.
.
22-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-
ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS
.
ΜΕΡΟΣ 22
PART 22
.
.
.
Τέλεια Σκηνοθεσία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μαϊάμι,ζεστη τροπικη μέρα,η Κάρλα,μια πορτορικανη καλονη,κολυμπούσε στη πισινα,
φορούσε λευκό κουστούμι,με ανοικτό μπλε πουκάμισο,
το υπερπολυτελές 20οροφο ξενοδοχείο ορθωνε πίσω του τον Αρτ Ντεκό όγκο του,
κοκτέιλ Vodka Martini,
δεν είχε αγωνία,όλα τα είχε σχεδιάσει,το άλλοθι,
τους είπε να μην του τηλεφωνήσουν,
ούτε θα μάθαινε από εφημερίδες η'τηλεοπτικά μέσα,
γνώριζε το παραμικρό πως θα συμβεί,
όπως και το παραμικρό θα κατέστρεφε τα πάντα,
η Κάρλα βγήκε από την πισινα,του έστειλε φιλί,γυναίκα θεά,κάθησε στη ξαπλώστρα,την παρακολουθούσε,έβαλε αντηλιακό και ξάπλωσε στον ήλιο,
τίποτα δεν γνώριζε γι'αυτον,ούτε υποψιάζονταν,ζούσε τη στιγμή,ευτυχισμένη,
όταν εμφανίστηκε ο άλλος,ένας ψηλός ξερακιανός,με μαύρο κουστούμι και κόκκινη γραβάτα
και πλησιάζοντας τον πυροβόλησε στη καρδιά,ξαφνιασμένη αναπήδησε από την καρέκλα
κι έτρεξε κοντά του τρομαγμενη,ήταν αργά,είχε ξεψυχήσει,
ο δολοφόνος ξέφυγε,και παρόλο το ανθρωποκυνηγητό δεν κατωρθωσαν να τον συλλάβουν,
την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν πως οι απανωτες δολοφονίες σημαινοντων προσωπων στη
Νέα Υόρκη ήταν δικό του σχέδιο,
όλα τα είχε σκηνοθετήσει στην εντέλεια ακόμα και τη δική του δολοφονια
.
.
.
Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich
(ο βάτραχος βασιλιάς η'ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ)
Ein Märchen der Brüder Grimm
(ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
στα παλιά χρόνια,όπου οι ευχές ακόμα βοηθούσαν,ζούσε ένας βασιλιας,που οι κόρες του ήταν όλες όμορφες,αλλά η πιο νέα ήταν τόσο όμορφη,ωστε ο ήλιος ο ίδιος,που τόσο πολλά είχε δει,την θαύμαζε,κάθε φορα που στο πρόσωπο την έβλεπε,
κοντά στον πύργο του βασιλιά βρίσκονταν ένα μεγαλο πυκνό δάσος,και μέσα στο δάσος κάτω από μια γέρικη φλαμουριά ήταν ένα πηγαδι,
όταν λοιπόν πολύ ζεστη η μέρα ήταν,πήγαινε η βασιλοπούλα μέσα στο δάσος και καθονταν στην άκρη της δροσερής πηγης-κι όταν έπληττε,τότε έπαιρνε μια χρυσή μπάλα,την ερριχνε ψηλά και την έπιανε πάλι,κι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι,
όμως συνέβηκε κάποτε,και το χρυσό τόπι της βασιλοπούλας δεν έπεσε στα χερια της,που ψηλά είχε σηκώσει,αλλά στο χώμα χτύπησε και ίσια μέσα στο νερό κυλλησε,
η βασιλοπούλα το ακολούθησε με τα μάτια της,αλλά η μπάλα εξαφανιστηκε,και το πηγάδι ήταν βαθύ,τόσο βαθύ,ώστε κανένα πάτο δεν έβλεπε,
τότε άρχισε να κλαίει κι όλο έκλαιγε δυνατωτερα και δεν μπορούσε να
παρηγορηθει,κι όπως έτσι έκλαιγε,κάποιος της φώναξε,
τι εχεις, βασιλοπούλα,και δυνατά φωνάζεις,που και μια πέτρα θα μπορούσε να συμπονεσει;
αυτή κοίταξε γύρω,από πού η φωνή να ερχονταν,τότε αντίκρυσε ένα βάτραχο,που ένα χοντρό,άσχημο κεφάλι έξω από το νερό εβγαζε,
αχ,εσύ είσαι,νεροτσαλαβουτηχτη,είπε αυτή,κλαίω για τη χρυσή μου μπάλα,που μέσα στο πηγάδι μου επεσε,
ησύχασε και μην κλαίς, απάντησε ο βάτραχος,
εγώ μπορώ καλά να σε βοηθήσω,αλλά τι θα μου δώσεις,αν το παιχνιδι σου πίσω
ανεβάσω;
ότι αν θέλεις να έχεις,καλέ μου βατραχε,είπε αυτή,τα φορεματα μου,τα μαργαριτάρια μου τα πολυτιμα πετραδια,ακόμα τη χρυση κορώνα που φορώ,
ο βάτραχος απάντησε,τα φορέματα σου,τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια και τη χρυσή σου κορώνα,αυτά εμένα δεν μ'αρεσουν,
αλλά θέλω εμένα να μ'αγαπας,και σύντροφος και παρέα στα παιχνίδια σου να'μαι,πάνω στο τραπεζάκι σου δίπλα να κάθομαι,απ'το χρυσό σου πιατακι να τρώω,απ'το κυπελλακια σου να πινω,στο κρεβατάκι σου να κοιμάμαι,
αν σε μένα αυτό υποσχεθείς,τότε θα βουτηξω και τη χρυσή μπάλα πάλι θα σ'ανεβασω,
αχ συμφωνοι,είπε αυτή,σου υπόσχομαι,ότι θελεις,αν μου ξαναφέρεις τη χρυσή μπάλα,
αλλά σκέφτηκε,τι ο ανόητος βάτραχος βλακειες λέει!
αυτός κάθεται στο νερό με τους ομοίους του και κουακ και δεν μπορεί σε κανενα ανθρωπο σύντροφος να'ναι,
ο βάτραχος,όταν η υπόσχεση του έγινε,βουτησε το κεφάλι,βυθίστηκε και μετά από λιγάκι ξαναβγήκε,είχε τη μπάλα στο στόμα και την ερριξε στο χορτάρι,
η βασιλοπούλα ήταν γεμάτη χαρά,οταν τ'ομορφο της παιχνιδι
ξαναειδε,το σήκωσε ψηλά και τρέχοντας εφυγε
περίμενε,περίμενε,φωναξε ο βάτραχος,πάρε και μένα μαζί σου,.δεν μπορώ τόσο γρήγορα να τρέξω όπως εσυ,
αλλά τι να βοηθησει,που το κουακ του,κουακ τόσο δυνατά πίσω της φώναζε,
αυτή βιάστηκε να παει σπιτι κι είχε αμέσως τον φτωχό βάτραχο ξεχάσει,που πάλι στο πηγάδι του έπρεπε να επιστρέψει,
την άλλη μέρα,όταν με τον βασιλιά κι όλους τους αυλικούς στο τραπέζι είχε καθίσει και απ'το χρυσό της πιατακι έτρωγε,τότε ακουστηκε,πλιτς πλατς,πλιτς πλατς,κάτι στη μαρμάρινη σκάλα να σέρνεται και ν'ανεβαίνει ,κι όταν αυτό πάνω ήταν φτασμένο,χτύπησε την πόρτα και φώναξε,
βασιλοπούλα,η πιο μικρή,ανοιξε μου,
αυτή ετρεξε κι ήθελε να δει,ποιος εξω να ήταν,όταν όμως άνοιξε,τότε είδε τον βάτραχο μπροστά της,
αμέσως έκλεισε τη πόρτα γρηγορα,κάθισε πάλι στο τραπεζι,κι ήταν όλο φόβο,ο βασιλιάς ένιωσε,ότι η καρδιά της δυνατά χτυπούσε,και μίλησε,
παιδί μου,γιατί φοβάσαι,μήπως κανένας γίγαντας στέκεται μπροστά στη πόρτα κι εσένα θέλει ν'αρπαξει;
-αχ,όχι,απάντησε αυτή,δεν είναι κανένας γίγαντας,αλλά ένας άσχημος βάτραχος,
τι θέλει ο βάτραχος από σένα;
αχ,πατέρα μου αγαπημένε,όταν χτες στο δάσος κοντά στο πηγάδι κάθισα,κι έπαιζα,τότε έπεσε η χρυσή μου μπάλα μέσα στο νερό,
κι επειδή γι'αυτό εκλαιγα,ο βατραχος την έφερε πάλι πάνω,κι επειδή αυτός πολύ επεμενε,τότε του υποσχέθηκα,
πως θα μου γινονταν συντροφος,
δεν σκέφτηκα όμως ποτέ,ότι έξω απ'το νερό του θα μπορούσε,τώρα είναι εξω και θέλει σε μένα μέσα να'ρθει,
κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε για δεύτερη φορά και φώναξε,
βασιλοπούλα,η πιο μικρή,άνοιξε μου,
δεν θυμάσαι,τι χτες μου είπες
κοντά στη δροσερή νεροπηγη;
βασιλοπούλα,η πιο μικρη,άνοιξε μου,
τότε είπε ο βασιλιάς,
ότι έχεις υποσχεθεί,αυτό πρέπει επίσης να το κρατήσεις,πήγαινε λοιπόν κι άνοιξε του,
αυτή πήγε κι άνοιξε τη πόρτα,τότε πήδηξε ο βάτραχος μέσα,και την πήρε από πίσω,μέχρι το κάθισμα της
εκεί κάθισε και φώναξε,
σήκωσε με πάνω σου,
αυτή δίσταξε,μέχρι που τελικά ο βασιλιάς την διεταξε,
όταν ο βάτραχος πρώτα πάνω στο κάθισμα ήταν,θέλησε πάνω στο τραπέζι κι όταν εκει κάθισε,μίλησε,
τώρα σπρώξε σε μένα πιο κοντα το χρυσό σου πιατακι,για να φάμε μαζί,
το έκανε,αλλά κάποιος έβλεπε καλα,ότι δεν το έκανε ευχαριστα,ο βάτραχος εφαγε με πολύ όρεξη,αλλά σ'αυτη σχεδον καθεμια
μπουκιά εμενε στο λαιμο,
στο τέλος αυτός μίλησε,
έχω χορτάσει κι είμαι κουρασμένος,τώρα πήγαινε με στη καμαρούλα και τα μεταξωτά σεντόνια στρώσε στο κρεβάτι,εκει θα πέσουμε να κοιμηθουμε,
η βασιλοπούλα άρχισε να κλαιει,
και φοβήθηκε τον κρύο βάτραχο,ούτε να τον αγγίξει δεν τολμούσε,και μάλιστα τώρα στο ωραίο,καθαρό κρεβατάκι της να πρέπει να κοιμηθει,
αλλά ο βασιλιάς θύμωσε και μίλησε,
όποιος σ'εχει βοηθήσει,όταν σε ανάγκη ήσουν,δεν πρέπει ύστερα να τον περιφρονας,
τότε τον άρπαξε αυτή με δύο δάχτυλα,τον σήκωσε και τον έβαλε σε μια γωνια,όταν όμως αυτή ξάπλωσε στο κρεβάτι,αυτό σύρθηκε κοντά και μίλησε,
είμαι κουρασμένος,θέλω να κοιμηθώ τόσο καλά όπως και συ,σήκωσε με από δω,αλλιώς θα το πω στον πατερα σου,
τότε αυτή οργίστηκε,τον αρπαξε και τον πέταξε μ'ολη τη δύναμη πάνω στον τοιχο,
τώρα θα ησυχάσεις,κακάσχημε βατραχε,
όταν όμως αυτός κάτω έπεσε,δεν ήταν πια βατραχος,αλλα μόνο ένα βασιλόπουλο με όμορφα και ευγενικά μάτια,
που τώρα ήταν με του πατέρα της την επιθυμία ο αγαπημένος της σύντροφος και άντρας,
τότε της διηγήθηκε,πως από μια κακια μάγισσα ήταν μαγεμένος,και κανένας δεν θα μπορούσε έξω απ'το πηγάδι να τον απολυτρωσει παρά.μοναχα αυτή,κι αύριο θα ήθελε μαζί να πάνε στο βασίλειο του,
κατόπιν κοιμήθηκαν,και τ'αλλο πρωί,όταν ο ήλιος ανετειλε,ήρθε μια άμαξα να ταξιδέψουν,με οκτώ άσπρα άλογα ζευγμενη,που είχαν άσπρα φτερά στρουθοκαμηλου στο κεφάλι και χαλινάρια με χρυσές αλυσίδες,και πίσω στέκονταν ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά,που ήταν ο πιστός Χάινριχ,
ο πιστός Χάινριχ είχε τόσο στενοχωρηθεί,όταν ο κύριος του ήταν μεταμορφωμενος σ'εναν βάτραχο,που με τρεις σιδερένιες ζώνες είχε ζωσει γύρω τη καρδιά του,για να μην σπάσει απ'τον πόνο και τη λύπη,
αλλά η άμαξα έπρεπε τον νεαρό βασιλιά στο βασίλειο του να φέρει,ο πιστός Χάινριχ βοήθησε και τους δύο να μπουν μέσα,αυτός ξανακαθησε πίσω κι ήταν γεμάτος χαρά για την απολύτρωση,
κι όταν προχώρησαν στο δρόμο ,άκουσε το βασιλόπουλο, πίσω του θόρυβο,σαν κάτι να εσπασε,τότε γύρισε και φώναξε,
Χαινριχ,η άμαξα σπάζει
όχι,κύριε,δεν σπαζει η άμαξα,
είναι η ζώνη απ'την καρδιά μου,
που'ναι εκεί για το μεγάλο πόνο,
όταν στο πηγάδι καθοσουνα
όταν ένας βάτραχος ησουνα,
ακόμα μια φορά κι ακόμα μια φορά ακούστηκε ο θόρυβος στο δρόμο,και το βασιλόπουλο νόμιζε πάντα,,η άμαξα πως έσπαζε,αλλ'όμως ήταν οι ζώνες,που απ'τη καρδιά του πιστού Χάινριχ τινάζονταν,γιατι ο κύριος του απολυτρωθηκε κι ευτυχισμένος ηταν
.
.
Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich
Ein Märchen der Brüder Grimm
In den alten Zeiten, wo das Wünschen noch geholfen hat, lebte ein König, dessen Töchter waren alle schön; aber die jüngste war so schön, daß die Sonne selber, die doch so vieles gesehen hat, sich verwunderte, sooft sie ihr ins Gesicht schien. Nahe bei dem Schlosse des Königs lag ein großer dunkler Wald, und in dem Walde unter einer alten Linde war ein Brunnen; wenn nun der Tag recht heiß war, so ging das Königskind hinaus in den Wald und setzte sich an den Rand des kühlen Brunnens - und wenn sie Langeweile hatte, so nahm sie eine goldene Kugel, warf sie in die Höhe und fing sie wieder; und das war ihr liebstes Spielwerk.
Nun trug es sich einmal zu, daß die goldene Kugel der Königstochter nicht in ihr Händchen fiel, das sie in die Höhe gehalten hatte, sondern vorbei auf die Erde schlug und geradezu ins Wasser hineinrollte. Die Königstochter folgte ihr mit den Augen nach, aber die Kugel verschwand, und der Brunnen war tief, so tief, daß man keinen Grund sah. Da fing sie an zu weinen und weinte immer lauter und konnte sich gar nicht trösten. Und wie sie so klagte, rief ihr jemand zu: "Was hast du vor, Königstochter, du schreist ja, daß sich ein Stein erbarmen möchte." Sie sah sich um, woher die Stimme käme, da erblickte sie einen Frosch, der seinen dicken, häßlichen Kopf aus dem Wasser streckte. "Ach, du bist's, alter Wasserpatscher," sagte sie, "ich weine über meine goldene Kugel, die mir in den Brunnen hinabgefallen ist." - "Sei still und weine nicht," antwortete der Frosch, "ich kann wohl Rat schaffen, aber was gibst du mir, wenn ich dein Spielwerk wieder heraufhole?" - "Was du haben willst, lieber Frosch," sagte sie; "meine Kleider, meine Perlen und Edelsteine, auch noch die goldene Krone, die ich trage." Der Frosch antwortete: "Deine Kleider, deine Perlen und Edelsteine und deine goldene Krone, die mag ich nicht: aber wenn du mich liebhaben willst, und ich soll dein Geselle und Spielkamerad sein, an deinem Tischlein neben dir sitzen, von deinem goldenen Tellerlein essen, aus deinem Becherlein trinken, in deinem Bettlein schlafen: wenn du mir das versprichst, so will ich hinuntersteigen und dir die goldene Kugel wieder heraufholen." - "Ach ja," sagte sie, "ich verspreche dir alles, was du willst, wenn du mir nur die Kugel wieder bringst." Sie dachte aber: Was der einfältige Frosch schwätzt! Der sitzt im Wasser bei seinesgleichen und quakt und kann keines Menschen Geselle sein.
Der Frosch, als er die Zusage erhalten hatte, tauchte seinen Kopf unter, sank hinab, und über ein Weilchen kam er wieder heraufgerudert, hatte die Kugel im Maul und warf sie ins Gras. Die Königstochter war voll Freude, als sie ihr schönes Spielwerk wieder erblickte, hob es auf und sprang damit fort. "Warte, warte," rief der Frosch, "nimm mich mit, ich kann nicht so laufen wie du!" Aber was half es ihm, daß er ihr sein Quak, Quak so laut nachschrie, als er konnte! Sie hörte nicht darauf, eilte nach Hause und hatte bald den armen Frosch vergessen, der wieder in seinen Brunnen hinabsteigen mußte.
Am andern Tage, als sie mit dem König und allen Hofleuten sich zur Tafel gesetzt hatte und von ihrem goldenen Tellerlein aß, da kam, plitsch platsch, plitsch platsch, etwas die Marmortreppe heraufgekrochen, und als es oben angelangt war, klopfte es an die Tür und rief: "Königstochter, jüngste, mach mir auf!" Sie lief und wollte sehen, wer draußen wäre, als sie aber aufmachte, so saß der Frosch davor. Da warf sie die Tür hastig zu, setzte sich wieder an den Tisch, und es war ihr ganz angst. Der König sah wohl, daß ihr das Herz gewaltig klopfte, und sprach: "Mein Kind, was fürchtest du dich, steht etwa ein Riese vor der Tür und will dich holen?" - "Ach nein," antwortete sie, "es ist kein Riese, sondern ein garstiger Frosch." - "Was will der Frosch von dir?" - "Ach, lieber Vater, als ich gestern im Wald bei dem Brunnen saß und spielte, da fiel meine goldene Kugel ins Wasser. Und weil ich so weinte, hat sie der Frosch wieder heraufgeholt, und weil er es durchaus verlangte, so versprach ich ihm, er sollte mein Geselle werden; ich dachte aber nimmermehr, daß er aus seinem Wasser herauskönnte. Nun ist er draußen und will zu mir herein." Und schon klopfte es zum zweitenmal und rief:
"Königstochter, jüngste,
Mach mir auf,
Weißt du nicht, was gestern
Du zu mir gesagt
Bei dem kühlen Wasserbrunnen?
Königstochter, jüngste,
Mach mir auf!"
Da sagte der König: "Was du versprochen hast, das mußt du auch halten; geh nur und mach ihm auf." Sie ging und öffnete die Türe, da hüpfte der Frosch herein, ihr immer auf dem Fuße nach, bis zu ihrem Stuhl. Da saß er und rief: "Heb mich herauf zu dir." Sie zauderte, bis es endlich der König befahl. Als der Frosch erst auf dem Stuhl war, wollte er auf den Tisch, und als er da saß, sprach er: "Nun schieb mir dein goldenes Tellerlein näher, damit wir zusammen essen." Das tat sie zwar, aber man sah wohl, daß sie's nicht gerne tat. Der Frosch ließ sich's gut schmecken, aber ihr blieb fast jedes Bißlein im Halse. Endlich sprach er: "Ich habe mich sattgegessen und bin müde; nun trag mich in dein Kämmerlein und mach dein seiden Bettlein zurecht, da wollen wir uns schlafen legen." Die Königstochter fing an zu weinen und fürchtete sich vor dem kalten Frosch, den sie nicht anzurühren getraute und der nun in ihrem schönen, reinen Bettlein schlafen sollte. Der König aber ward zornig und sprach: "Wer dir geholfen hat, als du in der Not warst, den sollst du hernach nicht verachten." Da packte sie ihn mit zwei Fingern, trug ihn hinauf und setzte ihn in eine Ecke. Als sie aber im Bett lag, kam er gekrochen und sprach: "Ich bin müde, ich will schlafen so gut wie du: heb mich herauf, oder ich sag's deinem Vater." Da ward sie erst bitterböse, holte ihn herauf und warf ihn aus allen Kräften wider die Wand: "Nun wirst du Ruhe haben, du garstiger Frosch."
Als er aber herabfiel, war er kein Frosch, sondern ein Königssohn mit schönen und freundlichen Augen. Der war nun nach ihres Vaters Willen ihr lieber Geselle und Gemahl. Da erzählte er ihr, er wäre von einer bösen Hexe verwünscht worden, und niemand hätte ihn aus dem Brunnen erlösen können als sie allein, und morgen wollten sie zusammen in sein Reich gehen. Dann schliefen sie ein, und am andern Morgen, als die Sonne sie aufweckte, kam ein Wagen herangefahren, mit acht weißen Pferden bespannt, die hatten weiße Straußfedern auf dem Kopf und gingen in goldenen Ketten, und hinten stand der Diener des jungen Königs, das war der treue Heinrich. Der treue Heinrich hatte sich so betrübt, als sein Herr war in einen Frosch verwandelt worden, daß er drei eiserne Bande hatte um sein Herz legen lassen, damit es ihm nicht vor Weh und Traurigkeit zerspränge. Der Wagen aber sollte den jungen König in sein Reich abholen; der treue Heinrich hob beide hinein, stellte sich wieder hinten auf und war voller Freude über die Erlösung.
Und als sie ein Stück Wegs gefahren waren, hörte der Königssohn, daß es hinter ihm krachte, als wäre etwas zerbrochen. Da drehte er sich um und rief:
"Heinrich, der Wagen bricht!"
"Nein, Herr, der Wagen nicht,
Es ist ein Band von meinem Herzen,
Das da lag in großen Schmerzen,
Als Ihr in dem Brunnen saßt,
Als Ihr eine Fretsche (Frosch) wast (wart)."
Noch einmal und noch einmal krachte es auf dem Weg, und der Königssohn meinte immer, der Wagen bräche, und es waren doch nur die Bande, die vom Herzen des treuen Heinrich absprangen, weil sein Herr erlöst und glücklich war.
.
.
.
Ο επιτηρητής του Jeremy Bentham Panopticon
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Περὶ Πανόπτου
Τοῦτον πάντα βουλόμενον ἀκούειν καὶ ὁρᾶν ἐν παντὶ τῷ σώματι ὀφθαλμοὺς ἔχειν ἐπλάσαντο.
ὅθεν ἔτι καὶ νῦν τοὺς τοιούτους πανόπτας καλοῦμεν.
(Ηρακλείτου μυθογραφου)
Ἀλλ’ ἔστι δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πανθ’ ὁρᾷ
(Μένανδρος,4ος άι.πΧ)
το κτίριο-κρατησης-επιτηρησης
του Jeremy Bentham Panopticon,ήταν 4οροφο κυκλικο κτίριο,ο κάθε όροφος αποτελούνταν από
50 διαμερίσματα-κελια,συνολικά 559,διαστάσεων 4μ όψη χ 6μ βάθος 3μ ύψος,τα οποία δεν επικοινωνούν μεταξύ τους,
στην εσωτερική πλευρά προς τον αυλή ανοικτά με γυάλινη διάφανη πόρτα,στο βάθος παράθυρο,
τη μέρα κάθε κελί φωτίζεται από το φως της μερα,τη νύχτα ανάβει ηλεκτρικός φωτισμός,στην εξωτερική πλευρά τέσσερις κυκλικοί διάδρομοι ανά όροφο,και 4 ασανσέρ ανά 50 μ μέτρα,
στο κέντρο της αυλής υψωνεται
το παρατηρητήριο,ένας κυλινδρικός 4οροφος πυργος,με εσωτερικό ασανσέρ στον άξονα
του,κάθε όροφος είναι ενιαίος χώρος,με εξωτερικό γυαλί αδιαφανο από γυαλί από τα κελια ,
εκεί στα κελιά κράτησης-επιτηρησης βρίσκονται απομωνομενοι οι κρατούμενοι,
και στον πύργο οι παρατηρητές,από πού μπορούν τα παρατηρούν τα πάντα,
η παρατήρηση των κρατουμένων είναι 24ωρη,και οι κρατούμενοι αισθανονται ότι οποιανδήποτε στιγμή μπορει να επιτηρούνται αλλά δεν το γνωρίζουν πότε,όλοι τους είναι ορατοί από τον πύργο,αλλά αυτοί τίποτα δεν βλέπουν εκεί,
κανέναν παρατηρητή,
όταν τον διόρισαν για φύλακα παρατήρησης ήταν ο μοναδικός στον πύργο,οι κρατούμενοι αυτό δεν
το ήξεραν,νομίζουν,του είπαν,πως ο αριθμός των παρατηρητών είναι επαρκής γι'αυτους,ένας παρατηρητής για τον καθε επιτηρουμενο, όταν θα κοιμόνταν,τι θα γίνονταν;ρώτησε,δεν έχει σημασία,του απάντησαν,έτσι κι αλλιώς οι άλλοι το αγνοούν,νομίζουν ότι η επιτηρηση δεν έχει κενά,είναι συνεχής,
ρώτησε,πόσοι κρατούμενοι υπαρχουν τωρα,του απάντησαν,πως αυτό δεν τον ενδιαφέρει,το καθήκον του ήταν να καταγράφει τι έβλεπε,και να το αναφέρει,
στην αρχή μέτρησε,δεν έκανε λάθος,ήταν ακριβώς 60 κρατουμενοι,στο ισόγειο 5,α'όροφος 10,β'οροφος 15,3ος οροφος 10,4ος όροφος 20,
μετά από μια εβδομάδα αυξήθηκαν σε 70,στο δεύτερο προστέθηκαν 3 και στον 4ο 7,
μετά από πέντε μέρες ελλατωθηκαν,43,
συμπαιρανε πως κάποιοι θα έκτισαν την ποινή τους και θα απολυθηκαν,άλλοι θα πήγαν στο νοσοκομείο,άλλοι θα πεθαναν,κι άλλοι θα εκτελεστηκαν,
σ'αυτον όταν έδινε τις γραπτές αναφορές του δεν του έδιναν πληροφορίες,τι ακριβώς συνέβαινε,και
το θεώρησε φρόνιμο να μην ρωτά,έπειτα δεν τον ενδιέφερε,ήθελε να εκτελεί ψυχρά τη δουλειά του,
να μην εμπλέκεται συναισθηματικά με τους κρατούμενους,έπειτα ότι κατέγραφε,μάλλον τα θεωρούσε ασήμαντα,τι ώρα σηκώνονταν,πόση ώρα περπατούσαν στο δωμάτιο,τι ώρα έτρωγαν,αν ξαπλωναν το μεσημέρι,αν διάβαζαν,με το κυαλι,διάβαζε τον τίτλο του βιβλίου,περιεργαζονταν τα χαρακτηριστικά τους,κάποιοι από τις κινήσεις των χειλιών τους μονολογουσαν,άλλοι είχαν κλειστό το στόμα,άλλοι συχνά ξέσπαζαν σε γέλιο,κάποιος χτύπησε το κεφάλι του στο τοίχο,είδε τα αίματα,ειδοποίησε,είδε
δύο νοσοκόμους να μπαίνουν στο κελί,εκείνος τους επετεθηκε,τον ερριξαν κάτω και κατάφεραν να τον ακινητοποιδουν,
ένα άλλο βράδυ παρακολουθούσε ένα κρατούμενο,στο 17ο κελί του β'οροφου,ένα αδύνατο άνθρωπο,κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού,ακινητος ώρα πολύ,δεν βασταξε και τα μάτια του έκλεισαν,
μέσα στη νύχτα ξύπνησε,είδε με τρόμο απέναντι τον κρατούμενο κρεμασμένο με το σεντόνι,χτύπησε το κουδούνι συναγερμού,πήγαν,δύο νοσοκόμοι,και τον ξεκρέμασαν,από το παρατηρητήριο του έβλεπε,έφυγαν,το δωμάτιο άδειο,δεν ξανακοιμήθηκε,
την άλλη μέρα ζήτησε την παρετηση του,του μίλησαν αυστηρά,δεν την δέχτηκαν,
αυτό ήταν αδύνατο,ούτε να διανοείται,
σε λίγες μέρες δεν έβλεπε κανέναν κρατούμενο σε κανένα κελι,ρώτησε και του είπαν πως
πραγματικά άδειασε η φυλακή,
χάρηκε γιατί δεν θα υπήρχε λόγος να παραμείνει επιτηρητής,
πέρασαν μέρες,δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον,πρώτα η απασχόληση με τους κρατούμενους του γέμιζε το χρόνο,τώρα δεν έβλεπε κανέναν,ένα κενό ,μια ερημιά,κάποιες φορές νόμιζε πως θα τρελενονταν,
κάποια μέρα του ανακοίνωσαν πως στη φυλακή θα είχαν έναν μόνο κρατούμενο κι αυτόν θα επιτηρούσε,μόνο που για λόγους ασφαλείας θα του άλλαζαν συνεχώς όροφο και κελί,το καθήκον του θα ήταν το ίδιο,η αυστηρή κι αδιάκοπη επιτήρηση αυτού του μοναδικού ανθρώπου,και η επιτήρηση αρχίζει από αυτή τη στιγμη,
ανέβαινε συνέχεια τους οροφους στο πύργο παρατήρησης,περιφέρονταν σε κάθε ένα από αυτόν και κοιτούσε τα 50 κελιά στον καθένα,
πουθενά δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει τον φυλακισμένο,και δεν ήταν δυνατόν να καταγράψει τις κινήσεις του,οι αρχές της φυλακης άρχισαν να τον πιέζουν,ήθελαν οπωσδήποτε αναφορές,οι δικαιολογίες που επικαλούνταν τους φαίνονταν ύποπτες,πως όσο και να έψαξε,νύχτα και μέρα, δεν τον βρήκε,
του είπαν πως θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά,
τότε σκέφτηκε και το αποφάσισε να φανταστεί έναν κρατούμενο,και έτσι να κάνει τις καταγραφές του,
στην αρχή αυτές ήταν ολιγολογες,
σιγά σιγά όμως έγραφε όλο και περισσότερα μέχρι που έφτασε να αναφερει πολλές λεπτομέρειες,
οι ανώτεροι γι'αυτες τον έπαινεσαν,δεν φαντάζονταν,του είπαν,πόσο ενδιαφέρουσες ήταν
για την υπηρεσία τους,πόσο χρησιμες,και ανεκτίμητης αξιας
τα χρόνια πέρασαν,είχε πια γεράσει,δεν μπορουσε να κουνηθεί,τα πόδια του είχαν παραλύσει,τα μάτια του είχαν θολώσει,ήταν σχεδόν τυφλός,
κάθονταν σε μια πολυθρόνα ακίνητος στον τρίτο όροφο,του έβαλαν μια νοσοκόμα να τον φροντίζει,
επειδή δεν μπορούσε να γράφει,σε ένα μαγνητόφωνο κατέγραφε τις παρατηρήσεις του για τον κρατούμενο,η φωνή του είχε μια δραματικότητα,πολλές φορές ήταν σαν παραληρημα,δύσκολα να καταλάβουν τι έλεγε,
στη τελευταία του ηχογράφηση φώναξε πως ήταν τελείως τυφλός και κουφός,
παρόλαυτα τους περιεγραφε τον επιτηρουμενο,λεπτομερεστατα,τι χρώμα έχουν τα κουμπιά από τα σακάκι του,πόσες τρίχες έχει το μουστάκι και το μούσι του,πόσες φορές αναπνέει το δευτερολεπτο,ακόμα και τα όνειρα που βλέπει,και πως τον είδε,γέλασε σαρκαστικά,να βγαζει ένα πιστόλι να τον σημαδευει και να τον πυροβολει,
ορίστε,τους είπε,κι άνοιξε το πουκάμισο του,εδώ ακριβώς στη καρδιά,να η πληγή,
οι άλλοι με τρόμο είδαν την πληγή,κάποιοι δεν τον πίστεψαν,παίζει θεατρο,μας κοροϊδεύει,πρέπει να τιμωρηθεί,είναι αχρειος,ψεύτης,το ήξερε πως κανένας δεν ήταν στη φυλακή να επιβλέπει,αυτός ήταν ο επιβλεπομενος,το πειραματόζωο μας,σηκωστε τον να τον κλείσουμε στη φυλακή,φώναξε κάποιος,στη θέση του θα βρεθεί άλλος φύλακας,η φυλακή,κύριοι,δεν θα κλείσει,είναι υψίστης σημασίας για την δικαιοσύνη μας,αλλιμονο αν υπολογίζουμε τους επικριτές κι αντηρρησιες τους συστήματος μας,η κοινωνία μας θα καταστρέφονταν,
τα πραγματα επιβαλονταν να επανερθουν όπως πριν ήταν,
ο διευθυντής διέταξε να τον σηκώσουν,και να τον κλείσουν στην φυλακή απέναντι,στο 21ο κελι του 3ου ορόφου του Jeremy Bentham Panopticon
.
.
.
Από το Μεγάλο Σάββατο
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις,
τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου,
ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο,
ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε,
καὶ αἱ πέτραι διεῤῥήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν,
καὶ σώματα ἠγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν, ᾅδης κάτω στενάζει,
καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν,
τὰ δὲ Γύναια κράζουσι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον,
ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος
αυτός που συγκρατεί τα πάντα πάνω σε σταυρο σηκωθηκε,
και θρηνεί όλη η Κτίση,αυτόν να βλέπει
κρεμασμένον γυμνό πάνω στο ξύλο,
ο ήλιος τις ακτίνες του έκρυψε,
και το φως τους τα αστέρια έσβησαν,
η γη με πολύ φόβο συνταραχτηκε,
η θάλασσα τραβήχτηκε,και οι πέτρες έσπασαν,
ταφοι πολλοι ανοίχτηκαν
και σώματα αναστήθηκαν αγίων ανθρώπων,
ο Άδης κάτω στενάζει
και οι Ιουδαιοι σκέφτονται να συκοφαντήσουν τ
ην Ανάσταση του Χριστού,
οι γυναίκες φωνάζουν δυνατά,
αυτό το Σάββατο είναι το υπερευλογημενο,
στο οποίο ο Χριστός
αφού κοιμηθηκε,θα αναστηθει σε τρεις μέρες.
Προφητείας Ἰεζεκιὴλ τὸ
Ἀνάγνωσμα
(Κεφ. ΛΖ’, 1-14)
Ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κυρίου, καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων, καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτά, κύκλωθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα, ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, καὶ ἰδοὺ ξηρὰ σφόδρα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα. Κύριε, Κύριε, σὺ ἐπίστασαι ταῦτα. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα, καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς. Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου, τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις. Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω εἰς ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς, καὶ δώσω εἰς ὑμᾶς νεῦρα, καὶ ἀνάξω εἰς ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα, καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ γνώσεσθε, ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος. Καὶ προεφήτευσα, καθὼς ἐνετείλατό μοι Κύριος. Καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι, καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς. Καὶ εἶπε πρὸς με. Προφήτευσον, ἐπὶ τὸ πνεῦμα, υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον, καὶ εἰπὲ τῷ πνεύματι. Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. Ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθέ, καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν. Καὶ προεφήτευσα, καθ’ ὅ,τι ἐνετείλατό μοι, καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν, καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα.
με άγγιξε το χέρι του Κυρίου,και
με πνεύμα Κυρίου με σήκωσε και με έβαλε στη μέση πεδιάδας,κι αυτή ήταν γεμάτη από
ανθρώπινα οστά και με περιέφερε γύρω τους και είδα πάρα πολλά πάνω στην επιφάνεια
της πεδιαδας,και ήταν ξηρά παρά πολύ,και είπε σε μένα,
υιέ του ανθρώπου,μπορούν να ζήσουν τα οστά αυτά;
και είπα,
Κύριε,Κύριε,εσύ τα καθορίζεις αυτα,
και μου είπε,
προφήτευσε στα οστά αυτά και πες σε αυτά,
οστά ξηρά,ακούστε τον λόγο του Κυρίου,αυτά εδώ λέγει Κύριος στα οστά αυτά,
να τώρα θα σας φέρω πνεύμα ζωής,και θα σας δώσω νεύρα,και θα απλώσω πάνω σας δέρμα,
και θα δώσω το πνεύμα μου σε σας,και θα ζήσετε,και θα γνωρίσετε ,ότι εγω είμαι ο Κύριος,
και προφητευσα,και με πρόσταξε ο Κύριος,
Και ενώ προφήτευα,τοτε έγινε σεισμος,και μαζεψε μαζί τα οστά,το καθένα με εκείνο που τ
ου αρμοζε,
και είδα,τώρα να,πάνω τους νεύρα και σάρκες φύτρωναν,και απλωθηκε πάνω σε αυτά δέρμα,
όμως πνεύμα ζωής δεν ήταν σε αυτά,
και είπε σε μένα,
προφήτευσε στο πνεύμα,υιέ του ανθρώπου,προφήτευσε,και πες στο πνεύμα,
αυτά εδώ λέει ο Κύριος Κύριος,
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έλα,και εμφύσησε στους νεκρούς αυτούς,
και τότε θα ζήσουν,
και προφητευσα,καθώς με πρόσταξε,και μπήκε μέσα σε αυτούς το πνεύμα,
και έζησαν,και στάθηκαν όρθιοι στα πόδια τους,
ένα πληθος πολύ μεγάλο ανθρώπων,
.
.
Ευαγγέλιο Όρθρου, Κατά Ματθαίο ΚΖ'(27) 62-66
Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν Παρασκευήν συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες, Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν,
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας,
μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσιν τῷ λαῷ, ᾽Ηγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν,
καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, ῎Εχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. Οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ
τῆς κουστωδίας
την αυριανη μέρα,που είναι μετά την Παρασκευή,μαζευτηκαν οι αρχιερείς και Φαρισαίοι
στον Πιλάτο λέγοντες,
Κύριε θυμήθηκαμε ότι εκείνος ο απατεώνας είπε όταν ακόμα ζούσε,πως μετά από τρεις μέρες
θα αναστηθω,
πρόσταξε λοιπόν να ασφαλιστεί ο τάφος,μήπως πηγαίνοντας οι μαθητές του τον κλεψουν
και πουν στον λαό,αναστήθηκε από τους νεκρούς,και είναι η εσχάτη πλάνη χειρότερη
από την πρώτη,
τότε είπε ο Πιλάτος σ'αυτους,
σας δίνω φρουρά,πήγαινε και ασφαλιστε όπως ξέρετε,
αυτοί αφού πήγαν ασφάλισαν τον τάφο σφραγιζοντας τον
με μεγαλη πέτρα με τη βοήθεια της φρουρας
.
.
.
Το Κατά Μαρκον Ευαγγελιον της Ανάστασης(16,1-8)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΑΙ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον
ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
και οταν πέρασε το σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή
και η Μαρία του Ιάκωβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα
για να έρθουν να τον αλείψουν,
και πολύ πρωί την επόμενη μέρα από το σαββατο έρχονται στο μνημείο,όταν ανέτειλε ο ήλιος,και έλεγαν μεταξύ τους,
ποιος θα μας κυλισει τη πέτρα από τη πόρτα του μνημείου;
και κοιτάζοντας βλέπουν ότι ειχε κυλιστει η πετρα,γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη,
και μπαίνοντας μέσα στο μνημείο είδαν έναν νεαρό να κάθεται στα δεξιά,ντυμένον με
λευκό ρούχο,και ταταχτηκαν,
αυτός τότε λέει σε αυτές,μην
ταραζεστε,τον Ιησού ζητάτε τον Ναζωραίου τον σταυρωμενο,
αναστήθηκε,δεν είναι εδω,να ο τόπος όπου τον έβαλαν,αλλά
τραβάτε να πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι
πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία,εκεί θα τον δείτε,όπως
σας είπε,
και αφού βγήκαν έξω έφυγαν από το μνημείο,
τρόμος και αναστατωση τις κατειχε
και σε κανέναν τίποτα δεν είπαν,
γιατί φοβούνταν,
.
.
.
Οι Γαμοι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιδιότροποι Έρωτες)
Μεταλλαγη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
συζούσαν πέντε χρόνια,χωρίς ιδιαίτερες σοβαρες κρίσεις στη σχέση τους,παρότι τη διαφορά
ηλικίας που είχαν,παιδιά,από επιλογή,δεν έκαναν,και οι δύο ήταν επιτυχημένοι στις εργασίες τους,ανεξάρτητοι,δεν προέκυψαν αντιζηλίες και ανταγωνισμοί,συχνά έκαναν ταξίδια,αγαπούσαν
και οι δύο τη μουσική,ο άντρας ιδιαίτερα τη τζαζ και η γυναίκα την κλασσική,απέφευγαν γενικά
τις υπερβολές,ο ένας άφηνε να νιώθει ο άλλος ελεύθερος,
εκείνη τη μέρα,μετα το μεσημέρι,όταν ο άντρας γύρισε από τη δουλειά,δεν βρήκε τη γυναίκα στο σπίτι,την πήρε τηλέφωνο,δεν απάντησε,
ετοίμασε κάτι πρόχειρο και έφαγε,ένιωθε κούραση και ξάπλωσε,
όταν ξύπνησε η γυναίκα κοιμόνταν δίπλα του,με γυρισμένη τη πλάτη,
θαύμασε το λαιμό της,την άγγιξε,εκείνη γύρισε προς το μέρος του,του χαμογέλασε,
τότε είδε το πρόσωπο της,ήταν το πρόσωπο μιας αλλης γυναίκας,συγκρατήθηκε,δεν την ρώτησε
τι συμβαίνει,χαμογέλασε κι εκείνος,ήταν πολύ όμορφη,την αγκάλιασε και φιληθηκαν,
η γυναίκα σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη,ήταν,είδε,ψηλότερη,
πιο λεπτή,
αργότερα στο σαλόνι κάθησε στο πιάνο και έπαιξε,
Für Elise,του Μπετόβεν,
εκπληκτική δεξιοτεχνία,
οταν τελείωσε την χειροκροτησε,
-ευχαριστω,του είπε η γυναίκα,που σου άρεσε,
τώρα θα παίξω για σένα μια τζαζ εκδοχή του,
ο αυτοσχεδιασμός της ηταν μαγευτικός,
εκείνη τη μέρα φάγανε σε ένα πολυτελές εστιατόριο,
σκέφτηκε να ρωτησει το όνομα της,το απέφυγε,
το όνομα της,φυσικά,θα ήταν το ίδιο,
τη νύχτα σε ένα μπαρ,
ένιωθε ερωτευμένος μαζί της,
καταλάβαινε πως αυτή η γυναίκα ήταν μια άλλη γυναίκα,
η γυναίκα του έγινε μια άλλη γυναίκα,
πολλά τώρα θα αλλάξουν,
αλλάζουν,
ξέχασε εντελώς την γυναίκα πριν από αυτήν,
κι αυτή του συμπεριφέρονταν σαν να τον ήξερε από χρόνια,
ένιωθε ευτυχισμένος και δεν τον ένοιαζε να μάθει τι συνέβηκε,
μια μέρα την είδε σε κεντρικό δρόμο,ήταν μαζί με ένα κύριο,
δεν έδειξε να τον γνώρισε,
τους ακολούθησε,μέχρι που τους έχασε μέσα στο πλήθος,
τον ξύπνησε το τηλεφωνο,
-με πήρες τηλέφωνο;,άκουσε τη φωνή της,δεν χτύπησε,τώρα είδα την αναπαντητη,είχα μια
πολύ επειγουσα δουλεια στο γραφείο,ένας δύσκολος πελάτης,θα σου πω,σε λίγο θα γυρίσω,
σηκώθηκε,έκανε μπάνιο,ξυρίστηκε,την περίμενε
στο σαλόνι,από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα είδε ότι είχε νυχτώσει,τα φώτα της πόλης ,δεν άναψε
το φως,
έμεινε στο μισοσκοταδο,
εκείνη γύρισε,
τον φιλισε,
-είμαι πολυ κουρασμένη,του είπε,θα πάω στο μπάνιο να χαλαρώσω,
έβγαλε τα ρούχα της,τα πέταξε κάτω στο πάτωμα,
τον κοίταξε,χαμογελουσε,
ποτέ μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που συζούσαν δεν την είχε δει τόσο όμορφη,
.
.
.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο της Σταύρωσης, ΚΖ'(27) 33-54
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος.
καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
κι αφού ήρθαν στο τόπο που λέγεται Γολγοθάς,ο οποίος είναι λεγόμενος κρανίου τόπος,έδωκαν σε αυτόν να πιει ξύδι με χολή αναμιγμενο
και αφού το δοκίμασε δεν ήθελε να το πιει,
τότε αφού τον σταύρωσαν μοίρασαν τα ρούχα του βάζοντας κλήρο,και κάθησαν να τον επιτηρούν εκεί,
και τοποθέτησαν πάνω από το κεφαλι του την αιτια της σταύρωσης γραμμενη,
αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλιάς των Ιουδαίων,
τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο ληστές,ο ένας από τα δεξιά κι άλλος από τα αριστερα,
αυτοί που περνούσαν κοντά τον βλαστημουσαν κουνώντας τα κεφάλια τους και έλεγαν,
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και μέσα σε τρεις μέρες τον οικοδομεις,σώσε τον εαυτό σου,
αν Υιος είσαι του Θεού,κατεβα απο τον σταυρό,
παρόμοια και οι αρχιερείς εμπαιζοντας τον μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτερους και τους Φαρισαίους έλεγαν,.
άλλους έσωσε,τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει,εάν Βασιλιάς του Ισραήλ είναι,ας κατεβει τώρα
από τον σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σε αυτόν,
αυτός έχει πίστη στο Θεό,ας τον σώσει τώρα,αν τον θέλει,γιατί είπε ότι Θεού είμαι υιός,
το ίδιο και οι ληστές αυτοι που μαζί με αυτόν ειχαν σταυρωθει
τον περιεπαιζαν,
από την έκτη ώρα σκοτάδι έγινε πάνω σε όλη τη γη μέχρι την ενατη ωρα,
τότε περί την.ενάτη ώρα φώναξε ο Ιησους με φωνή μεγάλη λέγοντας,
ηλι ηλί λιμα σαβαχθανι,δηλαδή
Θεέ μου Θεέ μου γιατί με εγκατελειψες;
τότε κάποιοι από αυτούς που στέκονταν εκεί άκουγωντας έλεγαν ότι τον Ηλία φωνάζει αυτός,
κι αμέσως τρεχοντας ένας από αυτους και παίρνοντας ένα σφουγγάρι και γεμίζοντας το με ξιδι
και το καρφωνοντας σε καλάμι του έδινε να πιει,
οι υπόλοιποι όμως έλεγαν,
αφήστε τον να δούμε αν έρθει ο Ηλίας να τον σωσει,
ο Ιησούς όμως πάλι αφού φώναξε με φωνή μεγάλη άφησε το πνεύμα,
και τωρα να το καταπετασμα του ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κατω,και η γη σείστηκε
και οι πέτρες σχιστηκαν,
και τα μνημεία ανοιχτηκαν και πολλά σώματα των αγίων που είχαν κοιμηθεί αναστήθηκαν,και βγαίνοντας έξω από τα μνημεία,μετα την ανάσταση του μπήκαν μέσα στην αγία πόλη και
εμφανίστηκαν σε πολλούς,
τότε ο εκατόνταρχος και αυτοί που μαζι με αυτόν επιτηρουσαν τον Ιησού,βλεπωντας τον σεισμό και αυτά που έγιναν φοβήθηκαν πάρα πολύ και έλεγαν,
αλήθεια Θεού υιός ήταν αυτός
.
.
.
Επί των ποταμών Βαβυλώνος,
(Δαυιδ Ψαλμός 136) Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (+1840),ήχος γ'
-μεταφραση χ.νκουβελης c.n.couvelis
Θρασυβούλου Στανιτσα-χορωδια-επι των ποταμων Βαβυλωνος
https://youtu.be/_4dFRVv3uew
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών.
ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ
οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών
πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας,
ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ
προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου,
ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
στις οχθες των ποταμών της Βαβυλώνας εκεί καθησαμε
και κλάψαμε όταν θυμήθηκαμε την Σιων,
πάνω στις ιτιές
(στους ποταμούς που την διαρρέουν)
στο μέσο της κρεμάσαμε τα όργανα μας,
επειδη(διότι)εκεί μας ζήτησαν αυτοί
που μας αιχλωματισαν να ψάλλουμε,
και αυτοί που μας έφεραν με τη βία εκεί να υμνήσουμε,
ψάλτε σε μας από τα τραγούδια της Σιων,
πως θα ψάλλουμε τον ψαλμό του Κυρίου σε γη ξενη;
αν σε λησμονήσω,Ιερουσαλήμ,
να παραλύσει το δεξί μου χερι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου,
αν δεν σε θυμηθώ,αν δεν προτάξω την Ιερουσαλήμ ως αρχη της αγαλιασης
μου,
θυμήσου,Κύριε,τους γιους του Εδώμ (τους Ιδουμιτες) κατά τη μέρα (της καταστροφής)
της Ιερουσαλήμ που έλεγαν,
ερημωστε την ,ερημωστε την,ξεθεμελιωστε την,
θυγατέρα της Βαβυλώνας δυστυχισμένη,
μακάριος οποιος σε σένα ανταποδώσει το ανταποδωμα που εσύ ανταπεδωσες σε μας
(όποιος σε εκδικηθει για το
κακό που μας προξένησες)
μακάριος οποίος αρπάξει και συντρίψει τα νήπια σου πάνω στη πετρα
.
.
Ιεροδιακονος-Διονυσιος Φιρφιρης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚΥΚΛΩΣΑΝ ΑΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΕ ΖΑΛΑΙ - π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ
https://youtu.be/gF-MgTX9FZE
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι,ώσπερ μέλισσα κηρίoν Παρθένε,
και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων
αλλ'εύροιμί σε βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε."
[τροπάριο της στ’ ωδής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα]
ηχ πλ δ΄
με εκυκλωσαν του βίου οι στεναχώριες ,όπως η μέλισσα το κερί,Παρθένα,
και την καρδιά μου κατασχιζουν,
την κατατρώνε τα βέλη των θλίψεων,
αλλά όμως σε βρίσκω βοηθό και διώκτη και λυτρωτή
Εσενα που τελείως είσαι αμολυντος
.
.
.
.
.
Επί των ποταμών Βαβυλώνος,
(Δαυιδ Ψαλμός 136) Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος (+1840),ήχος γ'
-μεταφραση χ.νκουβελης c.n.couvelis
Θρασυβούλου Στανιτσα-χορωδια-επι των ποταμων Βαβυλωνος
https://youtu.be/_4dFRVv3uew
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών.
ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ
οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών
πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας,
ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ
προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου,
ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
στις οχθες των ποταμών της Βαβυλώνας εκεί καθησαμε
και κλάψαμε όταν θυμήθηκαμε την Σιων,
πάνω στις ιτιές
(στους ποταμούς που την διαρρέουν)
στο μέσο της κρεμάσαμε τα όργανα μας,
επειδη(διότι)εκεί μας ζήτησαν αυτοί
που μας αιχλωματισαν να ψάλλουμε,
και αυτοί που μας έφεραν με τη βία εκεί να υμνήσουμε,
ψάλτε σε μας από τα τραγούδια της Σιων,
πως θα ψάλλουμε τον ψαλμό του Κυρίου σε γη ξενη;
αν σε λησμονήσω,Ιερουσαλήμ,
να παραλύσει το δεξί μου χερι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου,
αν δεν σε θυμηθώ,αν δεν προτάξω την Ιερουσαλήμ ως αρχη της αγαλιασης
μου,
θυμήσου,Κύριε,τους γιους του Εδώμ (τους Ιδουμιτες) κατά τη μέρα (της καταστροφής)
της Ιερουσαλήμ που έλεγαν,
ερημωστε την ,ερημωστε την,ξεθεμελιωστε την,
θυγατέρα της Βαβυλώνας δυστυχισμένη,
μακάριος οποιος σε σένα ανταποδώσει το ανταποδωμα που εσύ ανταπεδωσες σε μας
(όποιος σε εκδικηθει για το
κακό που μας προξένησες)
μακάριος οποίος αρπάξει και συντρίψει τα νήπια σου πάνω στη πετρα
.
.
Ιεροδιακονος-Διονυσιος Φιρφιρης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΕΚΥΚΛΩΣΑΝ ΑΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΕ ΖΑΛΑΙ - π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ
https://youtu.be/gF-MgTX9FZE
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι,ώσπερ μέλισσα κηρίoν Παρθένε,
και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων
αλλ'εύροιμί σε βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε."
[τροπάριο της στ’ ωδής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα]
ηχ πλ δ΄
με εκυκλωσαν του βίου οι στεναχώριες ,όπως η μέλισσα το κερί,Παρθένα,
και την καρδιά μου κατασχιζουν,
την κατατρώνε τα βέλη των θλίψεων,
αλλά όμως σε βρίσκω βοηθό και διώκτη και λυτρωτή
Εσενα που τελείως είσαι αμολυντος
.
.
.
Γυναίκες κατά κάποιο τροπο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Υπόλοιπο Σχέσης
(Μονόπρακτο)
-χ.ν κουβέλης c.n.couvelis
(Άντρας Α 45χρ,Γυναίκα Γ,40χρ)
Α.τι σκέφτεσαι;
Γ.αποφευγω τη φιλοσοφία,βλέπω,παρατηρώ τη γάτα,να εκεί
Α.μα δεν υπάρχει καμία γάτα
Γ.δεν έχει σημασία,Αναστολή πραγματικοτητας.
Α.φοβαμαι,γενικά,την έλλειψη πραγματικότητας
Γ.εγω,αντίθετα,την εφευρισκω
Α.με έχεις προδωσει;
Γ τι εννοείς;
Α την προδοσια
Γ.με αυτή την έννοια όχι,εσύ;
Α,με αυτή την έννοια ναι
Γ.σε καταλαβαίνω είναι θέμα μοναξιάς,ακριβώς
Α.μοναξια,τι είναι;
Γ να βλέπεις εκείνη τη γάτα εκεί
Α που δεν υπάρχει,
Γ,ναι,ακριβώς,γιατί δεν υπάρχει
(τα φώτα χαμηλώνουν,η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι)
.
.
.
________________________