.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis -5
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἀετὸς τοξευθείς-Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης-Αἰθίοψ-Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Πως ορίζεται μια μετάφραση μέσα στα όρια της γλώσσας;)
Ἀετὸς τοξευθείς
πάνω σε πέτρα αετός κάθονταν λαγούς να κυνηγησει ζητώντας,
τότε κάποιος του έριξε με το τοξο,και το βέλος τον διαπερασε, κι η αιχμή του μαζί με τα φτερά μπροστά στα μάτια του σταθηκε,όταν αυτό είδε είπε,
κι αυτό σε μένα μια αλλη λυπη,
(κι αυτό για μένα αν είναι λύπη)
απ'τα ίδια μου τα φτερα το να πεθαίνω)
(ο μύθος λέει)ότι το κεντρί της λύπης περισσότερο οδυνηρό είναι όταν κάποιος απ'τους οικείους του κινδυνευσει
(από αιτία των δικών του κινδυνέψει)
Ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωοὺς θηρεῦσαι ζητῶν. Τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας, καὶ τὸ μὲν βέλος ἔσω εἰσῆλθεν· ἡ δὲ γλυφὶς σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. Ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «Καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἐμοῖς πτεροῖς ἀποθνῄσκειν.»
Ὅτι τὸ κέντρον τῆς λύπης δεινότερόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ
.
.
Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης
στην Αθήνα ένας χρεωφειλετης άντρας όταν του ζητήθηκε απ'τον δανειστη το χρέος στην αρχή τον παρακαλεσε αναβολή να του δώσει,λέγοντας πως είναι άπορος,επειδή όμως δεν τον έπειθε,του έφερε τη γουρούνα την μοναδική που είχε,και με την παρουσία του.πουλούσε,όταν αγοραστής πλησίασε και ρωτησε αν γεννούσα η γουρούνα ηταν, εκείνος είπε ότι όχι μόνο αυτη γεννα,αλλά και κατά παράδοξο τροπο,γιατί στα μυστήρια
,(τα Ελευσίνια) θηλυκα ξεγεννα,στα δε Παναθήναια αρσενικα,και προς τον εκπλαγεντα ,(αγοραστή)από την αποκριση,ο δανειστης ειπε,
αλλά μην απορεις (δεν είναι ν'απορεις),γιατί αυτή σε σένα και στα Διονύσια κατσικια θα γεννησει
ο μύθος δηλώνει ότι πολλοί για ίδιον όφελος(κέρδος) δεν διστάζουν ούτε με τα αδύνατα να ψευδολογουν
(μ'αυτα που δεν μπορούν να γίνουν να ψεύδονται)
Ἀθήνησι χρεωφειλέτης ἀνὴρ ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ δοῦναι, ἀπορεῖν φάσκων. Ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ὗν ἣν εἶχε μόνην, παρόντος αὐτοῦ, ἐπώλει. Ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν, ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. Τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον, ὁ δανειστὴς εἶπεν· «Ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.
.
.
Αἰθίοψ
έναν μαύρο(αιθιοπα)καποιος αγόρασε νομίζοντας ότι τέτοιο το χρωμα του είναι από αδιαφορια
αυτου που πρωτύτερα τον ειχε,και παιρνωντας στο σπιτι,,όλα σ'αυτον χρησιμοποίησε τα καθαριστικα(απορυπαντικα),μ'ολα τα λουτρά(τα πλυσίματα) επιχείρησε να τον καθαρισει(ασπρίσει(, το χρώμα του όμως δεν αλλαξε,αλλά η ταλαιπωρία τον αρρώστησε,
(τον έκανε ν'αρρωστησει)
(του προξένησε αρρώστια)
ο μύθος δηλώνει ότι παραμένουν οι φύσεις όπως εμφανιστηκαν στην αρχή
(η φύση δεν αλλαζει απ'την αρχή όπως ήταν η ίδια μένει)
Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος. Καὶ παραλαβὼν οἴκαδε, πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λούτροις ἐπειρᾶτο καθαίρειν.
Καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβάλλειν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.
.
.
Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ
κοκόρια κάποιος στο σπίτι του έχοντας,όταν ετυχε περδικι ημερωμενο να πουλιεται,αυτο αφού αγόρασε το έφερε στο σπιτι να τραφούν μαζί,(το'βαλε μαζί τους να τρέφεται)
αυτά επειδή το χτυπούσαν και το
έδιωχναν,το περδικι στεναχωριονταν,(βαριοκαρδιζε),νομίζοντας πως γι'αυτό το καταφρονουν επειδή άλλης φυλής ειναι,(ξένο είναι),μετά
από.λιγο ομως,όταν είδε τα κοκόρια
τα ίδια να μαχονται και να μην
πρωτύτερα αποχωρίζονται πριν
το ένα το αλλο ματωσει,μονολογησε,
αλλ'εγω πια καθόλου δεν στεναχωριέμαι απ'αυτα να χτυπιεμαι,γιατί τα βλεπω ουτ'αυτα να το αποφευγουν
(να μάχονται)
ο μύθος δηλώνει εύκολα
αντέχουν των γειτόνων τις βρισιές(τις ύβρεις,τις προσβολές,την κακομεταχειρηση) οι φρονιμοι,όταν τους δουν μήτε τους οικείους τους να το αποφευγουν
(να μάχονται)(τους δικούς τους)
Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καί ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. Μικρὸν δὲ διαλιπών, ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπ’ αὐτῶν τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαλματοπώλης-Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν-Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών-Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη-Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος-Ἀνδροφόνος-Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον -
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἀγαλματοπώλης
κάποιος έφτιαξε έναν ξύλινο Ερμή και πηγενοντας στην αγορά τον πουλουσε,επειδή κανένας αγοραστής δεν ηρθε θέλοντας να τραβήξει κάποιους φώναζε πως αγοράζει κερδοφόρο θεό οποίος τον αγοράσει,τότε κάποιος απο'κεινους που ήταν κοντά του'πε,αφού είναι φέρνει κερδη γιατί τον πουλεις και δεν τον κρατάς να κερδίζεις εσύ;
εγώ,του απάντησε,τώρα αμέσως θελω να ωφεληθω,κι αυτός αργοπορει το κέρδος
ο μύθος λέει για ανθρωπο αισχροκερδη που ούτε τους θεούς σεβεται
Ξύλινόν τις Ἑρμῆν κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει· μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος, ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος, ἐβόα ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους δωρητικὸν πιπράσκει. Τῶν δὲ παρατυχόντων τινὸς εἰπόντος πρὸς αὐτόν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί τοῦτον τοιοῦτον ὄντα πωλεῖς, δέον τῶν παρ’ αὐτοῦ ὠφελειῶν ἀπολαύειν;» ἀπεκρίνατο ὄτι ἐγὼ μὲν ταχείας ὠφελείας τινὸς δέομαι, αὐτὸς δὲ βραδέως εἴωθε τὰ κέρδη περιποιεῖν.
Πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ μηδὲ θεῶν πεφροντικότα ὁ λόγος εὔκαιρος.
.
.
Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν
ένας αητός πετώντας από ψηλή πέτρα άρπαξε ένα αρνί,μια καλιακούδα που το είδε αυτο θέλησε να κάνει κι αυτή το ίδιο κι ορμάει πάνω σ'ένα κριάρι,όμως μπερδεύτηκαν τα νυχιας της στα μαλλιά του κριαριού,και δεν μπορούσε να πετάξει,ο βοσκός άκουγωντας τη φασαρία έτρεξε και την έπιασε και της έκοψε τα φτερα,όταν βραδυασε την έφερε στο παιδί του,εκείνο τον ρώτησε τι πουλί είναι αυτό,
εγώ,απάντησε ο βοσκός ,λέω πως σίγουρα είναι καλιακούδα,αλλ'αυτη όμως θελει να'ναι αητός
ο μύθος λέει πως αυτοί που θέλουν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους γελοιοποιούνται
Ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.»
Οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα, πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν, καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.
.
.
Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών
ένας γάτος άρπαξε ένα κόκορα κι ήθελε να τον φάει,και τον κατηγορούσε πόσο ενοχλητικός είναι,να ξυπνάει νύχτα τους ανθρώπους με τα κικιρικου του,κι όλοι είναι οργισμένοι μαζί του,
τότε ο κόκορας απολογηθηκε,μα για να τους ωφελησω το κάνω,να σηκωθούν να πάνε στη δουλειά τους,
όμως ο γάτος πάλι τον κατηγόρησε πως είναι ενας ανηθικος και αιμομικτης να καβαλα μάνα κι αδερφές,
μα,αυτό το κάνω,απάντησε,για ωφέλεια των αφεντικών μου,να τους γεννούν πολλά αυγά,
τότε ο γάτος του είπε,από δικαιολογίες ένα σωρό εισαι,εγώ όμως νηστικός δεν θα μείνω
και τον έφαγε
ο μύθος λέει ότι ο πονηρός ότι και ν'ακουσει την πονηριά του παντως θα την κανει
Αἴλουρος, συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα, μετ’ εὐλόγου τοῦτον αἰτίας ἠβουλήθη καταφαγεῖν. Καὶ δὴ κατηγόρει αὐτοῦ ὡς ὀχληρὸς εἴη τοῖς ἀνθρώποις νύκτωρ κεκραγὼς καὶ μὴ συγχωρῶν ὕπνου τυγχάνειν. Τοῦ δ’ ἀπολογουμένου ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὠφελείᾳ τοῦτο ποιεῖν, ὡς ἐπὶ τὰ συνήθη τῶν ἔργων ἐγείρεσθαι, πάλιν ὁ αἴλουρος αἰτίαν ἐπέφερεν ὡς ἀσεβὴς εἴη περὶ τὴν φύσιν, μητρὶ καὶ ἀδελφαῖς συμμιγνύμενος. Τοῦ δὲ καὶ τοῦτο πρὸς ὠφέλειαν τῶν δεσποτῶν πράττειν φήσαντος, πολλῶν αὐτοῖς ἐντεῦθεν ὠῶν τικτομένων, ὁ αἴλουρος εἰπών· «Ἀλλ’ εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν, ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ», τοῦτον κατεθοινήσατο.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη, εἰ μὴ μετ’ εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος, ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται.
.
.
Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη
μια πονηρή κι ασχημη δούλα την ερωτεύτηκε ο κύριος της,κι αυτή με χρυσά στολίζονταν,και την κυρία της δεν λογάριαζε,στη θέα Αφροδίτη πρόσφερε θυσίες συνέχεια και την ευχαριστούσε που την έκανε ωραια,η θεά τότε φάνηκε στον ύπνο της κι είπε στη δούλα,μην μου κρατάς καμια χάρη,γιατί δεν σ'εκανα όμορφη,αλλα μ'εκεινον οργιζομαι που σε βλέπει ομορφη
ο μύθος λέει πως αυτοί που άδικα πλουτίζουν τυφλωνονται,και πόσο ξεδιάντροποι κι άσχημοι ειναι
Αἰσχρᾶς καὶ κακοτρόπου δούλης ἤρα δεσπότης. Ἡ δὲ χρυσίον λαμβάνουσα λαμπρῶς ἑαυτὴν ἐκόσμει καὶ τῇ ἰδίᾳ δεσποίνῃ μάχας συνῆπτε· τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἔθυεν συνεχῶς καὶ ηὔχετο ὡς ὡραίαν αὐτὴν ποιούσῃ. Ἡ δὲ καθ'ὕπνου φανεῖσα τῇ δούλῃ ἔφη μὴ ἔχειν αὐτῇ χάριν ὡς καλὴν αὐτὴν ποιούσῃ, «ἀλλ’ ἐκείνῳ θυμοῦμαι καὶ ὀργίζομαι ᾧ σὺ φαίνῃ καλή.»
Ὅτι οὐ δεῖ τυφοῦσθαι τοὺς δι’ αἰσχρὰ πλουτοῦντας καὶ μάλιστα, εἰ ἀγενεῖς εἰσι καὶ ἄμορφοι [πρὸς αἰσχύνην μείζονα].
.
.
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος
μια αλεπού κι ένας κορκοδειλος μάλωναν για το ποιος κατάγεται από αρχοντική γενια,αφού πολλά είπε ο κορκοδειλος για την λαμπρότητα των προγόνων του
κατέληξε λεγοντας,ότι διευθυντές γυμνασίων ήταν οι πατεράδες του,
τότε η αλεπού του απάντησε,πως αυτό πολύ καλά φαίνεται απ'το δέρμα του,πόσο από αιώνες γυμνασμενο είναι
ο μύθος θέλει να πει,πως το ψέμα που λέει κάποιος είναι μπροστά του φανερο
Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ἔφη· «Ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ ὅτι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἶ γεγυμνασμένος.»
Οὕτως καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.
.
.
Ἀνδροφόνος
κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τον κυνήγησαν οι συγγενείς του,έφτασε στον Νειλο,και πέφτοντας πάνω σ'ένα λύκο,φοβήθηκε κι ανέβηκε σ'ενα δέντρο διπλα στον ποταμό,κι εκεί κρύβονταν,όμως άμα είδε εκεί πάνω ένα φίδι έπεσε κάτω στο ποτάμι,κι εκεί ένας κορκοδειλος τον καταβροχθησε
ο μύθος λέει,ο φονιάς δεν έχει σωτηρία ούτε στη γη ούτε στον αέρα ούτε στο νερο
Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.
.
.
Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον
ένας λύκος χορτασμένος όταν είδε ένα πρόβατο να'ναι ξαπλωμένο στο χώμα,σκέφτηκε πως απ'τον φόβο του γι'αυτον έπεσε,το πλησίασε θελωντας να το ενθαρρύνει και του'πε,
πως αν του πει τρεις.αληθειες τότε δεν θα το πειράξει,
και το πρόβατο είπε,
πρώτο ποτέ δεν ήθελε να τον συναντήσει,
δεύτερο αν τύχαινε να τον συναντησει τότε να ήταν τυφλός,
τρίτο να αφανιστούν όλοι οι λύκοι γιατί ενώ κανενα δεν τους κάνουμε κακό αυτοί μας κάνουν κακο,
ο λύκος πραγματικά,απάντησε, αυτά τα τρία είναι αληθεια,
κι άφησε το πρόβατο και δεν το πειράξει
ο μύθος λέει,πως την αλήθεια ακόμη κι οι εχθροί την εκτιμουν
Λύκος τροφῆς κεκορεσμένος, ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτό, λέγων ὡς, ἐὰν αὐτῷ τρεῖς λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. <Τὸ> δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βεβουλῆσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο ἥμαρτε, τυφλῷ, τρίτον δὲ ὅτι «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακῶς πολεμεῖτε ἡμᾶς.» Καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.
.
.
Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών
ένας άσωτος νεαρός αφού κατεφαγε όλη την πατρική περιουσια κι ένα μόνο πανωφόρι του έμεινε,μόλις είδε ενα χελιδόνι νόμισε πως είχε έρθει καλοκαιρι,κι επειδή τωρα το πανωφορι δεν του χρειάζονταν πήγε και το ξεπούλησε,όμως μετά από λίγο χειμωνιασε κι έκανε δυνατό κρύο,τριγυρίζοντας όταν είδε το χελιδόνι να ψοφαει τρέμοντας απ'το κρυο,του'πε,
καημενο,εσύ κι εμένα και σένα καταστρεψες
ο μύθος λέει,πως ότι δεν γίνεται στον καιρό του είναι επικινδυνο
Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλανόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριγωμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-ελευθερη αποδοση μεταφρασης χ.ν.μουβελης. c.n.couvelis
-Ὄνος καὶ βάτραχοι-Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος-Ποιμὴν καὶ θάλασσα-
Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός -Ύαινα καὶ ἀλώπηξ-Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι-Σαλπιγκτής-Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ-Κοχλίαι
Ὄνος καὶ βάτραχοι
ένας γάιδαρος φορτωμένος ξύλα περνούσε από μια λιμνη,γλίστρησε κι έπεσε κάτω,κι επειδή δεν μπορούσε να σηκωθεί οδύρονταν και στέναζε,όταν οι βάτραχοι στη λίμνη άκουσαν τους στεναγμούς του του είπαν,
φιλαράκο,τι θα'κανες αν τόσο χρόνο εδώ έμενες όσο εμεις,όταν τόσο λίγο έπεσες κι έτσι οδυρεσε;
ο μύθος λέει,για τον άνθρωπο που στην ελαχιστη δυσκολία δυσφορει,ενώ δεν αισθάνεται τι σημαίνει μεγάλη
Ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν· ὀλισθὼν δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. Οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ’ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα, αὐτὸς τοὺς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος
.
.
Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος
κάποιος έπιασε μια πέρδικα κι ήθελε να τη σφάξει,κι αυτή τον ικέτευε λέγοντας ,
άσε να ζησω,κι αντί για μένα πολλές πέρδικες θα σου φέρω,
τότε αυτός της είπε,
γι'αυτο θα σε σφαξω,επειδή θέλεις να μου παραδώσεις τους δικούς σου
ο μύθος λέει,πως δόλιος είναι αυτός που για να σωθεί ο ιδιος προδινει τους φίλους του
Πέρδικά τις θηρεύσας ἤμελλε σφάξαι. Ἡ δὲ ἱκέτευε λέγουσα· «Ἔασόν με ζῆν καὶ ἀντ’ ἐμοῦ πολλὰς πέρδικας ἐγώ σοι κυνηγήσω.» Ὁ δὲ εἶπεν· «Δι’ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλόν σε θύσω, ὅτι τοὺς συνήθεις καὶ φίλους σοι ἐνεδρεῦσαι θέλεις.»
Ὅτι ὁ κατὰ φίλων αὐτοῦ δολίας μηχανὰς συντιθεὶς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐνέδραις τῶν κινδύνων ἐμπεσεῖται.
.
.
Ποιμὴν καὶ θάλασσα
ένας βοσκός σ'ενα παραθαλάσσιο τόπο έβοσκε,βλεπωντας γαλήνια τη θάλασσα πεθυμησε να πλεύσει για εμπόριο,ξεπούλησε λοιπόν τα πρόβατα κι αγοράζοντας χουρμάδες ανοίχτηκε στη θάλασσα,όμως έπιασε βαρύς χειμώνας και το καράβι κινδύνευε να βουλιάξει,τότε όλο το φορτίο το πέταξε στη θάλασσα,και μ'αδειασμενο καράβι σώθηκε,μετά από λίγες μέρες ήταν με κάποιον που θαύμασε τη γαλήνη της θάλασσας,τότε εκείνος του είπε,
φίλε μου,χουρμάδες ζητάει,γι'αυτό φαίνεται ήσυχη
ο μύθος λέει,πως τα παθήματα στους ανθρώπους γίνονται μαθήματα
Ποιμὴν ἐν παραθαλασσίῳ τόπῳ ποίμνιον νέμων, ἑωρακὼς γαληνιῶσαν τὴν θάλατταν, ἐπεθύμησε πλεῦσαι πρὸς ἐμπορίαν. Ἀπεμπολήσας οὖν τὰ πρόβατα καὶ φοινίκων βαλάνους πριάμενος ἀνήχθη. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς κινδυνευούσης βαπτίζεσθαι, πάντα τὸν φόρτον ἐκβαλὼν εἰς τὴν θάλατταν, μόλις κενῇ τῇ νηῒ διεσώθη. Μετὰ δ’ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας παριόντος τινὸς καὶ τῆς θαλάττης (ἔτυχε γὰρ αὕτη γαληνιῶσα) τὴν ἠρεμίαν θαυμάζοντος, ὑπολαβὼν οὗτος εἶπεν· «Ὦ λῷστε, φοινίκων αὖθις, ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμεῖ, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται ἡσυχάζουσα.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνεται
.
.
Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός
μια φορά οι σφήκες κι οι πέρδικες διψούσαν πολύ και πήγαν σ'ενα γεωργο,και του ζητούσαν νερό
να πιουν και θα του το ανταπεδωναν,
οι πέρδικες θα έσκαβαν τ'αμπελι,κι οι σφήκες θα περιφέρονταν με τα κεντρια τους να διώξουν τους κλεφτες,
άκουγωντας αυτα ο γεωργος είπε,
έχω δύο βόδια, πού τίποτα δεν μου υπόσχονται κι όλα τα κανουν,προτιμώ σ'αυτα να δώσω το νερό παρα σε σας
ο μύθος λέει,μην έχεις εμπιστοσύνη σ'αυτους που για να πάρουν σου υπόσχονται να σου ανταποδωσουν
Σφῆκες καὶ πέρδικες δίψῃ συνεχόμενοι πρὸς γεωργὸν ἦλθον παρ’ αὐτοῦ αἰτοῦντες πιεῖν, ἐπαγγελλόμενοι ἀντὶ τοῦ ὕδατος ταύτην τὴν χάριν ἀποδώσειν· οἱ μὲν πέρδικες σκάπτειν τὰς ἀμπέλους, οἱ δὲ σφῆκες κύκλῳ περιιόντες τοῖς κέντροις ἀποσοβεῖν τοὺς κλέπτας. Ὁ δὲ γεωργὸς ἔφη· «Ἀλλ’ ἔμοιγέ εἰσι δύο βόες, οἳ μηδὲν ἐπαγγελλόμενοι πάντα ποιοῦσιν· ἄμεινον οὖν ἐστιν ἐκείνοις δοῦναι ἤπερ ὑμῖν.»
Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας ἐξώλεις ὠφελεῖν μὲν ἐπαγγελλομένους, βλάπτοντας δὲ μεγάλα
.
.
Ύαινα καὶ ἀλώπηξ
οι ύαινες λένε πως κάθε χρόνο αλλάζουν το φύλο τους,από αρσενικές θηλυκές κι από θηλυκές αρσενικές,όταν μια ύαινα είδε μια αλεπου της πρότεινε να φιλια,αλλά η αλεπού δεν ήθελε,η ύαινα τότε ένιωσε προσβολή,
κι η αλεπού της είπε,
εγώ δεν σε προσβάλω,η φύση σου φταιει,γιατί δεν θα ξέρω πότε θα είσαι φίλη μου και πότε φίλος
μου
ο μύθος λέει,για άνθρωπο ευμεταβολο
Τὰς ὑαίνας φασί, παρ’ ἐνιαυτὸν ἀλλασσομένης αὐτῶν τῆς φύσεως, ποτὲ μὲν ἄρσενας, ποτὲ δὲ θηλείας γίνεσθαι. Καὶ δὴ ὕαινα θεασαμένη ἀλώπεκα ἐμέμφετο αὐτὴν ὅτι φίλην θέλουσαν αὐτῇ γενέσθαι οὐ προσίεται. Κἀκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐμὲ μὴ μέμφου, τὴν δὲ σὴν φύσιν, δι’ ἣν ἀγνοῶ πότερον ὡς φίλῃ ἢ ὡς φίλῳ σοι χρήσομαι.»
.
.
Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι
ένας ταύρος καταδιώχθηκε από ένα λιοντάρι και κατέφυγε για να σωθεί σε μια σπηλιά,που μέσα
ήταν άγριογιδες,οι όποιες τον χτυπούσαν και τον κουντριζαν,
τότε τις είπε,
μην νομίζετε πως σας φοβάμαι και σας ανεχομαι,ας οψεται αυτός που στέκεται μπροστα στο στομιο της σπηλιάς
ο μύθος λέει,πως υπομενεις τα μικρότερα κακά για να μην πάθεις τα χειροτερα
Ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος κατέφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. Τυπτόμενος δὲ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «Ἀλλ’ οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, τὸν δὲ πρὸ τοῦ στομίου ἑστῶτα [λέοντα].»
Οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν
.
.
Σαλπιγκτής
ένας σαλπιγκτής σε καιρό πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος απ'τους εχθρούς,
μη με σκοτώσετε,παρακαλεσε,γιατι κανένα σας δεν σκότωσα,τίποτα άλλο απ'αυτο το χαλκό δεν
έχω,
τότε του απάντησαν,
γι'αυτό θα πεθάνεις,γιατί αν και δεν μπορεις να πολεμήσεις τους άλλους ξεσηκωνεις για μάχη
ο μύθος λέει,πως υπαίτιοι των κακών είναι αυτοί που ξεσηκωνουν τους αλλους
Σαλπιγκτὴς στρατὸν ἐπισυνάγων καὶ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐβόα· «Μὴ κτείνετέ με, ὦ ἄνδρες, εἰκῆ καὶ μάτην· οὐδένα γὰρ ὑμῶν ἀπέκτεινα· πλὴν γὰρ τοῦ χαλκοῦ τούτου οὐδὲν ἄλλο κτῶμαι.» Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφασαν· «Διὰ τοῦτο γὰρ μᾶλλον τεθνήξῃ, ὅτι σὺ μὴ δυνάμενος πολεμεῖν τοὺς πάντας πρὸς μάχην ἐγείρεις.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πλέον πταίουσιν οἱ τοὺς κακοὺς καὶ βαρεῖς δυνάστας ἐπεγείροντες εἰς τὸ κακοποιεῖν.
.
.
Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ
ένα αγριογούρουνο στέκονταν σ'ενα δέντρο κι ακονιζε τα δόντια του,σε μια αλεπού που το είδε και
το ρωτησε,αφού δεν υπάρχει αιτία,μήτε κυνηγος μήτε κίνδυνος κανενας γιατί τότε ακονίζει τα δόντια,
απάντησε,
αν παρουσιαστεί κίνδυνος τοτε δεν θα υπάρχει χρόνος για ακονισμα
ο μύθος λέει,πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τους κινδυνουε
Σῦς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. Ἀλώπεκος δὲ αὐτὸν ἐρομένης τὴν αἰτίαν δι’ ἥν, μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος, τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ· ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι.»
Ὁ λόγος διδάσκει δεῖν πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι
.
.
Κοχλίαι
ένα παιδί ενός γεωργού έψηνε σαλιγκάρια,όταν τ'ακουσε να τσιριζουν είπε,
ανοητα πλάσματα,τα σπίτια σας καίγονται κι εσείς τραγουδάτε
ο μύθος λέει,πόσο.ανοητο είναι να κάνεις πράγματα που δεν είναι αυτά που πρεπει
Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.
.
.
.
Αἰσώπου Μῦθοι
-Ἀγαθὰ καὶ κακά-Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ-Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός-Αἶξ καὶ ὄνος-Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός
-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ἀγαθὰ καὶ κακά
απ'τα κακά τα αγαθά εκδιώχτηκαν όπως ασθενη ήταν κι ανέβηκαν στον ουρανο,εκεί τα αγαθα ρώτησαν τον Δία πως γίνεται να'ναι με τους ανθρώπους,κι αυτούς τους είπε,όχι όλα μαζί,αλλά ένα ένα στους ανθρώπους να πηγαινει κατω,γι'αυτό τα κακα ερχονται συνεχως στους ανθρώπους αφού είναι πλησιον τους,ενώ τα αγαθά αραια καθως απ'τον ουρανό κατεβαινουν
ο μύθος λέει,πως τα κακα είναι δίπλα μας,ενώ τα καλά μακρυά
Ὑπὸ τῶν κακῶν τὰ ἀγαθὰ ἐδιώχθη ὡς ἀσθενῆ ὄντα· εἰς οὐρανὸν δὲ ἀνῆλθεν. Τὰ δὲ ἀγαθὰ ἠρώτησαν τὸν Δία πῶς εἶναι μετ’ ἀνθρώπων. Ὁ δὲ εἶπεν <μὴ> μετ’ ἀλλήλων πάντα, ἓν δὲ καθ’ ἓν τοῖς ἀνθρώποις ἐπέρχεσθαι. Διὰ τοῦτο τὰ μὲν κακὰ συνεχῆ τοῖς ἀνθρώποις, ὡς πλησίον ὄντα, ἐπέρχεται, τὰ δὲ ἀγαθὰ βράδιον, ἐξ οὐρανοῦ κατιόντα.
Ὅτι ἀγαθῶν μὲν οὐδεὶς ταχέως ἐπιτυγχάνει, ὑπὸ δὲ τῶν κακῶν ἕκαστος καθ’ ἑκάστην πλήττεται
.
.
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ
ένας αετός και μια αλεπού συμφώνησαν να κάνουν φιλια ο ένας με τον άλλον και να κατοικούν κοντά,κι ο αετός ανεβαίνοντας σ'ενα ψηλό δέντρο εκεί έκανε νεοσσους αετοπουλα,κι η αλεπού μπαίνοντας σ'ενα θάμνο γέννησε,κάποτε βγήκε για τροφή η αλεπού κι ο αετός που στερούνταν από τροφη πέταξε κάτω στο θαμνο κι άρπαξε τα γεννημένα μικρα αλεπουδακια,και μετά με τα μικρά αετοπουλατου τα κατεβροχθησε,
η αλεπού όταν γύρισε μόλις είδε αυτό που έγινε,δεν λυπήθηκε τόσο για το θάνατο των νεογνών όσο για την τιμωρια,επειδη ήταν χερσαία και δεν μπορουσε να κυνηγήσει πουλι πετουμενο,γι'αυτό μακρυά πήγε να κάτσει,κι έκανε το μόνο που μένει στους αδύνατους κι ασθενείς,τον εχθρό να καταριέται,πολύ γρήγορα ήρθε η τιμωρία της ασέβειας της φιλίας,έτυχε εκεί κοντά κάποιοι να θυσιάζουν μια γίδα,κι έπεσε ένα κομμάτι κρέας πυρωμένο, το'δε ο αετός κι ορμώντας το'φερε στην φωλιά του,τότε φύσηξε δυνατός αέρας κι άρπαξαν φωτιά τα ξερά κλαδιά της φωλιάς,και πιάνοντας φωτιά τα μωρα αετοπουλα οι νεοσσοί έπεσαν κάτω στη γη,κι η αλεπού ετρεξε και μπροστά στα μάτια του αετού όλα τα έφαγε,
ο μύθος λέει,πως το άδικο γρήγορα θα τιμωρηθεί
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν, βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. Καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο· ἡ δὲ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, ὁ ἀετός, ἀπορῶν τροφῆς, καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας, μετὰ τῶν ἑαυτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ <τοσοῦτον> ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη ὅσον ἐπὶ τῇ ἀμύνῃ· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. Διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀδυνάτοις καὶ ἀσθενέσιν ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. Συνέβη δ’ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν· θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ’ ἀγροῦ, καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιάν, σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. Καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ (καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοί) ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν δι’ ἀσθένειαν, ἀλλ’ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούονται.
.
.
Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός
ένας γιδοβοσκος έφερνε τα γίδια στο μαντρί,μια αιγίδα ξέμεινε,για να βοσκήσει ένα χόρτο,τότε ο βοσκός της πέταξε μια πέτρα και της έσπασε το κέρατο,
και την παρακαλουσ κιε να μην το πει στο αφεντικό,
κι αν δε μιλήσω,απάντησε η γίδα,και το κρύψω,όλοι θα το δουν το σπασμένο κέρατο
ο μύθος λέει,κάτι που φαίνεται είναι αδύνατο να κρυφτει
Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον.»
Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι
.
.
Αἶξ καὶ ὄνος
μια κατσίκα κι ένα γάιδαρο έτρεφε κάποιος,η γίδα που φθονουσε τον γάιδαρο επειδή του έδιναν περισσότερη τροφή,του είπε,πως πολύ κουράζεται,ποτέ στο μύλο,ποτέ φορτωμένος,και τον συμβούλευε για να γλυτώσει να πάει να πέσει σ'ενα βάραθρο και ν'αναπαυτει,κι ο γάιδαρος πείστηκε ,πήγε κι έπεσε και τσακίστηκε,το αφεντικό του εφερε γιατρό να τον γειανει,κι ο γιατρός ειπε πως αν ο γάιδαρος ζουμί από σηκωτι κατσίκας πιει θα γιατρευτεί,τότε τη κατσίκα έσφαξαν κι ο γάιδαρος έγινε καλά
ο μύθος λέει,όποιος θέλει το καλό κάποιου ο ίδιος κακό παθαινει
Αἶγα καὶ ὄνον ἔτρεφέ τις. Ἡ δὲ αἴξ, φθονήσασα τῷ ὄνῳ διὰ τὸ περισσὸν τῆς τροφῆς, ἔλεγεν ὡς ἄπειρα κολάζῃ, ποτὲ μὲν ἀλήθων, ποτὲ δὲ ἀχθοφορῶν, καὶ συνεβούλευεν ἐπίληπτον ἑαυτὸν ποιήσαντα καταπεσεῖν ἔν τινι βόθρῳ καὶ ἀναπαύσεως τυχεῖν. Ὁ δὲ πιστεύσας καὶ πεσὼν συνετρίβη. Ὁ δὲ δεσπότης τὸν ἰατρὸν καλέσας ᾔτει βοηθεῖν. Ὁ δὲ αἰγὸς πνεύμονα ἐγχυματίσαι ἔλεγεν αὐτῷ καὶ τῆς ὑγείας τυχεῖν. Τὴν δὲ αἶγα θύσαντες τὸν ὄνον ἰάτρευον.
Ὅτι ὅστις καθ’ ἑτέρου δόλια μηχανᾶται ἑαυτοῦ γίνεται τῶν κακῶν ἀρχηγός
.
.
Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός
δύο κοκορια μάχονταν ποιο θα επικρατήσει στα θηλυκά,τις κότες,ο ένας τον άλλον νίκησε,τότε ο νικημένος από ντροπή πήγε σε σκοτεινό μέρος και κρύφτηκε,ο νικητής ανέβηκε σε μια ψηλή μάντρα και
φώναξε κικιρικου δυνατά,τότε ένας αετός που περνούσε τον άκουσε κι όρμησε και τον άρπαξε,κι έτσι ο κρυμμένος αετός χωρίς φόβο είχε όλες τις κότες δικές του
ο μύθος λέει,πως αυτός που υπερηφανεύεται ταπεινωνεται
Ἀλεκτόρων δύο μαχομένων περὶ θηλειῶν ὀρνίθων, ὁ εἷς τὸν ἕτερον κατετροπώσατο. Καὶ ὁ μὲν ἡττηθεὶς εἰς τόπον κατάσκιον ἀπιὼν ἐκρύβη· ὁ δὲ νικήσας εἰς ὕψος ἀρθεὶς καὶ ἐφ’ ὑψηλοῦ τοίχου στὰς μεγαλοφώνως ἐβόησε. Καὶ παρευθὺς ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασεν αὐτόν. Ὁ δ’ ἐν σκότῳ κεκρυμμένος ἀδεῶς ἔκτοτε ταῖς θηλείαις ἐπέβαινε.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν
.
.
.
Η Δευτέρα Παρουσία, έργο 16ου αιώνα, Μονή Αγίου Παντελεήμονος Νομού Ηρακλείου
-Η Δευτέρα Παρουσία-
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,24
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
6.προκειται ν'ακουσετε για πολέμους και για φημες πολέμων,προσέξτε μην ταραζεστε,γιατί πρέπει όλα να γίνουν,αλλ'ομως δεν ήρθε το τέλος,
7.γιατι θα ξεσηκωθεί το ένα έθνος κατά άλλου έθνους και θα συμβούν λιμοί κι επιδημιες και
σεισμοί σε διάφορους τοπους
8.ολ'αυτα αρχή πονων
9.τοτε θα σας παραδωσουν σε λύπες και θα σας σκοτώσουν,και θα είστε μισητοί απ'όλα τα έθνη
λόγω του όνοματος μου
10.και τότε θα πέσουν σε πειρασμό πολλοί κι ο ένας τον άλλον θα παραδώσουν και θα μισήσουν ο ένας τον αλλον
.
12.κι επειδή θα πολλαπλασιαστει
η ανομία των πολλών θα παγώσει η αγάπη των πολλων
.
25.Και να, σας τα είπα πριν
26.αν λοιπόν σας πουν,να, στην έρημο είναι,να μην βγείτε,
να,μέσα στα ιδιαίτερα δωματια είναι,να μην πιστεψετε
27.γιατι ακριβώς όπως η αστραπή βγαίνει απ'την ανατολή και φαίνεται ως τη δύση,έτσι θα ειναι και παρουσία του υιου του ανθρώπου
28.για όπου να'ναι το πτώμα ,εκεί θα μαζευτούν οι αετοι
29.αμεσως μετά τη θλίψη των ημερών εκείνων ο ήλιος θα σκοτινιασει κι η σεληνη δεν θα φωτίζει και τ'αστερια θα πέσουν απ'τον ουρανό κι οι δυνάμεις των ουρανών θα ταραχτουν
30.και τότε θα φανεί το σημείο του υιού του ανθρώπου στον ουρανό,και τοτε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης και θα δουν τον υιόν του ανθρώπου να'ρχεται πάνω στις νεφέλες τ'ουρανου με δύναμη και δόξα πολλη
31.και θα στειλει τους αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας και θα μαζεψουν τους εκλεκτούς του απ'των τεσσάρων ανέμων των άκρων των ουρανών μεχρι των ακρων αυτων
32.κι από τη συκιά μάθετε την παραβολη.
όταν το κλαδί της γίνεται μαλακο και τα φύλλα φυτρώνουν,τότε γνωρίζετε οτι κοντά είναι το καλοκαιρι
33.ετσι κι εσείς όταν δείτε όλα αυτά,τότε γνωρίζετε ότι κοντά είναι στη πορτα
34.αληθεια σας λέω,πως δεν θα περάσει η γενιά αυτη μέχρι όλα αυτά να γινουν
35.ο ουρανός κι η γη θα παρελθουν,τα λόγια μου όμως δεν θα παρελθουν
36.οσο για τη μέρα εκείνη και ώρα.κανείς δεν γνωρίζει,ούτε οι άγγελοι τών ουρανών,παρα μόνο ο πατέρας μου
.
.
6 Μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος.
7. Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους
8 πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων
9 Τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου.
10 Καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους.
.
12 καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν
ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν
πολλῶν.
.
.
25 Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν.
26 Ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς
ταμιείοις, μὴ πιστεύσητε·
27. ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται
ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως
δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·
28. Ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτώμα, ἐκεῖ
συναχθήσονται οἱ ἀετοί.
29 Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν
ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται
καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς,
καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σαλευθήσονται.
30 Καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ
τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς
καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ
οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης
πολλῆς.
31 Καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους
αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης,
καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ
ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ'ἄκρων
οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν.
32 Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν
παραβολήν.Ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς
γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ,
γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος·
33 Οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα
πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ
θύραις.
34 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὔτη ἕως ἂν πάντας ταῦταγένηται.
35.Ὁ.οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ
παρελεύσονται,
οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ
παρέλθωσι.
36 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ
ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν
οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος
.
.
.
-κακα δια το κάλλος της Ελενης-
Ευρυπίδη,Ελένη 255-305
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ελενη
255 φίλες μου γυναίκες,με ποια μοίρα συνδέθηκα;
γιατί αυτή που με γέννησε με γέννησε
στους ανθρώπους παράξενη;
γιατί ούτε Ελληνίδα γυναίκα ούτε βάρβαρη
αυγό πουλιών λευκό
γέννησε
όπως εμένα η Λήδα απ'τον Δία
γεννησε
260γιατι παράξενη η ζωή κι όλα τα πράγματα
σε μένα ειναι,
απ'την Ήρα,απ'την ομορφιά
η αιτια
μακάρι να εξαφανιζομουν σαν εικόνα ξανα
άσχημη μορφή να'παιρνα αντί
ομορφη,
και τη τύχη την κακή που τώρα εχω
265 οι Έλληνες να ξεχνούσαν
τα καλά να κρατούσαν όπως ακριβώς τα κακά
μου κρατουν,
όποιος λοιπόν βλέπει μια τύχη απ'τους θεούς
να τον βασανίζει,βαρύ ειναι,
όμως πρέπει να το αντέξει,
αλλ'ομως σε πολλές συμφορές
βρίσκομαι μεσα,
270πρώτον χωρίς να'χω αδικήσει
είμαι άτιμη
κι αυτό πιο κακο απ'την αληθεια,
όταν κάποιος του προσάπτει αμαρτίες
που δεν του ανηκουν,
έπειτα οι θεοί με μετεφεραν απ'τη πατρίδα
σε βαρβαρα ήθη και απο φιλους στερημενη,
275 δούλα κατάντησα από ελεύθερη
γιατί στους βάρβαρους δούλοι όλοι εκτός από εναν,
κι η μόνη άγκυρα που την τυχη μου στήριζε
πως ο άντρας μου κάποτε θα'ρχονταν
και θα μ'απαλλαζε απ'τα κακά,
αφού αυτος πέθανε,δεν υπάρχει πια,
280.η μάνα χάθηκε κι εγώ ο φονιάς της,
άδικα,αλλά τ'αδικο αυτό είναι δικό μου,
ενώ αυτή που στολίδι μου του σπιτιού
γεννηθηκε,η κόρη μου χωρίς αντρα ασπριζει παρθένα,
κι αυτοίπου του Δία λέγονταν παιδιά,
οι Διόσκουροι δεν υπαρχουν 285
αλλά κι εγώ που σ'ολα δυστυχώ
στη πραγματικότητα έχω πεθάνει,
στα έργα όμως οχι,
κι αυτό το τελευταίο,αν θα πηγαινα στη πατρίδα,
οι μπάρες στις πόρτες θα'ταν κλεισμενες,
στο Ίλιο πιστεύοντας η Ελένη με τον Μενέλαο
να χαθηκαν,
290.γιατι αν ζούσε ο άντρας μου,
θα μ'αναγνωριζε,απ'τα σημάδια ,που φανερά
μόνο σε μας ήταν,
τώρα όμως ούτε ετσι αυτό είναι
ούτε θα συμβεί ποτέ,
γιατί λοιπόν ακόμα να ζω;ποια τύχη
μου μένει;
γάμο να υποστω απ'τα κακά ν'απαλλαχτω
με άντρα να παντρευτώ βαρβαρο,
295 σε πλούσιο τραπέζι να καθησω;
αλλ'οταν αντρας που δεν σ'αρεσει
ζει μαζί με γυναίκα,τότε και το σώμα
δεν σ'αρεσει,
να πεθάνεις πιο καλά,
πως λοιπόν να πεθάνω καλά;
ανάρμοστο το κρεμασμα στον αέρα,
300 και στους δούλους απρεπές
φαίνεται,
η σφαγή έχει κάτι το ευγενικό
και το ωραίο,σε πολύ λίγο αμεσως
απαλλασεσαι απ'τη ζωη,
γιατι τόσο βαθειά έπεσα στα βάσανα,
γιατί άλλες γυναίκες απ'την ομορφιά
ευτυχισμένες,
305 εγώ όμως απ'αυτη καταστράφηκα
.
.
255ΕΛ. φίλαι γυναῖκες, τίνι πότμωι συνεζύγην;
ἆρ᾽ ἡ τεκοῦσά μ᾽ ἔτεκεν ἀνθρώποις τέρας;
γυνὴ γὰρ οὔθ᾽ Ἑλληνὶς οὔτε βάρβαρος
τεῦχος νεοσσῶν λευκὸν ἐκλοχεύεται,
ἐν ὧι με Λήδαν φασὶν ἐκ Διὸς τεκεῖν.
260τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ πράγματ᾽ ἐστί μου,
τὰ μὲν δι᾽ Ἥραν, τὰ δὲ τὸ κάλλος αἴτιον.
εἴθ᾽ ἐξαλειφθεῖσ᾽ ὡς ἄγαλμ᾽ αὖθις πάλιν
αἴσχιον εἶδος ἔλαβον ἀντὶ τοῦ καλοῦ,
καὶ τὰς τύχας μὲν τὰς κακὰς ἃς νῦν ἔχω
265Ἕλληνες ἐπελάθοντο, τὰς δὲ μὴ κακὰς
ἔσωιζον ὥσπερ τὰς κακὰς σώιζουσί μου.
ὅστις μὲν οὖν ἐς μίαν ἀποβλέπων τύχην
πρὸς θεῶν κακοῦται, βαρὺ μέν, οἰστέον δ᾽ ὅμως·
ἡμεῖς δὲ πολλαῖς συμφοραῖς ἐγκείμεθα.
270πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ᾽ ἄδικός εἰμι δυσκλεής·
καὶ τοῦτο μεῖζον τῆς ἀληθείας κακόν,
ὅστις τὰ μὴ προσόντα κέκτηται κακά.
ἔπειτα πατρίδος θεοί μ᾽ ἀφιδρύσαντο γῆς
ἐς βάρβαρ᾽ ἤθη, καὶ φίλων τητωμένη
275δούλη καθέστηκ᾽ οὖσ᾽ ἐλευθέρων ἄπο·
τὰ βαρβάρων γὰρ δοῦλα πάντα πλὴν ἑνός.
ἄγκυρα δ᾽ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη,
πόσιν ποθ᾽ ἥξειν καί μ᾽ ἀπαλλάξειν κακῶν,
ἐπεὶ τέθνηκεν οὗτος, οὐκέτ᾽ ἔστι δή.
280μήτηρ δ᾽ ὄλωλε καὶ φονεὺς αὐτῆς ἐγώ,
ἀδίκως μέν, ἀλλὰ τἄδικον τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν.
ἣ δ᾽ ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ᾽ ἔφυ,
θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ παρθενεύεται.
τὼ τοῦ Διὸς δὲ λεγομένω Διοσκόρω
285οὐκ ἐστόν. ἀλλὰ πάντ᾽ ἔχουσα δυστυχῆ
τοῖς πράγμασιν τέθνηκα, τοῖς δ᾽ ἔργοισιν οὔ.
τὸ δ᾽ ἔσχατον τοῦτ᾽, εἰ μόλοιμεν ἐς πάτραν,
κλήιθροις ἂν εἰργοίμεσθα, τὴν ὑπ᾽ Ἰλίωι
δοκοῦντες Ἑλένην Μενέλεώ μ᾽ ἐλθεῖν μέτα.
290εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἄν,
εἰς ξύμβολ᾽ ἐλθόντες ἃ φανερὰ μόνοις ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὔτε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ οὔτε μὴ σωθῆι ποτε.
τί δῆτ᾽ ἔτι ζῶ; τίν᾽ ὑπολείπομαι τύχην;
γάμους ἑλομένη τῶν κακῶν ὑπαλλαγὰς
295μετ᾽ ἀνδρὸς οἰκεῖν βαρβάρου, πρὸς πλουσίαν
τράπεζαν ἵζουσ᾽; ἀλλ᾽ ὅταν πόσις πικρὸς
ξυνῆι γυναικί, καὶ τὸ σῶμ᾽ ἐστὶν πικρόν.
θανεῖν κράτιστον· πῶς θάνοιμ᾽ ἂν οὖν καλῶς;
ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι,
300κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται·
σφαγαὶ δ᾽ ἔχουσιν εὐγενές τι καὶ καλόν,
σμικρὸν δ᾽ ὁ καιρὸς †ἄρτ᾽† ἀπαλλάξαι βίου.
ἐς γὰρ τοσοῦτον ἤλθομεν βάθος κακῶν·
αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι διὰ τὸ κάλλος εὐτυχεῖς
305γυναῖκες, ἡμᾶς δ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀπώλεσεν.
.
.
.
-ο διάλογος της συνάντησης της Ελένης και του Τευκτρου στην Αιγυπτο-
Ευριπίδη,Ελένη,68-150,Αθήνα 412 πΧ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τεύκρος
ποιος αυτό'δω το οχυρωμένο σπίτι κρατεί;
γιατί σε πλούσιο σπιτι καταλληλο φαινεται
να'ναι απ'τις βασιλικες στοες
και τους θριγκους,70
θεοί,ποια μορφή είδα;μισητής
κοιτάζω γυναίκας τη φονική εικόνα,π'αφάνισε
εμένα κι όλους τους Αχαιούς,
ας οι θεοί,που τόσο μοιάζεις της Ελένης,
να σ'απαρνηθουν,
κι αν σε ξένη γη δεν είχα το πόδι 75
,μ'αυτο δω το εύστοχο φτερωτο βέλος
σαν ανταμοιβή θα πεθανες να μοιάζεις
της κόρης του Δια
Ελένη
γιατι,δυστυχισμενε,όποιος κι αν είσαι
με αποστρέφεσαι,και για τις συμφορές
εκείνης εμένα απεχθάνεσαι;
Τεύκρος
έκανα.λαθος,η οργή 80
με κυριεψε πιο πολύ απ'όσο έπρεπε,
γιατί μισεί η Ελλάδα όλη
του Δια την κορη,
συγχώρεσε με για'αυτα που ειπα,
γυναικα
Ελένη
ποιος λοιπόν είσαι,από ποια γη
σ'αυτο δω φτάνεις το τόπο;
Τεύκρος
ένας απ'τους Αχαιούς,γυναίκα,
τους δυστυχους
Ελένη
επομενως δεν είναι 85
την Ελένη ν'απεχθανεσαι παράξενο,
τότε ποιος είσαι κι από πού;
ποιανού να σε καλέσω πρέπει;
Τεύκρος
τ'ονομα μου Τεύκρος,ο πατέρας
που με γέννησε ο Τελαμώνας,
η Σαλαμίνα η πατρίδα που μ'εθρεψε
Ελένη
γιατι λοιπόν στου Νειλου αυτή δω
γυρίζεις τη γη;
Τεύκρος
φυγάς απ'τα πατρικα διωγμένος
χωματα 90
Ελένη
δυστυχής θα'σαι,ποιος σε διώχνει
απ'τη πατριδα
Τεύκρος
ο Τελαμώνας που με γέννησε,
ποιος άλλον να'χεις πιο αγαπητό;
Ελένη
από ποια αιτια;γιατί κάποια
συμφορά θα'ναι
Τεύκρος
ο Αίας ο αδερφός με κατεστρεψε
στη Τροία πεθαινοντας
Ελένη
πως;δεν του στερησες 95
με το δικό σου ξίφος τη ζωή;
Τεύκρος
το δικό του τον σκότωσε πέφτοντας
πάνω ξιφος
Ελένη
τρελάθηκε,γιατί ποιος που'ναι σωφρονων
θα τολμούσε αυτό;
Τευκτρος
κάποιον Αχιλλέα γνωρίζεις του Πηλέα
παιδί;
Ελένη
ναι,
μνηστήρας κάποτε της Ελένης ήρθε,
όπως ακουσαμε
Τευκτρος
όταν πέθανε για τα όπλα
του έχθρα άφησε στους συμμάχους 100
Ελένη
και λοιπον τι απ'αυτα στον Αίαντα
έγινε κακο;
Τευκτρος
όταν άλλος πήρε τα όπλα
σκοτωθηκε
Ελένη
και συ για κείνου τα παθηματα
υποφέρεις;
Τευκτρος
γιατί μ'αυτον
δεν χάθηκα κι εγώ μαζι
Ελένη
πηγες λοιπόν ,ξένε,105
στου Ιλίου την ξακουστή πόλη;
Τευκτρος
και μαζί αφού την κυρίεψα ο ιδιος
αφανιστηκα
Ελένη
γιατί την έκαψαν
και την κατεφαγε η φωτια;
Τευκτρος
ώστε ούτε ίχνος απ'τα τείχη
δεν έμεινε να φαινεται
Ελενη
δυστυχή Ελένη,από σένα
αφανίστηκαν οι Φρυγες
Τεύκρος
κι επίσης οι Αχαιοί,
μεγάλα επαθαν κακα.110
Ελένη
πόσο καιρό.λοιπον
έχει παρθεί η πόλη;
Τεύκρος
επτά περίπου χρόνια γυρίσματα
κύκλων
Ελένη
και πόσο άλλο χρόνο μείνατε
στη Τροία;
Τευκτρος
πολλα φεγγάρια, δέκα
πέρασαν ετη
Ελένη
και την Σπαρτιάτισσα
γυναίκα πηρατε; 115
Τεύκρος
ο Μενέλαος την έσυρε
τραβωντας απ'τα μαλλια
Ελένη
την είδες εσύ τη δυστυχη ,
η'ότι άκουσες λες;
Τευκτρος
όπως ακριβώς εσένα,όχι λιγότερο,
με τα μάτια βλέπω
Ελένη
σκέψου μηπως κάποιο φαντασμα είχες
απ'τους θεους
Τευκτρος
άλλαξε συζητηση,
όχι για κείνη αλλο 120
Ελένη
έτσι λοιπόν θεωρείται.αυτό που είδες
σιγουρο;
Τευκτρος
γιατί ο ίδιος με τα μάτια το είδα,
κι ο νους ακόμα το βλεπει
Ελένη
πήγε τώρα στο σπίτι μαζί
με την γυναίκα του ο Μενέλαος;
Τευκτρος
ούτε στο Άργος ούτε στου Ευρώτα
τα ρευματα
Ελένη
αλιμονο,κακό αυτό δω που είπες
και σε όποιους το κακο λές 125
Τευκτρος
πως εκείνος άφαντος μαζί
με τη γυναικα του όπως λένε
Ελένη
γι'ολους τους Αργιτες το ίδιο πέρασμα
δεν ήταν;
Τευκτρος
ήταν,αλλά ο χειμώνας τον άλλον
απ'τον αλλον χωρισε
Ελένη
σε ποια επιφάνεια τ'αλμυρου
πελάγους;
Τευκτρος
όταν περνούσαν στο μεσο
τ'Αιγαίου πελαγου 130
Ελενη
κι από τότε τον Μενέλαο κανεις
δεν τον είδε να φτάνει;
Τευκτρος
κανεις,πεθαμένο τον θεωρουν
στην Ελλαδα
Ελένη
είμαι χαμένη,
και του Θεστιου ζει η κόρη;
Τεύκρος
για τη Λήδα είπες;διαβηκε
είναι πεθαμένη τωρα
Ελενη
δεν ήταν της Ελένης
τα αισχιστα νέα που την σκοτωσαν; 135
Τευκτρος
λενε,πως σε θηλιά πέρασε
τον ευγενικό λαιμο
Ελένη
του Τυνδαρεο ζουν η'δεν
ζουν οι γιοι
Τευκτρος
έχουν πεθάνει και δεν έχουν πεθανει ,
δύο είναι εκδοχες
Ελένη
ποια απ'τις δύο η πιο επικρατέστερη,
η δυστυχή εγω στα κακα;
Τεύκρος
σ'αστέρια αυτοί αφού μεταμορφώθηκαν
θεούς τους λενε 140
Ελένη
Καλα το'πες αυτο,το
άλλο ποιο;
Τευκτρος
σφαχτηκαν λόγω της αδερφής τους
και ξεψύχησαν,
αρκετά αυτά τα λόγια,
δεν επιθυμώ δίπλα να αναστεναζω,
ο λόγος που ήρθα εδώ στο βασιλικό σπιτι
είναι την μάντισσα Θεονόη
επιθυμώντας να δω,145
εσύ μεσολαβησε,να παρω
μαντείες πως με το καράβι μ'ευνοικα
φτερά να με στείλει
στη παραθαλάσσια γη της Κύπρου,
όπου με διόρισε με χρησμό
να κατοικησω ο Απολλωνας,
όνομα νησιώτικο Σαλαμίνα δίνοντας
προς τιμή της εκει πατρίδας 150
.
.
Τεῦκρος
Τίς τῶνδ'ἐρυμνῶν δωμάτων ἔχει κράτος;
Πλούτου γὰρ οἶκος ἄξιος προσεικάσαι,
βασίλειά τ'ἀμφιβλήματ'εὔθριγκοί θ'ἕδραι. 70
Ἔα·
ὦ θεοί, τίν'εἶδον ὄψιν; Ἐχθίστην ὁρῶ
γυναικὸς εἰκὼ φόνιον, ἥ μ'ἀπώλεσεν
πάντας τ'Ἀχαιούς. Θεοί σ', ὅσον μίμημ'ἔχεις
Ἑλένης, ἀποπτύσειαν. Εἰ δὲ μὴ 'ν ξένῃ 75
γαίᾳ πόδ'εἶχον, τῷδ'ἂν εὐστόχῳ πτερῷ
ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης.
Ἑλένη
Τί δ', ὦ ταλαίπωρ'ὅστις ὤν μ'ἀπεστράφης
καὶ ταῖς ἐκείνης συμφοραῖς ἐμὲ στυγεῖς;
Τεῦκρος
Ἥμαρτον· ὀργῇ δ'εἶξα μᾶλλον ἤ με χρῆν· 80
μισεῖ γὰρ Ἑλλὰς πᾶσα τὴν Διὸς κόρην.
Σύγγνωθι δ'ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, γύναι.
Ἑλένη
Τίς δ'εἶ; Πόθεν γῆς τῆσδ'ἐπεστράφης πέδον;
Τεῦκρος
Εἷς τῶν Ἀχαιῶν, ὦ γύναι, τῶν ἀθλίων.
Ἑλένη
Οὐ τἄρα σ'Ἑλένην εἰ στυγεῖς θαυμαστέον. 85
Ἀτὰρ τίς εἶ πόθεν; Τίνος δ'αὐδᾶν σε χρή;
Τεῦκρος
Ὄνομα μὲν ἡμῖν Τεῦκρος, ὁ δὲ φύσας πατὴρ
Τελαμών, Σαλαμὶς δὲ πατρὶς ἡ θρέψασά με.
Ἑλένη
Τί δῆτα Νείλου τούσδ'ἐπιστρέφῃ γύας;
Τεῦκρος
Φυγὰς πατρῴας ἐξελήλαμαι χθονός. 90
Ἑλένη
Τλήμων ἂν εἴης· Τίς δέ σ'ἐκβάλλει πάτρας;
Τεῦκρος
Τελαμὼν ὁ φύσας. Τίν'ἂν ἔχοις μᾶλλον φίλον;
Ἑλένη
Ἐκ τοῦ; Τὸ γάρ τοι πρᾶγμα συμφορὰν ἔχει.
Τεῦκρος
Αἴας μ'ἀδελφὸς ὤλεσ'ἐν Τροίᾳ θανών.
Ἑλένη
Πῶς; Οὔ τί που σῷ φασγάνῳ βίον στερείς; 95
Τεῦκρος
Οἰκεῖον αὐτὸν ὤλεσ'ἅλμ'ἐπὶ ξίφος.
Ἑλένη
Μανέντ'; Ἐπεὶ τίς σωφρονῶν τλαίη τάδ'ἄν;
Τεῦκρος
Τὸν Πηλέως τιν'οἶσθ'Ἀχιλλέα γόνον;
Ἑλένη
Ναί· μνηστήρ ποθ'Ἑλένης ἦλθεν, ὡς ἀκούομεν.
Τεῦκρος
Θανὼν ὅδ'ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις. 100
Ἑλένη
Καὶ δὴ τί τοῦτ'Αἴαντι γίγνεται κακόν;
Τεῦκρος
Ἄλλου λαβόντος ὅπλ'ἀπηλλάχθη βίου.
Ἑλένη
Σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς;
Τεῦκρος
Ὁθούνεκ'αὐτῷ γ'οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ.
Ἑλένη
Ἦλθες γάρ, ὦ ξέν', Ἰλίου κλεινὴν πόλιν; 105
Τεῦκρος
Καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην.
Ἑλένη
Ἤδη γὰρ ἧπται καὶ κατείργασται πυρί;
Τεῦκρος
Ὥστ'οὐδ'ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές.
Ἑλένη
Ὦ τλῆμον Ἑλένη, διὰ σ'ἀπόλλυνται Φρύγες.
Τεῦκρος
Καὶ πρός γ'Ἀχαιοί· μεγάλα δ'εἴργασται κακά. 110
Ἑλένη
Πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις;
Τεῦκρος
Ἑπτὰ σχεδόν τι καρπίμους ἐτῶν κύκλους.
Ἑλένη
Χρόνον δ'ἐμείνατ'ἄλλον ἐν Τροίᾳ πόσον;
Τεῦκρος
Πολλὰς σελήνας, δέκα διελθούσας ἔτη.
Ἑλένη
Ἦ καὶ γυναῖκα Σπαρτιᾶτιν εἵλετε; 115
Τεῦκρος
Μενέλαος αὐτὴν ἦγ'ἐπισπάσας κόμης.
Ἑλένη
Εἶδες σὺ τὴν δύστηνον; Ἢ κλύων λέγεις;
Τεῦκρος
Ὥσπερ γε σέ, οὐδὲν ἧσσον, ὀφθαλμοῖς ὁρῶ.
Ἑλένη
Σσκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ'ἐκ θεῶν.
Τεῦκρος
Ἄλλου λόγου μέμνησο, μὴ κείνης ἔτι. 120
Ἑλένη
Οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ;
Τεῦκρος
Οὐτὸς γὰρ ὄσσοις εἰδόμην· καὶ νοῦς ὁρᾷ.
Ἑλένη
Ἤδη δ'ἐν οἴκοις σὺν δάμαρτι Μενέλεως;
Τεῦκρος
Οὔκουν ἐν Ἄργει <γ'> οὐδ'ἐπ'Εὐρώτα ῥοαῖς.
Ἑλένη
Αἰαῖ· κακὸν τόδ'εἶπας οἷς κακὸν λέγεις. 125
Τεῦκρος
Ὡς κεῖνος ἀφανὴς σὺν δάμαρτι κλῄζεται.
Ἑλένη
Οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν;
Τεῦκρος
Ἦν, ἀλλὰ χειμὼν ἄλλοσ'ἄλλον ὥρισεν.
Ἑλένη
Ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός;
Τεῦκρος
Μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου. 130
Ἑλένη
Κἀκ τοῦδε Μενέλαν οὔτις εἶδ'ἀφιγμένον;
Τεῦκρος
Οὐδείς· θανὼν δὲ κλῄζεται καθ'Ἑλλάδα.
Ἑλένη
Ἀπωλόμεσθα· Θεστιὰς δ'ἔστιν κόρη;
Τεῦκρος
Λήδαν ἔλεξας; Οἴχεται θανοῦσα δή.
Ἑλένη
Οὔ πού νιν Ἑλένης αἰσχρὸν ὤλεσεν κλέος; 135
Τεῦκρος
Φασίν, βρόχῳ γ'ἅψασαν εὐγενῆ δέρην.
Ἑλένη
Οἱ Τυνδάρειοι δ'εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν κόροι;
Τεῦκρος
Τεθνᾶσι καὶ οὐ τεθνᾶσι· δύο δ'ἐστὸν λόγω.
Ἑλένη
Πότερος ὁ κρείσσων; Ὦ τάλαιν'ἐγὼ κακῶν.
Τεῦκρος
Ἄστροις σφ'ὁμοιωθέντε φάσ'εἶναι θεώ. 140
Ἑλένη
Καλῶς ἔλεξας τοῦτο· θάτερον δὲ τί;
Τεῦκρος
Σφαγαῖς ἀδελφῆς οὕνεκ'ἐκπνεῦσαι βίον.
Ἅλις δὲ μύθων· οὐ διπλᾶ χρῄζω στένειν.
Ὧν δ'οὕνεκ'ἦλθον τούσδε βασιλείους δόμους,
τὴν θεσπιῳδὸν Θεονόην χρῄζων ἰδεῖν, 145
σὺ προξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων
ὅπῃ νεὼς στείλαιμ'ἂν οὔριον πτερὸν
ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ'ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας. 150
.
.
.
-ο χαρακτήρας των νεων-
Αριστοτελης, Ρητορική, 1380b35–1382a19
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis
τα ήθη ποια είναι κατά τα πάθη και τις εξεις και τις ηλικίες και τις τύχες ας τα
διαπραγματευτούμε μετά από αυτα,
πάθη λοιπόν λέω,την οργή,την επιθυμία και παρόμοια για τα οποία πριν μιλήσαμε,
εξεις τις αρετές και τις κακιες,και γι'αυτες ειπαμε
35 πριν,και ποια καθένας προτιμάει και ποια πράττει,
οι ηλικίες λοιπόν είναι η νεότητα,η ώριμη και η γεροντικη,
επίσης τύχη λέω την ευγενική καταγωγη και τον πλούτο και τηδύναμη και τα ενάντια σ'αυτα,
και γενικά την ευτυχία και τη δυστυχια
οι νέοι λοιπόν λόγω του χαρακτήρα τους έντονα επιθυμούν,και ως τέτοιοι κάνουν αυτά που θα επιθυμισουν,
και μάλιστα των σωμάτων τις επιθυμιες
5.προθυμοι να ακολουθήσουν τα
ερωτικά και χωρίς εγκράτεια σ'αυτα,εύκολα αλλάζουν και γρήγορα χορταινουν στις επιθυμίες
και ενώ πολύ δυνατά επιθυμούν γρηγορα όμως ικανοποιούνται(γιατί πάρα πολύ θέλουν όμως
για λίγο,όπως ακριβώς στους ασθενεις η πείνα και η διψα)και ειναι συναισθηματικοι και
οξύθυμοι και ως τετοιοι παρασύρονται απ'την οργη,
10.και χειρότεροι είναι στο θυμό,γιατί λόγω της αγαπης για τη τιμή δεν ανέχονται να καταφρονουνται,αλλά αγανακτούν αν νομίζουν ότι αδικουνται,
λοιπόν και την τιμή αγαπούν, περισσότερο όμως αγαπούν τη νίκη(γιατί το να υπερέχεις επιθυμεί
η νεότητα,κι η νίκη είναι κάποια υπεροχη)και τα δυο αυτά περισσότερο από την αγάπη
του χρηματος
(φιλοχρήματοι πολύ λίγο είναι επειδή όχι ακόμα δεν έχουν την εμπειρία της φτώχειας,
15 όπως ακριβώς αναφερει του Πιττακού το απόφθεγμα για τον Αμφιάραο)
και δεν είναι κακου χαρακτήρα αλλά καλού χαρακτήρα επειδή ακόμα δεν έχουν δει πολλές
κακίες,και ευκολόπιστοι επειδή δεν έχουν πολλές φορές εξαπατηθεί,και αισιόδοξοι,γιατί όπως ακριβώς οι πιωμένοι με κρασί,έτσι ένθερμοι είναι οι νέοι απ'τη φύση, ταυτόχρονα όμως
και επειδή (20)δεν έχουν πολλες αποτυχιες,
και ζουν το πιο πολύ με την αισιοδοξία,γιατί η ελπίδα ανήκει στο μέλλον,η μνήμη σ'αυτο
που έχει περάσει,στους νέους λοιπόν το μέλλον πολύ ενω αυτό που εχει περάσει μικρο,
γιατί τη πρώτη μέρα δεν έχει κάτι να θυμάται,ελπίζει όμως τα πάντα,και εύκολα εξαπατουνται
απ'αυτο που τους λενε(25)(γιατί ελπίζουν εύκολα),
και περισσότερο ανδρείοι(γιατί συναισθηματικοί και αισιόδοξοι,απ'αυτα το ένα τους κάνει να
μην φοβούνται ενώ το άλλο τους κάνει να'χουν θαρρος,γιατί κανένας που οργίζεται δεν φοβάται,επειδή το να ελπίζεις κάτι καλό θαρραλεο ειναι )
και συνεσταλμένοι(γιατί ακόμα δεν υποπτεύονται αλλα καλά ,αλλά αυτά που'χουν εκπαιδευτει
απ'τον νόμο μόνο)
και(30) μεγαλοψυχοι(γιατί ακόμα απ'τη ζωή δεν έχουν ταπεινωθει,και στις ανάγκες άπειροι είναι,
και το να αξίωνουν
μεγάλα είναι μεγαλοψυχια,,κι αυτό ειναι χαρακτηριστικό του αισιόδοξου)
και μάλλον προτιμούν να πραττουν τα καλά απ'τα συμφεροντα,γιατι με το ήθος ζουν παρά
με τον υπολογισμό,γιατί ο υπολογισμός είναι του συμφέροντος ενώ (35) η αρετή του καλου,
κι αγαπούν τους φίλους και τους συντρόφους περισσότερο
(1389b) απ'τις άλλες ηλικίες επειδή χαίρονται να συζούν και δεν υπάρχει τίποτα που προς το συμφέρον να κρίνουν,επομένως ούτε τους φίλους,
κι όλα τα λαθη τους απ'την υπερβολή και την ορμητικότητα τους,παραβαίνοντας το Χιλωνειο
(ρητό μηδέν άγαν)(γιατί τα πάντα με υπερβολή πραττουν),
γιατί αγαπούν υπερβολικά και(5) μισούν υπερβολικά και σ'ολα τα'αλλα όμοια),και νομίζουν πως
τα πάντα γνωρίζουν και με επιμονή υποστηρίζουν(γιατί αυτό αιτία είναι στα πάντα να υπερβαλουν),
και τα αδικήματα που αδικούν απο το πάθος τους κι όχι από κακουργια,
και νιώθουν συμπάθεια επειδή όλους ενάρετους και καλύτερους θεωρουν(γιατί με τη δική τους ακακία τους διπλανους μετρουν,ώστε να θεωρούν πως δεν τους αξίζει αυτό που πάσχουν )
και τους αρέσει να γελούν,γι'αυτό και τους αρέσουν τα αστεία,γιατί η διάθεση για αστεία μια εξευγενισμένη προσβολή είναι
.
.
τὰ δὲ ἤθη ποῖοί τινες κατὰ τὰ πάθη καὶ τὰς ἕξεις καὶ τὰςἡλικίας καὶ τὰς τύχας, διέλθωμεν μετὰ
ταῦτα. λέγω δὲ πάθημὲν ὀργὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ ὧν εἰρήκαμεν [πρότερον],
ἕξεις δὲ ἀρετὰς καὶ κακίας, εἴρηται δὲ περὶ τούτων
(35) πρότερον, καὶ ποῖα προαιροῦνται ἕκαστοι, καὶ ποίων πρακτικοί. ἡλικίαι δέ εἰσι νεότης
καὶ ἀκμὴ καὶ γῆρας. τύχην δὲ
[1389a] λέγω εὐγένειαν καὶ πλοῦτον καὶ δυνάμεις καὶ τἀναντία τούτοις
καὶ ὅλως εὐτυχίαν καὶ δυστυχίαν.
οἱ μὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικοί, καὶ οἷοι ποιεῖνὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. καὶ τῶν περὶ
τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα
(5) ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης, εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι
πρὸς τὰς ἐπιθυμίας, καὶσφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται (ὀξεῖαι γὰρ αἱ
βουλήσεις καὶ οὐ μεγάλαι, ὥσπερ αἱ τῶν καμνόντων δίψαι καὶπεῖναι), καὶ θυμικοὶ καὶ ὀξύθυμοι
καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὀργῇ.
(10) καὶ ἥττους εἰσὶ τοῦ θυμοῦ· διὰ γὰρ φιλοτιμίαν οὐκ ἀνέχονται ὀλιγωρούμενοι, ἀλλ’ ἀγανακτοῦσιν ἂν οἴωνται ἀδικεῖσθαι. καὶ φιλότιμοι μέν εἰσιν, μᾶλλον δὲ φιλόνικοι (ὑπεροχῆς γὰρ ἐπι-
θυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις), καὶ ἄμφω ταῦτα μᾶλλον ἢ φιλοχρήματοι (φιλοχρήματοι δὲ ἥκιστα διὰ τὸ μήπω(15) ἐνδείας πεπειρᾶσθαι, ὥσπερ τὸ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα
εἰς Ἀμφιάραον), καὶ οὐ κακοήθεις ἀλλ’ εὐήθεις διὰ τὸ μήπω τεθεωρηκέναι πολλὰς πονηρίας, καὶ εὔπιστοι διὰ τὸ μήπω πολλὰ ἐξηπατῆσθαι, καὶ εὐέλπιδες· ὥσπερ γὰρ οἱ οἰνωμένοι,
οὕτω διάθερμοί εἰσιν οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως· ἅμα δὲ καὶ διὰ
(20) τὸ μὴ πολλὰ ἀποτετυχηκέναι. καὶ ζῶσι τὰ πλεῖστα ἐλπίδι· ἡμὲν γὰρ ἐλπὶς τοῦ μέλλοντός
ἐστιν ἡ δὲ μνήμη τοῦ παροιχομένου, τοῖς δὲ νέοις τὸ μὲν μέλλον πολὺ τὸ δὲ παρεληλυθὸς
βραχύ· τῇ γὰρ πρώτῃ ἡμέρᾳ μεμνῆσθαι μὲν οὐδὲν οἷόν τε,ἐλπίζειν δὲ πάντα. καὶ εὐεξαπάτητοί
εἰσι διὰ τὸ εἰρημένον
(25) (ἐλπίζουσι γὰρ ῥᾳδίως), καὶ ἀνδρειότεροι (θυμώδεις γὰρ καὶ εὐέλπιδες, ὧν τὸ μὲν μὴ
φοβεῖσθαι τὸ δὲ θαρρεῖν ποιεῖ· οὔτε γὰρ ὀργιζόμενος οὐδεὶς φοβεῖται, τό τε ἐλπίζειν ἀγαθόν
τι θαρραλέον ἐστίν), καὶ αἰσχυντηλοί (οὐ γάρ πω καλὰ ἕτερα ὑπολαμβάνουσιν, ἀλλὰ πεπαίδευνται
ὑπὸ τοῦ νόμου μόνον), καὶ (30) μεγαλόψυχοι (οὐ γὰρ ὑπὸ τοῦ βίου πω τεταπείνωνται, ἀλλὰ
τῶν ἀναγκαίων ἄπειροί εἰσιν, καὶ τὸ ἀξιοῦν αὑτὸν μεγάλων μεγαλοψυχία· τοῦτο δ’ εὐέλπιδος).
καὶ μᾶλλον αἱροῦνται πράττειν τὰ καλὰ τῶν συμφερόντων· τῷ γὰρ ἤθει ζῶσι μᾶλλον ἢ
τῷ λογισμῷ, ἔστι δὲ ὁ μὲν λογισμὸς τοῦ συμφέροντος ἡ δὲ (35) ἀρετὴ τοῦ καλοῦ. καὶ φιλόφιλοι
καὶ φιλέταιροι μᾶλλον τῶν[1389b] ἄλλων ἡλικιῶν διὰ τὸ χαίρειν τῷ συζῆν καὶ μήπω πρὸς τὸ
συμφέρον κρίνειν μηδέν, ὥστε μηδὲ τοὺς φίλους. καὶ ἅπαντα ἐπὶ τὸ μᾶλλον καὶ σφοδρότερον ἁμαρτάνουσι, παρὰ τὸ Χιλώνειον (πάντα γὰρ ἄγαν πράττουσιν· φιλοῦσι γὰρ ἄγαν καὶ
(5) μισοῦσιν ἄγαν καὶ τἆλλα πάντα ὁμοίως), καὶ εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται (τοῦτο
γὰρ αἴτιόν ἐστιν καὶ τοῦπάντα ἄγαν), καὶ τὰ ἀδικήματα ἀδικοῦσιν εἰς ὕβριν, καὶ οὐ κακουργίαν.
καὶ ἐλεητικοὶ διὰ τὸ πάντας χρηστοὺς καὶ βελτίους ὑπολαμβάνειν (τῇ γὰρ αὑτῶν ἀκακίᾳ
τοὺς πέλας με-(10) τροῦσιν, ὥστε ἀνάξια πάσχειν ὑπολαμβάνουσιν αὐτούς), καὶ
φιλογέλωτες, διὸ καὶ φιλευτράπελοι· ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν.
.
.
.
-ο χαρακτήρας των γερων-
Αριστοτελης, Ρητορική, 1389b–1390a
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis
των νέων λοιπόν τέτοιος είναι ο χαρακτήρας,οι γεροντότεροι όμως και αυτοί που πέρασαν την ωριμοτητα σχεδόν από τα αντίθετα σ'αυτα τα πιο πολλά έχουν ήθη,επειδή πολλά χρόνια εχουν ζησει και περισσότερο εχουν εξαπατηθεί και έχουν κάνει λάθη,και τα περισσότερα είναι άσχημα από τα πράγματα,ουτε είναι βέβαιοι για τιποτα,και λιγότερο υπερβαλουν
πάντοτε απ'οτι πρέπει,και νομιζουν,τίποτα δεν γνωριζουν, και όταν έχουν αμφιβολίες προσθέτουν πάντα το ίσως και
πιθανως και πάντα λένε έτσι,σταθερά όμως κανένα,και δύσκολοι στο χαρακτήρα είναι,
γιατί το δύσκολο του χαρακτήρα είναι να θεωρείς πως προς το χειρότερο είναι τα πάντα,
ακόμη λοιπόν καχύποπτοι είναι επειδή δεν εμπιστεύονται,δεν εμπιστεύονται λόγω της εμπειρίας,κι ούτε αγαπούν δυνατά ούτε μισούν για τα ίδια αυτά,αλλά σύμφωνα με την υποθήκη του Βιαντα και αγαπούν
σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή( να μισήσουν και μισούν σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή) να αγαπησουν,
και έχουν αδύναμο φρονημα επειδή έχουν ταπεινωθει απ'τη ζωή,γιατί κανένα μεγάλο ούτε περιττό αλλά αυτά όσα για την επιβίωση επιθυμούν,
και φειδωλοί,γιατί απ'τη μια ένα απ'τα απαραιτητα η περιουσία,συνάμα όμως και λόγω εμπειρίας γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι ν'αποκτησεις και πόσο εύκολο το να χάσεις,
και δειλοί,(30) και όλα από πριν τα φοβούνται ,γιατί αντίθετα με τους νέους βρίσκονται,
γιατί ειναι ψυχροί,ενώ οι άλλοι θερμοί,επομένως τα γηρατειά έχουν προειδοποιήσει για τη δειλία,και γιατί ο φόβος μια ψυχρότητα ειναι,
και αγαπούν τη ζωή,και μάλιστα στις τελευταιες τους μέρες επειδή η επιθυμία είναι γι'αυτό που φεύγει,κι αυτό που μας λείπει,αυτό (35)πιο πολυ επιθυμουμε,
κι αγαπούν μόνον τους εαυτούς περισσότερο απ'οτι πρέπει,γιατί κι αυτο ένα αδύνατο φρόνημα είναι,και για το συμφέρον ζουν ,αλλ'οχι για το καλό, περισσότερο απ'οτι πρέπει,επειδή αγαπούν μόνον τους εαυτους τους,
γιατι το[1390a] συμφέρον για τους ίδιους αγαθό είναι,το καλό από μονο του καλό,
και χωρίς ντροπη περισσότερο παρά συνεσταλμένοι,επειδή δεν ενδιαφέρονται το ίδιο για το καλό και το συμφέρον αδιαφορούν για την γνώμη των αλλων,
και απαισιόδοξοι λόγω της εμπειρίας (γιατί τα περισσότερα απ'αυτα που γίνονται (5)άσχημα είναι,γιατί τις περισσοτερες φορές καταληγουν στο χειρότερο)κι ακόμη λόγω της δειλίας,και ζουν με τη μνήμη μάλλον παρά με την ελπίδα,γιατί του βίου το υπόλοιπο λίγο αυτό όμως που έχει περάσει πολυ,η ελπίδα λοιπόν είναι για το μέλλον ενώ η μνημη γι'αυτα που έχουν περάσει,το οποίο είναι και η αιτία της πολυλογιας σ'αυτους,
(10)γιατί αδιάκοπα για αυτά που έγιναν λένε,γιατί αυτά όταν αναθυμουνται ευχαριστιουνται,
κι οι θυμοι έντονοι αλλά αδύνατοι ειναι,κι απ'τις επιθυμίες άλλες εχουν εκλειψει
άλλες αδύναμες ειναι,έτσι ώστε
ούτε επιθυμούν ούτε πράττουν σύμφωνα με τις επιθυμίες,αλλά σύμφωνα με το κέρδος,γι'αυτό
να'χουν συμβιβαστεί φαίνονται αυτοί αυτής της ηλικίας,κι απ'την άλλη γιατί (15) οι επιθυμίες δεν επανορθωνονται και επίσης είναι υποδουλωμένοι στο κέρδος,και μάλλον ζουν σύμφωνα με τον υπολογισμό παρά σύμφωνα με το ήθος,γιατί ο υπολογισμός του συμφέροντος είναι ενώ το ήθος της αρετής είναι,
και τ'αδικηματα που αδικούν οφείλονται σε μοχθηρία,όχι σε προσβλητική διάθεση,
συναισθηματικοί βέβαια και οι γέροντες είναι,αλλά,όχι για τους ίδιους λογους με τους νέους,γιατί οι νέοι λόγω,(20) αγάπης για τον άνθρωπο,ενώ οι γεροι λόγω αδυναμίας,γιατί τα πάντα νομίζουν πλησιον είναι να τα πάθουν,αυτό λοιπόν είναι το συναισθηματικό,
γι'αυτό το λόγο παράπονα έχουν,
και δεν είναι αστείοι ούτε τους αρέσει το γέλιο,γιατί το να παραπονιεσαι δεν ταιριάζει στον αστείο ανθρωπο
.
.
Τὸ μὲν οὖν τῶν νέων τοιοῦτόν ἐστιν ἦθος, οἱ δὲ πρεσβύ-
τεροι καὶ παρηκμακότες σχεδὸν ἐκ τῶν ἐναντίων τούτοις τὰ
(15) πλεῖστα ἔχουσιν ἤθη· διὰ γὰρ τὸ πολλὰ ἔτη βεβιωκέναι καὶ
πλείω ἐξηπατῆσθαι καὶ ἐξημαρτηκέναι, καὶ τὰ πλείω φαῦλα
εἶναι τῶν πραγμάτων, οὔτε διαβεβαιοῦνται οὐδέν, ἧττόν τε
ἄγανται πάντα ἢ δεῖ. καὶ οἴονται, ἴσασι δ’ οὐδέν. καὶ ἀμφι-
δοξοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα, καὶ πάντα
(20) λέγουσιν οὕτως, παγίως δ’ οὐδέν. καὶ κακοήθεις εἰσίν· ἔστι
γὰρ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα. ἔτι δὲ
καχύποπτοί εἰσι διὰ τὴν ἀπιστίαν, ἄπιστοι δὲ δι’ ἐμπειρίαν.
καὶ οὔτε φιλοῦσιν σφόδρα οὔτε μισοῦσι διὰ ταῦτα, ἀλλὰ κατὰ
τὴν Βίαντος ὑποθήκην καὶ φιλοῦσιν ὡς μισήσοντες καὶ μισοῦ-
(25) σιν ὡς φιλήσοντες. καὶ μικρόψυχοι διὰ τὸ τεταπεινῶσθαι
ὑπὸ τοῦ βίου· οὐδενὸς γὰρ μεγάλου οὐδὲ περιττοῦ ἀλλὰ τῶν
πρὸς τὸν βίον ἐπιθυμοῦσι. καὶ ἀνελεύθεροι· ἓν γάρ τι τῶν
ἀναγκαίων ἡ οὐσία, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὴν ἐμπειρίαν ἴσασιν ὡς
χαλεπὸν τὸ κτήσασθαι καὶ ῥᾴδιον τὸ ἀποβαλεῖν. καὶ δειλοὶ
(30) καὶ πάντα προφοβητικοί· ἐναντίως γὰρ διάκεινται τοῖς νέοις·
κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν, οἱ δὲ θερμοί, ὥστε προωδοπεποίηκε
τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ· καὶ γὰρ ὁ φόβος κατάψυξίς τίς ἐστιν. καὶ
φιλόζωοι, καὶ μᾶλλον ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ διὰ τὸ τοῦ
ἀπόντος εἶναι τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ οὗ ἐνδεεῖς, τούτου
(35) μάλιστα ἐπιθυμεῖν. καὶ φίλαυτοι μᾶλλον ἢ δεῖ· μικροψυχία
γάρ τις καὶ αὕτη. καὶ πρὸς τὸ συμφέρον ζῶσιν, ἀλλ’ οὐ πρὸς
τὸ καλόν, μᾶλλον ἢ δεῖ, διὰ τὸ φίλαυτοι εἶναι· τὸ μὲν γὰρ
[1390a] συμφέρον αὐτῷ ἀγαθόν ἐστι, τὸ δὲ καλὸν ἁπλῶς. καὶ ἀν-
αίσχυντοι μᾶλλον ἢ αἰσχυντηλοί· διὰ γὰρ τὸ μὴ φροντίζειν
ὁμοίως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ συμφέροντος ὀλιγωροῦσι τοῦ δοκεῖν.
καὶ δυσέλπιδες διὰ τὴν ἐμπειρίαν (τὰ γὰρ πλείω τῶν γιγνο-
(5) μένων φαῦλά ἐστιν· ἀποβαίνει γὰρ τὰ πολλὰ ἐπὶ τὸ χεῖρον),
καὶ ἔτι διὰ τὴν δειλίαν. καὶ ζῶσι τῇ μνήμῃ μᾶλλον ἢ τῇ
ἐλπίδι· τοῦ γὰρ βίου τὸ μὲν λοιπὸν ὀλίγον τὸ δὲ παρεληλυθὸς
πολύ, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἐλπὶς τοῦ μέλλοντος ἡ δὲ μνήμη τῶν
παροιχομένων· ὅπερ αἴτιον καὶ τῆς ἀδολεσχίας αὐτοῖς·
(10) διατελοῦσι γὰρ τὰ γενόμενα λέγοντες· ἀναμιμνησκόμενοι γὰρ
ἥδονται. καὶ οἱ θυμοὶ ὀξεῖς μὲν ἀσθενεῖς δέ εἰσιν, καὶ αἱ ἐπι-
θυμίαι αἱ μὲν ἐκλελοίπασιν αἱ δὲ ἀσθενεῖς εἰσιν, ὥστε οὔτ’
ἐπιθυμητικοὶ οὔτε πρακτικοὶ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ κατὰ
τὸ κέρδος· διὸ σωφρονικοὶ φαίνονται οἱ τηλικοῦτοι· αἵ τε γὰρ
(15) ἐπιθυμίαι ἀνείκασι καὶ δουλεύουσι τῷ κέρδει. καὶ μᾶλλον
ζῶσι κατὰ λογισμὸν ἢ κατὰ τὸ ἦθος· ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς τοῦ
συμφέροντος τὸ δ’ ἦθος τῆς ἀρετῆς ἐστιν. καὶ τἀδικήματα
ἀδικοῦσιν εἰς κακουργίαν, οὐκ εἰς ὕβριν. ἐλεητικοὶ δὲ καὶ οἱ
γέροντές εἰσιν, ἀλλ’ οὐ διὰ ταὐτὰ τοῖς νέοις· οἱ μὲν γὰρ διὰ
(20) φιλανθρωπίαν, οἱ δὲ δι’ ἀσθένειαν· πάντα γὰρ οἴονται ἐγγὺς
εἶναι αὑτοῖς παθεῖν, τοῦτο δ’ ἦν ἐλεητικόν· ὅθεν ὀδυρτικοί
εἰσι, καὶ οὐκ εὐτράπελοι οὐδὲ φιλογέλοιοι· ἐναντίον γὰρ τὸ
ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι.
.
.
.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Δὶς κατηγορούμενος
(Δική Μέθης εναντίον Ακαδημειας)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΔΙΚΗ
[15] οι πρώτοι(δικαστές)ας πάρουν θέση την Ακαδημια και την Μέθη να δικασουν,εσύ χύσε το νερό στη κλεψύδρα,πρώτη λοιπόν λέγε εσύ η Μεθη,
γιατί σωπαίνει και το κεφάλι κουνά;πλησίασε την,Ερμή ,να μαθεις
ΕΡΜΗΣ
'δεν μπορώ,λέει,να αγορευσω απ'το κρασί έχω τη γλώσσα περδικλωμενη,να μην προκαλέσω γέλιο στο δικαστήριο',
μόλις που στέκεται όρθια,όπως βλεπεις
ΔΙΚΗ
θα της διαλέξω λοιπόν συνηγορο κάποιον απ'αυτους τους δημοσιους(δικαστές(,γιατί πολλοί είναι έτοιμοι για το τριοβολο
να λογοκοπανησουν
ΕΡΜΗΣ
αλλά κανείς δεν θα θελήσει στα φανερά να συνηγορήσει για τη Μέθη,πλην όμως ότι είναι ορθο φαίνεται αυτα που ζητα
ΔΙΚΗ
ποια;
ΕΡΜΗΣ
'η Ακαδημία και για τους δύο πάντοτε είναι έτοιμη να μιλήσει κι αυτό μπορεί να κάνει τα αντίθετα να υπερασπίζει,αυτή λοιπον',λεει,',υπέρ μου πρωτα να πει,κι ύστερα υπέρ της να μιλησει'
ΔΙΚΗ
Καινούργια αυτά,όμως βγάλε,Ακαδημία,για την καθεμια σας λόγο,αφού σου είναι ευκολο
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16]ακούστε,άντρες δικαστές,πρώτα τα υπέρ της Μέθης,για εκείνη τώρα ρέει το νερό στη κλεψύδρα,αδικήθηκε η δυστυχη πάρα πολύ από μένα την Ακαδημία,τον μόνο δικό της άνθρωπο που είχε φίλο της και πιστό,που τίποτα από όσα έκανε δεν του φαίνονταν άσχημα, της πήρα τον Πολεμωνα εκείνον,ο οποίος καθε μέρα γλεντουσε μέσα στην αγορά,τραγουδίστρια εχοντας και τραγουδώντας απ'το πρωί ως το βράδυ,πάντα μεθυσμένος και σε κραιπαλη και στο κεφάλι μ'ανθη στεφανωμένος,κι αυτά ότι αλήθεια είναι μαρτυρες οι Αθηναίοι όλοι,που ουδεποτε αμεθυστο τον Πολεμωνα δεν είδαν,κι όταν ο δύστυχος στης Ακαδημίας τη πόρτα γλεντουσε,όπως σ'ολες το συνειθιζε,
αφου τον απήγαγε κι απο τα χέρια της Μέθης τον άρπαξε με τη βία και στο σπίτι της τον τραβάει και να πίνει νερό τον ανάγκασε και νηφάλιος να είναι τον εμαθε και τα στεφανια του εβγαλε,και να πρέπει να καταπίνει ξαπλωμένος,λόγια αινιγματικά κι άχαρα και γεμάτα πολλή σκοτουρα τον εκπαιδευσε,έτσι ώστε ενώ πριν
άνθιζε ροδαλος χλωμος ο δύστυχος έχει γίνει και καμπουριασε το σώμα του,κι όλα τα τραγούδια ξέχασε ποτε ποτε νηστικός και διψασμένος τα βράδυα κάθεται φλυαρωντας αυτά τα οποία η Ακαδημία εγώ να φλυαρεί πολύ τον διδασκω,
και επί πλέον,ότι και χλευάζει τη Μέθη αφού από μένα ξεσηκωθηκαν τα μυαλα του και μύρια κακά ξερνα για αυτή,
αυτά τα υπέρ της Μέθης πάνω κατω τα είπα,τώρα και υπέρ εμού θα πω,και το νερό στη κλεψυδρα για μένα ας πεσει
ΔΙΚΗ
τι λοιπόν σ'αυτα θα πει;αλλ'όμως χύσε νερο στη κλεψύδρα ισα
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17]έτσι λοιπόν ακούσατε πολύ λογικά,άντρες δικαστές,να είναι όσα η συνηγορος είπε υπέρ της Μεθης,αν όμως και μένα ευνοϊκά ακούσετε,θα δείτε πως σε τίποτα δεν την αδίκησα,
γιατί ο Πολεμωνας αυτός,που λέει πως δικός της υπηρέτης είναι,δεν είναι από τη φύση του
φαυλος ουτε μεθύστακας,αλλά ομοιάζει με μένα στη φύση,
τον άρπαξε νεο ακομα κι αμαθον όντα με τη συμπραξη της Ηδονής,οπου στα πάντα την υπηρετεί,διέφθειρε τον δύστυχο στα γλέντια και στις παλιογυναικες τον παρέδωσε στην διάθεση τους,τόσο που ούτε η παραμικρη ντροπή δεν του εμεινε,
κι αυτά που υπέρ αυτής έλεγε λίγο πριν να θεωρηθούν,πως αυτά υπέρ εμού μάλλον ειπωθηκαν να νομίσετε,γιατί κυκλοφορούσε από το πρωί ο δύστυχος στεφανωμένος,σε κραιπαλη,μέσα στην αγορά με συνοδεία αυλού,ποτέ αμέθυστος,γλεντώντας με τα πάντα,ύβρις των προγόνων κι όλης της πόλης και γέλιο στους ξένους,
όταν λοιπόν σε μένα ήρθε εγώ έτυχε,όπως συνήθιζα να κάνω,με ανοιχτές τις πόρτες στους φίλους που ήταν παρόντες λόγους σημαντικούς περι της αρετής και της σωφροσυνης εξέταζα,
αυτός λοιπόν με τον αυλό και τα στεφάνια ορμώντας μέσα άρχισε να φωνάζει δυνατά και να φέρει συγχυση προσπαθούσε την συνομιλια μας διαταράσσοντας με τις φωνες,
επειδή όμως καθόλου δεν του δώσαμε προσοχη,μετά από λίγο,-γιατι δεν ήταν εντελώς μεθυσμενος-ξεμεθυσε από τους λόγους,και βγάζει τα στεφανια και την αυλητριδα διατάζει να σωπάσει και για τα πορφυρά που ήταν ντυμένος ντράπηκε,
κι όπως από βαθύ ύπνο να ξύπνησε κι είδε τον εαυτό του πως καταντισμενος ήταν και τον πρωτυτερο τρόπο που ζούσε συνειδητοποίησε,και το κοκκινισμα απ'το μεθύσι μαραθηκε κι εξαφανιστηκε,κοκκινισε ομως
από τη ντροπή των πράξεών του,
και τέλος ξεφεύγοντας ήρθε με τη θέληση του σε μένα,χωρίς να τον καλέσω ούτε να τον εξανάγκασω,όπως αυτή λέει,αλλά με τη θέληση του αυτός πιο καλά αυτά να δέχεται πως είναι,
και σε μένα καλεστε τον τώρα,για να καταλάβετε με ποιο τρόπο άλλαξε διάθεση από μένα,
αυτον,άντρες δικαστές,τον παρέλαβα σε γελοία κατάσταση,που μήτε να μιλήσει μήτε από το κρασί να σταθει ορθιος μπορούσε, και τον άλλαξα και αντί να'ναι ανδραποδο τον έκανα κόσμιο άντρα και σώφρονα και πολύ άξιο στους Έλληνες έδειξα,
και σε μένα κι αυτός ευγνωμοσύνη αναγνωρίζει γι'αυτα και οι συγγενείς του,
αυτα είχα να πω,
εσείς όμως τώρα εξεταστε με ποια από τις δυο μας πιο καλά είναι σ'αυτον να συνδεεται
ΔΙΚΗ
[18] ελάτε τωρα,μην αργοπορειτε,δώστε ψήφο,σηκωθητε,κι άλλους πρέπει να δικαστε
ΕΡΜΗΣ
σ'ολες (τις ψήφους)η Ακαδημία υπερεχει
εκτός από μια
ΔΙΚΗ
καθόλου παράξενο,να είναι και κάποιος με της Μέθης το μερος τοποθετημενος
.
.
ΔΙΚΗ
[15] Οἱ πρῶτοι καθιζέτωσαν τῇ Ἀκαδημείᾳ καὶ τῇ Μέθῃ· σὺ δὲ τὸ ὕδωρ ἔγχει. προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη. τί σιγᾷ καὶ διανεύει; μάθε, ὦ Ἑρμῆ, προσελθών.
ΕΡΜΗΣ
«Οὐ δύναμαι,» φησί, «τὸν ἀγῶνα εἰπεῖν ὑπὸ τοῦ ἀκράτου τὴν γλῶτταν πεπεδημένη, μὴ γέλωτα ὄφλω ἐν τῷ δικαστηρίῳ.» μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν, ὡς ὁρᾷς.
ΔΙΚΗ
Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά· πολλοὶ γὰρ οἱ κἂν ἐπὶ τριωβόλῳ διαρραγῆναι ἕτοιμοι.
ΕΡΜΗΣ
Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς ἐθελήσει ἔν γε τῷ φανερῷ συναγορεῦσαι Μέθῃ. πλὴν εὐγνώμονά γε ταῦτα ἔοικεν ἀξιοῦν.
ΔΙΚΗ
Τὰ ποῖα;
ΕΡΜΗΣ
«Ἡ Ἀκαδήμεια πρὸς ἀμφοτέρους ἀεὶ παρεσκεύασται τοὺς λόγους καὶ τοῦτ᾽ ἀσκεῖ τἀναντία καλῶς δύνασθαι λέγειν. αὕτη τοίνυν,» φησίν, «ὑπὲρ ἐμοῦ πρότερον εἰπάτω, εἶτα ὕστερον ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐρεῖ.»
ΔΙΚΗ
Καινὰ μὲν ταῦτα, εἰπὲ δὲ ὅμως, ὦ Ἀκαδήμεια, τὸν λόγον ἑκάτερον, ἐπεί σοι ῥᾴδιον
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[16] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρότερα τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης· ἐκείνης γὰρ τό γε νῦν ῥέον.
Ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆς Ἀκαδημείας ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃς μεθ᾽ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος. καὶ ταῦτα ὅτι ἀληθῆ, μάρτυρες Ἀθηναῖοι ἅπαντες, οἳ μηδὲ πώποτε νήφοντα Πολέμωνα εἶδον. ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰς τῆς Ἀκαδημείας θύρας ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντας εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Μέθης ἁρπάσασα μετὰ βίας καὶ πρὸς αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν· ὥστε ἀντὶ τοῦ τέως ἐπανθοῦντος αὐτῷ ἐρυθήματος ὠχρὸς ὁ ἄθλιος καὶ ῥικνὸς τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰς ᾠδὰς ἁπάσας ἀπομαθὼν ἄσιτος ἐνίοτε καὶ διψαλέος εἰς μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸς ἐμοῦ ἐπαρθεὶς καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆς.
Εἴρηται σχεδὸν τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης. ἤδη καὶ ὑπὲρ ἐμαυτῆς ἐρῶ, καὶ τὸ ἀπὸ τούτου ἐμοὶ ῥευσάτω.
ΔΙΚΗ
Τί ἄρα πρὸς ταῦτα ἐρεῖ; πλὴν ἀλλ᾽ ἔγχει τὸ ἴσον ἐν τῷ μέρει.
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
[17] Οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ συνήγορος εἴρηκεν ὑπὲρ τῆς Μέθης, ἢν δὲ κἀμοῦ μετ᾽ εὐνοίας ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡς οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα.
Τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ᾽ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. καὶ ἅ γε ὑπὲρ ἑαυτῆς λέγεσθαι μικρὸν ἔμπροσθεν ᾤετο, ταῦτα ὑπὲρ ἐμοῦ μᾶλλον εἰρῆσθαι νομίσατε· περιῄει γὰρ ἕωθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καὶ γέλως τοῖς ξένοις.
Ἐπεὶ μέντοι γε παρ᾽ ἐμὲ ἧκεν, ἐγὼ μὲν ἔτυχον, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, ἀναπεπταμένων τῶν θυρῶν πρὸς τοὺς παρόντας τῶν ἑταίρων λόγους τινὰς περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης διεξιοῦσα· ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ᾽ ὀλίγον —οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ— ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. καὶ τὸ μὲν ἐρύθημα τὸ ἐκ τῆς Μέθης ἀπήνθει καὶ ἠφανίζετο, ἠρυθρία δὲ κατ᾽ αἰδῶ τῶν δρωμένων· καὶ τέλος ἀποδρὰς ὥσπερ εἶχεν ηὐτομόλησεν παρ᾽ ἐμέ, οὔτε ἐπικαλεσαμένης οὔτε βιασαμένης, ὡς αὕτη φησίν, ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἑκὼν αὐτὸς ἀμείνω ταῦτα εἶναι ὑπολαμβάνων.
Καί μοι ἤδη κάλει αὐτόν, ὅπως καταμάθητε ὃν τρόπον διάκειται πρὸς ἐμοῦ. — τοῦτον, ὦ ἄνδρες δικασταί, παραλαβοῦσα γελοίως ἔχοντα, μήτε φωνὴν ἀφιέναι μήτε ἑστάναι ὑπὸ τοῦ ἀκράτου δυνάμενον, ὑπέστρεψα καὶ ἀνένηψα καὶ ἀντὶ ἀνδραπόδου κόσμιον ἄνδρα καὶ σώφρονα καὶ πολλοῦ ἄξιον τοῖς Ἕλλησιν ἀπέδειξα· καί μοι αὐτός τε χάριν οἶδεν ἐπὶ τούτοις καὶ οἱ προσήκοντες ὑπὲρ αὐτοῦ.
Εἴρηκα· ὑμεῖς δὲ ἤδη σκοπεῖτε ποτέρᾳ ἡμῶν ἄμεινον ἦν αὐτῷ συνεῖναι
ΔΙΚΗ
[18] Ἄγε δή, μὴ μέλλετε, ψηφοφορήσατε, ἀνάστητε· καὶ ἄλλοις χρὴ δικάζειν.
ΕΡΜΗΣ
Πάσαις ἡ Ἀκαδήμεια κρατεῖ πλὴν μιᾶς.
ΔΙΚΗ
Παράδοξον οὐδέν, εἶναί τινα καὶ τῇ Μέθῃ τιθέμενον
.
.
.