε
με δυναμη στο ματι εκεινου του αντρα που με βια την αρπαξε καποτε.τον τρομο.
και το εστριψε.να τον τυφλωσει.''καλυτερα να ειχα τυφλωθει εγω.τιποτα να μην
εβλεπα .τιποτα να μην καταλαβαινα''.τωρα.τωρα ο πονος.βουβος.σαν φιδι σερνεται.υπουλος.ανεβαινει.στραγγαλιζει το λαιμο.πνιγεσαι.''σαν ποτε να μην
ημουνα κατι.ουτε για μενα ουτε για κανεναν αλλο.να μην υπηρξα''.βλεπει ολο-
κληρη τη μορφη της στον καθρεφτη.σκοτεινη.καθαρα.''να μην υπηρξα.να μην
υπηρξα ποτε καπου''.σηκωθηκε απ'τον καθρεφτη.σταθηκε ορθια.κοιταξε το
μεγαλο στρογγυλο ρολοι του τοιχου.5 και 25.σε λιγο θα ερθει η κοπελλα να
παρει το ρουχο.το εχει σιδερωμενο και διπλωμενο.στη ραχη της καρεκλας.''σαν
να ειναι φορεμενο στον ωμο αντρα''.το εχει ποτισει με αρωμα.ολα ειναι ετοιμα-
σμενα.κοιταζει προς το ανοιχτο παραθυρο.ακουει εξω τα βηματα της κοπελλας.
σε λιγο ολα θα τελειωσουν.οπως σχεδιαστηκαν.σαν να μην εγιναν ποτε.''σαν
τιποτα να μην εγινε ποτε.μια απατη.καπνος που διαλυθηκε''
.
.
.
Ο Μέγας Αλέξανδρος,μπάντα στο σπίτι μου,
Το φαρμακωμα τού Αλεξανδρου
(Πλουταρχος Βιοι,Αλέξανδρος,77.1-5)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης
c.n.couvelis
[77.1] απ'αυτα τα πιο πολλά κατά λέξη στις εφημερίδες έτσι έχουν γραφτεί
[77.2]για φαρμακωμα υποψία αμέσως τότε κανένας δεν είχε,όμως στον έκτο χρόνο λένε από
καταγγελία που έγινε η Ολυμπιάδα πολλούς αφάνισε,και πέταξε το νεκρό σώμα τού πεθαμένου Ιολα,
πως αυτός ηταν που το φάρμακο να του'ρριξε
[77.3] άλλοι ο Αριστοτέλης λένε τον Αντίπατρο παρακίνησε για να γίνει αυτό και με μια λέξη δια μέσου εκείνου
μεταφέρθηκε το φάρμακο,
έπειτα για κάποιον Αγνοθεμη λένε πως απ'τον Αντιγονο τον βασιλιά τ'άκουσε,
[77.4] το φάρμακο λοιπόν νερό είναι ψυχρό και παγωμένο,από κάποια πέτρα που'ναι στη Νωνακρη και σαν δροσιά λεπτή το'παιρναν και σε γαϊδάρου οπλή το'βαζαν,
γιατί κανένα απ'τ'αλλα δοχεία δεν το αντέχει,αλλά τα διαλύει απ'την ψυχρότητα και την δραστικοτητα
[77.5]όμως οι πιο πολλοί πως αυτα που λένε μ'ενα λόγο νομίζουν τα περί φαρμακωματος έχουν κατασκευασθει,
κι απόδειξη σ'αυτους καθόλου μικρή δεν είναι,ότι αφού οι στρατηγοί διαφωνιζαν πολλές μερες
κι ενώ αφροντιστο το σώμα έμενε σε τόπο ζεστό και υγρό καμια φθορα δεν έδειξε να'χει,
αλλά παρέμεινε καθαρό και μόλις τώρα να'ταν νεκρο
[77.1] Τούτων τὰ πλεῖστα κατὰ λέξιν ἐν ταῖς ἐφημερίσιν οὕτως γέγραπται.
[77.2] Φαρμακείας δ᾽ ὑποψίαν παραυτίκα μὲν οὐδεὶς ἔσχεν, ἕκτῳ δ᾽ ἔτει φασὶ μηνύσεως γενομένης τὴν Ὀλυμπιάδα πολλοὺς μὲν ἀνελεῖν, ἐκρῖψαι δὲ τὰ λείψανα τοῦ Ἰόλα τεθνηκότος, ὡς τούτου τὸ φάρμακον ἐγχέαντος. [77.3] οἱ δ᾽ Ἀριστοτέλην φάσκοντες Ἀντιπάτρῳ σύμβουλον γεγενῆσθαι τῆς πράξεως καὶ ὅλως δι᾽ ἐκείνου κομισθῆναι τὸ φάρμακον Ἁγνόθεμίν τινα διηγεῖσθαι λέγουσιν ὡς Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως ἀκούσαντα· [77.4] τὸ δὲ φάρμακον ὕδωρ εἶναι ψυχρὸν καὶ παγετῶδες, ἀπὸ πέτρας τινὸς ἐν Νωνάκριδι † οὔσης ἣν ὥσπερ δρόσον λεπτὴν ἀναλαμβάνοντες εἰς ὄνου χηλὴν ἀποτίθενται· τῶν γὰρ ἄλλων οὐδὲν ἀγγείων στέγειν, ἀλλὰ διακόπτειν ὑπὸ ψυχρότητος καὶ δριμύτητος. [77.5] οἱ δὲ πλεῖστοι τὸν λόγον ὅλως οἴονται πεπλάσθαι τὸν περὶ τῆς φαρμακείας, καὶ τεκμήριον αὐτοῖς ἐστιν οὐ μικρόν, ὅτι τῶν ἡγεμόνων στασιασάντων ἐφ᾽ ἡμέρας πολλὰς ἀθεράπευτον τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν οὐδὲν ἔσχε τοιαύτης φθορᾶς σημεῖον, ἀλλ᾽ ἔμεινε καθαρὸν καὶ πρόσφατον
.
.
.
Ρωξάνη
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η ζήλεια τής Ρωξάνης
(Πλουταρχος Βιοι Αλέξανδρος,77.6)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[77.6]Η Ρωξάνη τότε συνέβαινε να'ναι εγκυμονούσα και γι'αυτό
ήταν σεβαστή απ'τους Μακεδόνες,
όμως φοβερή ζήλεια είχε για την Στατειρα και την εξαπάτησε με κάποια ψεύτικη επιστολή να την επισκεφθει,κι αφού την έφερε μαζί με την αδελφή της τις σκότωσε και τα νεκρά τους σώματα στο πηγάδι τα'ρριξε και τα'χωσε,εν γνώσει αυτα τού Περδίκκα και με την συνεργεια του
[77.6] Ἡ δὲ Ῥωξάνη κύουσα μὲν ἐτύγχανε καὶ διὰ τοῦτο τιμωμένη παρὰ τοῖς Μακεδόσι· δυσζήλως δ᾽ ἔχουσα πρὸς τὴν Στάτειραν, ἐξηπάτησεν αὐτὴν ἐπιστολῇ τινι πεπλασμένῃ παραγενέσθαι, καὶ προσαγαγοῦσα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἀπέκτεινε καὶ τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ κατέβαλε καὶ συνέχωσεν, εἰδότος ταῦτα Περδίκκου καὶ συμπράττοντος.
.
.
.