.
.
GREEK POETRY
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
Ευριπίδης,Φοινισσαι,(411-408 π.Χ),Προοίμιον,Μονόλογος-Εισαγωγη.Ιοκαστης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ιοκάστη
Ήλιε που διαβαίνεις μέσα απ'τ'ουρανου
τ'αστερια,πάνω σ'αμαξα χρυσή
και φωτιάς φλόγες μ'αλογα γρήγορα,τι καταστροφής ακτίδα
πάνω στη Θήβα εστειλες,
απ'τη μέρα π'άφησε Καδμος της Φοινίκης τη χώρα πλάι στη θάλασσα
κι έφτασε σ'αυτη τη γη.
Εδώ τότε την Αρμονια παντρεύτηκε,της Κυπριδας την κορη,
και τον Πολυδωρο απέκτησε,απ'τον οποίο,λένε,
ο Λαβδακος γεννήθηκε κι απ'αυτον ο Λαιος,
Όλοι ξέρουν πως του Μενοικεα κόρη είμαι
κι ο Κρέων αδελφός απ'την ίδια μάνα.
Με φωναζουν Ιοκάστη,γιατί έτσι ο πατέρας μ'ονοματισε ,
και τον Λαιο παντρεύτηκα,
Και για πολύ καιρό δεν είχαμε παιδιά,
αφ'ότου παντευτηκαμε και να ρωτήσει
πήγε τον Φοιβο αν παιδιά εμείς θα'χουμε,
Τότε του'πε ο θεός,Της Θήβας βασιλιά,της ξακουστης
για τ'αλογα,να μην σπείρεις παιδιά
ενάντια στην θεών τη θέληση,
γιατί αν παιδί αποκτήσεις,αυτό θα σε σκοτώσει
κι όλο το σπίτι σου στο αίμα θα βάψει,
Όμως αυτός,μεθυσμένος μ'εσμιξε,κι απόκτησε παιδί,
κι ύστερα όταν τ'αμαρτημα του κατάλαβε
και τη προειδοποίηση των θεών,έδωσε το παιδί
στους βοσκούς να το παρατήσουν στης Ήρας
τα λειβαδια πάνω στου Κιθαιρώνα τις κορφές,
αφού με σίδερα του τρύπησε τους αστραγάλους,
γι'αυτο Οιδίποδα τον ονομασαν οι Ελληνες,
Κι αυτόν τον βρήκαν ιππείς του Πολυβου και σπίτι
τον έφεραν και στα χέρια τον έβαλαν της κυρας τους,
εκείνη σαν να το'χε γεννήσει το βυζαξε
και τον άντρα της έπεισε πως η μάνα του ήτανε,
Όταν ο γιος μου άντρας έγινε,με μαύρο γενι,
είτε γιατί το υποψιάστηκε,είτε γιατί από κάποιον
άλλον το'μαθε,ξεκίνησε για του Φοίβου το ιερό,
θελωντας στ'αληθεια να μαθει
ποιοι οι γονείς του ητανε,
κι έτσι έκανε κι ο Λαιος,ο άντρας μου,ψάχνωντας
να μάθει αν το παιδί που παράτησε πέθανε,
κι οι δυο τότε συναντήθηκαν στη Φωκίδα σ'ενα σταυροδρόμι,
και του Λαιου ο αμαξάς τον διέταξε,
Ξένε,κάνε στην άκρη ο βασιλιάς να περάσει,
όμως αυτός δεν υπάκουσε μπροστά προχώρησε,
τ'αλογα με τις οπλές τον πάτησαν κι έτρεξε αίμα απ'τα ποδια του,
Τότε,γιατί πρέπει αυτά τα κακά να πω;ο γιος έσφαξε τον πατέρα
και παιρνωντας τ'αμαξι το'δωσε στον Πολυβο,τον θετό πατέρα,
Όταν τώρα καταπίεζε η Σφίγγα και ερημωνε τη πόλη μας
μετά τ'αντρα μου το θάνατο,ο Κρέων ο αδελφός μου,
ανακοίνωσε την παντρεια μου,πως μ'αυτον θα με πάντρευε
που το αίνιγμα θα λυνε της φοβερής γυναίκας,
Και συνέβη ο γιος μου,ο Οιδίποδας,να μαντέψει της Σφίγγας το τραγουδι,
κι έγινε βασιλιάς αυτής της γης και δέχτηκε
το σκήπτρο αυτής της χώρας για έπαθλο του,
χωρίς να το ξέρει τη μάνα του παντρεύτηκε,ο δύστυχος,
κι ούτε η μάνα του ήξερε πως με τον γιο της κοιμονταν,
Και γέννησα τους δύο μου γιους,τον Ετεοκλη
και τον ήρωα Πολυνείκη,και δύο θυγατέρες,
τη μια ο πατέρας της κάλεσε Ισμήνη,την άλλη,που πιο μεγάλη ήταν,
την ονομασα Αντιγόνη,
Τώρα όταν ο Οιδίποδας έμαθε πως παντρευτηκε τη μάνα του,
ξερίζωσε με χρυσές καρφιτσες τους βολβούς απ'τα μάτια του,
Αλλά όταν οι γιοι μου μεγάλωσαν κι είχαν γενια,έκλεισαν τον πατέρα τους
πίσω από σιδερενια κάγκελα,
να κρυφτεί η μοίρα του,αυτός ακόμα εδώ στο σπίτι ζει,
Και μεσ'στη πολύ τη δυστυχία του καταριέται τα παιδιά του,
αυτο το σπίτι να μοιράσουν με κοφτερό σπαθι
Τόσο αυτοί τρόμαξαν πως οι θεοί θα εκπλήρωναν την κατάρα
αν σε σύγκρουση θα έρχονταν,που έκαναν μια συμφωνία,
ο Πολυνείκης,ο νεώτερος,θ'αφηνε τη χώρα με τη θέληση του εξορισμένος,
ενώ ο Ετεοκλής θα'μενε και θα κρατούσε το σκήπτρο,
κι ότι κάθε χρόνο θ'αλλαζαν,όμως ο Ετεοκλής
αφ'οτου καθησε στης εξουσίας το θρόνο,δεν τον παρατούσε
αλλά ανάγκασε τον Πολυνείκη σ'εξορια απ'τη γη.
Έτσι ο Πολυνείκης πήγε στο Άργος και παντρεύτηκε στην οικογένεια
του Αδραστου,και μαζεύοντας πολυάριθμο στρατό απο Αργιτες
εκστρατευσε εδώ,εναντια στα τείχη των επτά πυλων
απαιτώντας το σκήπτρο του πατέρα του και μερίδιο της γης,
Τώρα,η διαμαχη τους για να τελειωσει,έχω τον έναν γιο
τον άλλον να συναντήσει πείσει,
πριν τ'αρματα αρπαξουν,κι ο αγγελιοφόρος
που'στειλα πως θα'ρθει μου'πε,
Δια,που στα λαμπρά ύψη μένεις τ'ουρανού,σώσε μας,
και συμφιλίωσε τους γιους μου,
μην επιτρέπεις παντα ο ίδιος θνητος δυστυχισμένος να'ναι
.
.
.