.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ-2
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Maximum Red and Minimum Yellow-μικτα υλικά, χρώμα, ξύλο, φύλλα χρυσού
- 3μ χ 4. 50μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ανθρωπινα Εσωτερικα) Η Φωτογραφία - χ.ν.κουβελης
της πεταξε τη φωτογραφία στο τραπέζι 'κοιτα'ειπε, εκείνη πήρε τη φωτογραφία στα χέρια
της,'μην πεις τίποτα'της είπε πηγαίνοντας στη πόρτα, 'που πας;'τον ρώτησε, δεν της
απάντησε,'που πας;'ξαναρώτησε, προσπάθησε να τον εμποδίσει, την έσπρωξε,εκείνη μόνη
στο δωμάτιο, νύχτωσε,ακίνητη, δεν άναψε φως, τον ακουσε που επέστρεψε, μετά τα
μεσάνυχτα,τον φοβόταν, ξαπλωσε κουρασμένη στον καναπέ να κοιμηθεί, δεν έκλειναν
τα μάτια της, έξω έβρεχε, όταν ξύπνησε πήγε στη κρεβατοκαμαρα, εκείνος κοιμονταν
μπρούμυτα με τα ρούχα, στην αρχή δεν θέλησε να τον ξυπνήσει, ύστερα φοβήθηκε, τον
φώναξε, εκείνος γύρισε, 'τι φώναζεις; τι έπαθες;', 'είσαι καλά;'ρωτησε 'ναι, καλά ειμαι'
απάντησε, 'θες να σου ζεστάνω νερό;', σηκώθηκε, 'ναι', 'έχω στεγνές πετσέτες',στάθηκε
στη πόρτα του μπάνιου, ακουγε το νερο, όταν βγήκε τη βρήκε στη κουζίνα, έπλυνε πιάτα,
'χάλασε το πλυντήριο πιάτων 'του ειπε,'τι θέλεις να μαγειρέψω;', 'ότι θέλεις ', γύρισε και
τον κοίταξε,'τι θα γίνει; 'ρώτησε, 'τίποτα, δεν θα γίνει τίποτα 'της απάντησε, 'και η φωτο-
γραφία;', 'ποια φωτογραφία;', χαμογελασε, 'δεν υπαρχει καμιά φωτογραφία'
.
.
.
August Strindberg-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
[Ανθρωπινα Εσωτερικα]
ΤΡΙΑ ΔΙΠΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
[Τριπλο Μονοπρακτο]-χ.ν.κουβελης
[Σκηνικο:αστικο σαλονι,χωρις ανοιγματα,τρεις καρεκλες τοποθετημενες σε σχημα ισοπλευρου
τριγωνου,σ'αυτες καθονται τρεις γυναικες,οι οποιες φορουν τα ιδια ρουχα,η Γυναικα Α στην
αριστερη καρεκλα γυρισμενη προς το μερος των θεατων,η Γυναικα Β στη μεσαια καρεκλα
γυρισμενη πλατη,η Γυναικα Γ στην δεξια καρεκλα γυρισμενη προφιλ,σε καθε μια γυναικα
στεκεται ορθιος απο ενας αντρας,ο Αντρας Α στη Γυναικα Α,ο Αντρας Β στη Γυναικα Β,
ο Αντρας Γ στη Γυναικα Γ,οι τρεις αντρες φορουν τα ιδια ρουχα,ο φωτισμος του δωματιου
αλλαζει αναλογα ποιο ζευγαρι μιλαει]
Γυναικα Α:δεν μ'ενδιαφερει η γνωμη σου
Αντρας Α:αν δεν εισαι τρελλη τοτε εισαι στα προθυρα της τρελας
Γυναικα Α :σε μισω,εσυ φταις,εσυ μ'εκλεισες εδω μεσα
Αντρας Α:για το καλο σου,για την υγεια σου,μιλησα με το γιατρο σε λιγες μερες θα βγεις
απο το σανατοριο
Γυναικα Α:ψευτη,ειναι η τεταρτη φορα που μου το λες,παψε,δεν σε πιστευω πια
Αντρας Β :απ'τη μερα που γυρισαμε εδω εχει καταρρευσει,κλαιει χωρις λογο,περναει πολλες
ωρες καθισμενη στη καρεκλα ακινητη,βουβη
Γυναικα Β:οταν ηταν παιδι η ζωη της ηταν βασανιστικη,ανυποφορη,την τυραννουσαν εμμονες
ιδεες,νομιζε πως η μητερα της την μισουσε,ο πατερας καυγαδιζε συχνα με τη μητερα,καποιες
φορες τη χτυπουσα,εκλεινα τ'αυτια μου να μην ακουω
Αντρας Γ:τι σημασια εχει τινος ειναι το παιδι δικο μου η'του εραστη σου,μου περασε η
ιδεα να σ'εκδικηθω,
Γυναικα Γ:γιατι δεν το'κανες;γιατι δεν το κανεις; τι περιμενεις;φοβασαι,ναι φοβασαι,
εισαι ενας δειλος,παντα ησουνα δειλος,ναι,το λαθος ειναι ολοτελα δικο μου,επρεπε...
Αντρας Γ :επρεπε να με χωρισεις,πεστο,ομως δεν το'κανες,δεν σε συνεφερε,οι εραστες σου
ειναι αδεκαροι,ενω ο ηλιθιος συζυγος πλουσιος,και συ βλεπεις εχεις καλομαθει στη πολυ-
τελεια
Γυναικα Γ:στη πολυτελεια μιας ανιαρης ζωης,σαχλες κοσμικες παρεες,βαρετες μεχρι θανατου
διακοπες σε τουριστικα θερετρα,ενα θεατρο σαπισμενης ζωης η ζωη μου,βαλτωμενη,τρελα
Αντρας Β:ολ'αυτα τα βγαζεις απ'τ'αρρωστο μυαλο σου
Γυναικα Β:εισαι απαισια τιποτενιος,δεν σε φοβαμαι,επαψα καιρο να σε φοβαμαι,ελα σπρωξε
με απ'τη καρεκλα,δειξε την δυναμη σου,επιβλησου,βλεπεις ποσο ηρεμη ειμαι,γαληνια,
περιμενω,ελα απλωσε το χερι,ελα,αφου αυτο θελεις γιατι δεν το κανεις;να τελειωνουμε
Αντρας Β:οχι,οχι,δεν θα σε βοηθησω εγω στην αυτοκτονια σου,αυτο ζητας,εμενα,οχι
Γυναικα Β:αν σου πω οτι σ'αγαπαω με παθος θα το πιστευες;
Αντρας Β:οχι δεν το πιστευω,ξερω καλα τι εγωιστρια εισαι
Γυναικα Β:σ'αγαπαω,σ'αγαπαω σαν τρελη
Αντρας Α:θα σου διηγηθω μια ιστορια,πραγματικο γεγονος,ενας αντρας εκλεισε για σαραντα
χρονια μια γυναικα μεσα σ'ενα πυργο,ξερεις γιατι;
Γυναικα Α:σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω,δεν αντεχω αλλο
Αντρας Α:για να την εκδικηθει
Γυναικα Α:δεν μ'ακους;σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω μεσα
Αντρας Α:επειδη δεν τον αγαπουσε
Γυναικα Α:ποναω,τρεμω απ'το κρυο
Αντρας Α:οταν πεθανε ο αντρας την βρηκανε μισοπεθαμενη,τρελη
Γυναικα Γ:εκει απεναντι θα'θελα ενα παραθυρο με τριανταφυλλα,ωραια κοκκινα
τριανταφυλλα
Αντρας Γ:ειμαι σιγουρος,τον συναντας εδω μεσα,πισω απ'τη πλατη μου
Γυναικα Γ:να,και το πιανο
Αντρας Γ:λοιπον,μαθε πως κι εγω εχω ερωμενη,και μαλιστα ειναι πιο νεα και πιο ομορφη
απο σενα
Γυναικα Γ:μια πουτανα ειναι,και σου τρωει τα λεφτα
Αντρας Γ:ειμαι ερωτευμενος μαζι της
Γυναικα Γ:σε κοροιδευει,γελαει μαζι σου,παλιανθρωπε
Αντρας Α:δεν ξερω,αλλα εχεις ομορφα ματια
Γυναικα Α:ξερεις καποτε αγαπουσα εναν αντρα παθιασμενα,τωρα δεν θυμαμαι ουτε ποιο
ειναι τ'ονομα του
Αντρας Α:το ειχα καταλαβει
Γυναικα Α:καθονταν στο πιανο κι επαιζε κι εγω τραγουδουσα
Αντρας Α:αληθεια,ειχες ωραια φωνη;
Γυναικα Α:δεν θυμασαι;αληθεια,γιατι δεν θυμαται κανεις;
Αντρας Β:κλαις;
Γυναικα Β:εχεις δικιο ποτε δεν σ'αγαπησα,σταθηκε αδυνατο να σ'αγαπησω
Αντρας Β:το ξερω
Γυναικα Β:προσποιουμουν πως σ'αγαπουσα
Αντρας Β:απ'την αρχη το ηξερα
Γυναικα Β:σε μισουσα,και τωρα,φοβαμαι πως σε μισω πιο πολυ,οχι μη φωναξεις,μη βρισεις,
και μην κρυβεσαι,και συ,το ξερω,με μισεις
Αντρας Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Γυναικα Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Αντρας Α:ολα ειναι πιθανα ολα ειναι δυνατα
.
.
.
εισ/χωρηση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[Ανθρωπινα Εσωτερικα]
ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ-χ.ν.κουβελης
Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι,
των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι
-Ηρακλειτος-
[γι'αυτους που'ναι ξυπνιοι υπαρχει ενας και ιδιος για ολους κοσμος ,
ενω ο καθενας απ'τους κοιμισμενους στον δικο του στρεφεται]
ενα αλογο ετρεχε,ο αναβατης επεσε,ενα σκυλι κυνηγουσε το αλογο,ο ανθρωπος
σηκωθηκε και πετουσε πετρες στο σκυλι,'Αυτο'ειπε,το τρενο την ειχε ζαλισει,
στον επομενο σταθμο κατεβηκε,μπροστα της μια γυναικα μ'ενα μικρο κοριτσι,
η γυναικα κουτσενε ελαφρα απο το αριστερο της ποδι,οι δρομοι εκεινοι την ωρα,
μεσανυχτα,αδειοι,ενα σκυλι διεσχισε το δρομο,στη πολυκατοικια επικρατουσε απο-
λυτη ησυχια,σαν να ηταν ακατοικητος ο χωρος,ο θορυβος του ασανσερ την ξυπνησε,
ξεκλειδωσε και μπηκε στο διαμερισμα,τη βρηκε να κοιμαται με τα ρουχα στον καναπε,
η τηλεοραση ηταν ανοιχτη,την εκλεισε,εκεινη ξυπνησε,'τωρα γυρισες;τι ωρα ειναι;'
τη ρωτησε,'περασμενα μεσανυχτα','πως τα περασες;'η αλλη την ρωτησε,'πηγαμε θεατρο,
μετα φαγαμε',ηταν ωραιο το θεατρο;τη ρωτησε,τι εργο παιζοτανε;,'αρκετα μπερδεμενο,
δεν το καταλαβα,τρεις γυναικες κι ενας αντρας,οι γυναικες μου φανηκε πως ηταν μια
γυναικα κι ο αντρας τρεις αντρες,ποτε ηταν γυναικα του,ποτε ηταν ερωμενη του,ποτε
ηταν πατερας της,και ταυτοχρονα συνεβαιναν και τα τρια,υπηρχαν μεγαλα διαστηματα σιωπης,ακινησιας, και μεγαλα διαστηματα που μιλουσε η μια γυναικα,κατι σαν παραλη-
ρημα,η'στον αντρα,αυτος ελαχιστα μιλουσε,οι δυο απ'τις γυναικες επαιζαν καλα,μια
απ'αυτες τη λεγανε Ντορα,αυτη που επαιζε μηχανικα Ida,το σκηνικο ενα δωματιο σε
σκουρο κοκκινα φωτισμο με ενα φωσφοριζον κιτρινο,'ενας ενδομητριος χωρος'ακουσα
καποιον να σχολιαζει πισω μου χαμηλοφωνα,αυτα,εσυ για πες μου πως περασες;τι εκανες;',
'τιποτα σημαντικο'απαντησε η αλλη'το απογευμα,κατα της εξι περασε η μαμα,ρωτησε για σενα,ανησυχει','η μαμα υπερβαλει,μια ζωη ανησυχει'την διεκοψε,'εκανε τα γνωστα παραπονα
για τον μπαμπα'συνεχισε η αλλη,'πως την παραμελει,γκρινιαζει,ωρες ωρες ειναι αφηρημενος,
στις εφτα εφυγε,βαρεθηκα να βγω,μαγειρεψα μακαρονια με κοκκινη σαλτσα και βασιλικο,
σου κρατησα,αν θες να φας','σου ειπα πως εφαγα','καλα με συγχωρεις,το ξεχασα'ειπε η αλλη
και συνεχισε 'ξεκινησα να διαβασω ενα βιβλιο,το βαρεθηκα και το παρατησα,ανοιξα τη
τηλεοραση και χαζεψα,αποκοιμηθηκα και με ξυπνησες',σιωπη,την κοιταξε'ειδες παλι εκεινο
το ονειρο;'τη ρωτησε,'ναι,ομως αυτη τη φορα'απαντησε'δεν ηταν το σκυλι που κυνηγουσε
το αλογο'σταματησε'αυτο,δεν θυμαμαι τιποτα αλλο'
.
.
.
fish and cat-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εβλεπε την ατερμονη κινηση του ψαριου στη γυαλα,με ποση ορμη χτυπουσε τα τοιχο-
ματα της,σε λιγο θα την θρυμματιζε και θα εβγαινε,εδω μεσα στο δωματιο ελευθερωμενο
θ'αποκτουσε τις τεραστιες πραγματικες του διαστασεις,φοβηθηκε,τρομαξε σ'αυτη τη προ-
οπτικη,η γατα κατω κοιμονταν κουλουριασμενη.αταραχη,πανω στο μαλακο μαξιλαρι,
αδυνατο να περιμενει τη βοηθεια της,ανισχυρη θα ειναι οπως αυτη,κι ισως υποταγμενη,
ενα δυνατο ρευμα απο το παραθυρο εριξε τη πηλινη κανατα με το νερο απο το τραπαζι στο
πατωμα,εκει εσπασε σε πολλα μικρα κομματια και χυθηκε το νερο,η γατα παλι δεν αναδευ-
τηκε,την σκουντησε απαλα με τα δαχτυλα τ'αριστερου ποδιου της,ανοιγοκλεισε για λιγο τα
ματια και ξανακοιμηθηκε,το ψαρι στη γυαλα ησυχασε,στεκονταν ακινητο,λες κι ηταν αψυχο,
ολη η πριν ενεργεια του το εγκατελειψε,ενιωσε ζεστη στο δωματιο,ο λαιμος της ηταν ιδρω-
μενος,'θα πουντιασεις'ακουσε τη μανα της'σκεπασου,δεν ειναι καιρος ακομα',η μανα εφυγε,
ειδε τον ισκιο της στο κρυσταλλο της πορτας,σταθηκε,το ηξερε,πως την παραμονευει,'γιατι
δεν πεθαινει;τοσο εζησε'σκεφτηκε κι ενιωσε ντροπη,αλλα και λαχταρα,το ψαρι σαν να πηρε
δυναμεις ξαναρχισε,'δεν θα το ξαναταισω,δεν θ'αφησω πια κανεναν να το ταισει,ετσι θα
ψοφησει',πηρε απο διπλα της το οβαλ καθρεφτακι,κοιταχτηκε,το προσωπο της,και χτενισε τα
μαλλια ,πλησιασε το καθρεφτη στα ματια της,ειδε τους δυο βολβους τους,φουσκωμενους,
μια τρομακτικη εικονα,παρομοιωση,της ηρθε στο μυαλο,αναστατωθηκε,'ερεθισμενους'
ψιθυρισε,'ειναι αμαρτια'σκεφτηκε 'ποσο ευαλωτοι ειμαστε στην αμαρτια',επειτα ο καθρε-
φτης πολυ κοντα στα χειλια της,σχεδον τα αγγιζε,ανατριχιασε στην επαφη,εβαλε τον δειχτη
του δεξιου χεριου της πανω τους κι απλωσε την υγρασια τους,γλυστρουσε,ακουσε ενα μεγαλο
θορυβο,σιγουρα το ψαρι ειχε σπασει τη γυαλα,και τωρα στεκονταν ορθο τεραστιο μπροστα
της,δεν ηξερε τι ηθελε,αλλα με τις αισθησεις της το υποψιαζονταν,ηταν στο ελεος του,'τωρα
θελω η μανα να πεθανει,τωρα αυτη ακριβως τη στιγμη'φαινεται πως φωναξε γιατι εμφανι-
σθηκε στο δωματιο η μανα'τι επαθες παλι;'της μιλησε αυστηρα,ολο εχθροτητα σκεφτηκε,
μαλλον ζηλια,'τιποτα,μητερα'τραυλισε 'μαλλον ειδα κακο ονειρο','προσεξε'της μιλησε παλι
η μανα αυστηρα'η υπομονη μου εφτασε στα ορια της,κι επειτα αυτη τη γατα τι την θελεις;',
κι εδωσε μια δυνατη κλωτσια στη γατα,αυτη ξαφνιασμενη απ'το δυνατ χτυπημα πηδηξε πανω
και δινοντας ενα σαλτο απο τ'ανοιχτο παραθυρο εξαφανισθηκε,η μανα,την ειδε,πηγε στο
παραθυρο και το εκλεισε,τραβηξε και τις κουρτινες'αφου ξερεις'της ειπε,τωρα η φωνη της ειχε
μαλακωσει,ηταν τρυφερη 'το πολυ φως δεν σου κανει καλο','το ψαρι,μανα,τι εγινε;'ρωτησε με
αγωνια,'μαλλον ψοφησε'ειπε η μανα,'παω να το πεταξω θα βρωμισει,ξερεις ποσο απαισια
μυριζουν τα ψαρια αμα σαπισουν,θυμασαι την αλλη φορα τι παθαμε,τι μανια κι εσυ να κουβα-
λας ψαρια',αυτη τη τελευταια ραση την ειπε αφου ειχε βγει εξω απο τη πορτα,ισα που προλα-
βε τη σκια της στο κρυσταλλο,'μαμα'της φωναξε 'ξεχασες να παρεις τη γυαλα με το ψαρι',δεν
την ακουσε,η'εκανε πως δεν την ακουσε,οπως κανει για να την τιμωρησει,δεν γυρισε,το ψαρι
σε λιγο μυρισε,ηταν αποπνικτικα εκει μεσα στο δωματιο,επειτα νυχτωνε,εξω ομως οχι,γιατι
ακουγε ακομα τα τζιτζικια,'δεν μπορω ν'ακουω τα τζιτζικια'βουλωσε με τα χερια της τ'αυτια,
ειδε τη γατα,ειχε χωσει το κεφαλι της στη γυαλα κι ετρωζε το ψαρι,'μη'της φωναξε'τι τρως;',
δεν την ακουγε,ετρωγε αταραχη σαν να'ταν κουφη,'μη,ειναι δικο μου το ψαρι,το ψαρακι
μου',εκεινη το εφαγε,επειτα πηδηξε απ'το τραπεζι κι επιασε το μαξιλαρι και το γρατσουνιζε,
οταν βαρεθηκε ξαπλωνοντας πανω του κοιμηθηκε,οπως στην αρχη,οπως σ'ολες τις αρχες,
αδιαφορετα,εβγαλε τα παπουτσια της,τ'ακουσε να πεφτουν στο πατωμα,πηρε το καθρεφτακι
και με την αναπνοη της τον θολωσε,αυτο που απο δω και περα θα αντανακλωνταν πανω του
ηθελε να μην το βλεπει,να ειναι θολωμενο,μη ορατο,πισω απο βαριες κουρτινες κρυμενο,
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ-2
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Maximum Red and Minimum Yellow-μικτα υλικά, χρώμα, ξύλο, φύλλα χρυσού
- 3μ χ 4. 50μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ανθρωπινα Εσωτερικα) Η Φωτογραφία - χ.ν.κουβελης
της πεταξε τη φωτογραφία στο τραπέζι 'κοιτα'ειπε, εκείνη πήρε τη φωτογραφία στα χέρια
της,'μην πεις τίποτα'της είπε πηγαίνοντας στη πόρτα, 'που πας;'τον ρώτησε, δεν της
απάντησε,'που πας;'ξαναρώτησε, προσπάθησε να τον εμποδίσει, την έσπρωξε,εκείνη μόνη
στο δωμάτιο, νύχτωσε,ακίνητη, δεν άναψε φως, τον ακουσε που επέστρεψε, μετά τα
μεσάνυχτα,τον φοβόταν, ξαπλωσε κουρασμένη στον καναπέ να κοιμηθεί, δεν έκλειναν
τα μάτια της, έξω έβρεχε, όταν ξύπνησε πήγε στη κρεβατοκαμαρα, εκείνος κοιμονταν
μπρούμυτα με τα ρούχα, στην αρχή δεν θέλησε να τον ξυπνήσει, ύστερα φοβήθηκε, τον
φώναξε, εκείνος γύρισε, 'τι φώναζεις; τι έπαθες;', 'είσαι καλά;'ρωτησε 'ναι, καλά ειμαι'
απάντησε, 'θες να σου ζεστάνω νερό;', σηκώθηκε, 'ναι', 'έχω στεγνές πετσέτες',στάθηκε
στη πόρτα του μπάνιου, ακουγε το νερο, όταν βγήκε τη βρήκε στη κουζίνα, έπλυνε πιάτα,
'χάλασε το πλυντήριο πιάτων 'του ειπε,'τι θέλεις να μαγειρέψω;', 'ότι θέλεις ', γύρισε και
τον κοίταξε,'τι θα γίνει; 'ρώτησε, 'τίποτα, δεν θα γίνει τίποτα 'της απάντησε, 'και η φωτο-
γραφία;', 'ποια φωτογραφία;', χαμογελασε, 'δεν υπαρχει καμιά φωτογραφία'
.
.
.
August Strindberg-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
[Ανθρωπινα Εσωτερικα]
ΤΡΙΑ ΔΙΠΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
[Τριπλο Μονοπρακτο]-χ.ν.κουβελης
[Σκηνικο:αστικο σαλονι,χωρις ανοιγματα,τρεις καρεκλες τοποθετημενες σε σχημα ισοπλευρου
τριγωνου,σ'αυτες καθονται τρεις γυναικες,οι οποιες φορουν τα ιδια ρουχα,η Γυναικα Α στην
αριστερη καρεκλα γυρισμενη προς το μερος των θεατων,η Γυναικα Β στη μεσαια καρεκλα
γυρισμενη πλατη,η Γυναικα Γ στην δεξια καρεκλα γυρισμενη προφιλ,σε καθε μια γυναικα
στεκεται ορθιος απο ενας αντρας,ο Αντρας Α στη Γυναικα Α,ο Αντρας Β στη Γυναικα Β,
ο Αντρας Γ στη Γυναικα Γ,οι τρεις αντρες φορουν τα ιδια ρουχα,ο φωτισμος του δωματιου
αλλαζει αναλογα ποιο ζευγαρι μιλαει]
Γυναικα Α:δεν μ'ενδιαφερει η γνωμη σου
Αντρας Α:αν δεν εισαι τρελλη τοτε εισαι στα προθυρα της τρελας
Γυναικα Α :σε μισω,εσυ φταις,εσυ μ'εκλεισες εδω μεσα
Αντρας Α:για το καλο σου,για την υγεια σου,μιλησα με το γιατρο σε λιγες μερες θα βγεις
απο το σανατοριο
Γυναικα Α:ψευτη,ειναι η τεταρτη φορα που μου το λες,παψε,δεν σε πιστευω πια
Αντρας Β :απ'τη μερα που γυρισαμε εδω εχει καταρρευσει,κλαιει χωρις λογο,περναει πολλες
ωρες καθισμενη στη καρεκλα ακινητη,βουβη
Γυναικα Β:οταν ηταν παιδι η ζωη της ηταν βασανιστικη,ανυποφορη,την τυραννουσαν εμμονες
ιδεες,νομιζε πως η μητερα της την μισουσε,ο πατερας καυγαδιζε συχνα με τη μητερα,καποιες
φορες τη χτυπουσα,εκλεινα τ'αυτια μου να μην ακουω
Αντρας Γ:τι σημασια εχει τινος ειναι το παιδι δικο μου η'του εραστη σου,μου περασε η
ιδεα να σ'εκδικηθω,
Γυναικα Γ:γιατι δεν το'κανες;γιατι δεν το κανεις; τι περιμενεις;φοβασαι,ναι φοβασαι,
εισαι ενας δειλος,παντα ησουνα δειλος,ναι,το λαθος ειναι ολοτελα δικο μου,επρεπε...
Αντρας Γ :επρεπε να με χωρισεις,πεστο,ομως δεν το'κανες,δεν σε συνεφερε,οι εραστες σου
ειναι αδεκαροι,ενω ο ηλιθιος συζυγος πλουσιος,και συ βλεπεις εχεις καλομαθει στη πολυ-
τελεια
Γυναικα Γ:στη πολυτελεια μιας ανιαρης ζωης,σαχλες κοσμικες παρεες,βαρετες μεχρι θανατου
διακοπες σε τουριστικα θερετρα,ενα θεατρο σαπισμενης ζωης η ζωη μου,βαλτωμενη,τρελα
Αντρας Β:ολ'αυτα τα βγαζεις απ'τ'αρρωστο μυαλο σου
Γυναικα Β:εισαι απαισια τιποτενιος,δεν σε φοβαμαι,επαψα καιρο να σε φοβαμαι,ελα σπρωξε
με απ'τη καρεκλα,δειξε την δυναμη σου,επιβλησου,βλεπεις ποσο ηρεμη ειμαι,γαληνια,
περιμενω,ελα απλωσε το χερι,ελα,αφου αυτο θελεις γιατι δεν το κανεις;να τελειωνουμε
Αντρας Β:οχι,οχι,δεν θα σε βοηθησω εγω στην αυτοκτονια σου,αυτο ζητας,εμενα,οχι
Γυναικα Β:αν σου πω οτι σ'αγαπαω με παθος θα το πιστευες;
Αντρας Β:οχι δεν το πιστευω,ξερω καλα τι εγωιστρια εισαι
Γυναικα Β:σ'αγαπαω,σ'αγαπαω σαν τρελη
Αντρας Α:θα σου διηγηθω μια ιστορια,πραγματικο γεγονος,ενας αντρας εκλεισε για σαραντα
χρονια μια γυναικα μεσα σ'ενα πυργο,ξερεις γιατι;
Γυναικα Α:σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω,δεν αντεχω αλλο
Αντρας Α:για να την εκδικηθει
Γυναικα Α:δεν μ'ακους;σε παρακαλω,βγαλε με απο'δω μεσα
Αντρας Α:επειδη δεν τον αγαπουσε
Γυναικα Α:ποναω,τρεμω απ'το κρυο
Αντρας Α:οταν πεθανε ο αντρας την βρηκανε μισοπεθαμενη,τρελη
Γυναικα Γ:εκει απεναντι θα'θελα ενα παραθυρο με τριανταφυλλα,ωραια κοκκινα
τριανταφυλλα
Αντρας Γ:ειμαι σιγουρος,τον συναντας εδω μεσα,πισω απ'τη πλατη μου
Γυναικα Γ:να,και το πιανο
Αντρας Γ:λοιπον,μαθε πως κι εγω εχω ερωμενη,και μαλιστα ειναι πιο νεα και πιο ομορφη
απο σενα
Γυναικα Γ:μια πουτανα ειναι,και σου τρωει τα λεφτα
Αντρας Γ:ειμαι ερωτευμενος μαζι της
Γυναικα Γ:σε κοροιδευει,γελαει μαζι σου,παλιανθρωπε
Αντρας Α:δεν ξερω,αλλα εχεις ομορφα ματια
Γυναικα Α:ξερεις καποτε αγαπουσα εναν αντρα παθιασμενα,τωρα δεν θυμαμαι ουτε ποιο
ειναι τ'ονομα του
Αντρας Α:το ειχα καταλαβει
Γυναικα Α:καθονταν στο πιανο κι επαιζε κι εγω τραγουδουσα
Αντρας Α:αληθεια,ειχες ωραια φωνη;
Γυναικα Α:δεν θυμασαι;αληθεια,γιατι δεν θυμαται κανεις;
Αντρας Β:κλαις;
Γυναικα Β:εχεις δικιο ποτε δεν σ'αγαπησα,σταθηκε αδυνατο να σ'αγαπησω
Αντρας Β:το ξερω
Γυναικα Β:προσποιουμουν πως σ'αγαπουσα
Αντρας Β:απ'την αρχη το ηξερα
Γυναικα Β:σε μισουσα,και τωρα,φοβαμαι πως σε μισω πιο πολυ,οχι μη φωναξεις,μη βρισεις,
και μην κρυβεσαι,και συ,το ξερω,με μισεις
Αντρας Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Γυναικα Α:γιατι διαλεξες εμενα;
Αντρας Α:ολα ειναι πιθανα ολα ειναι δυνατα
.
.
.
εισ/χωρηση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[Ανθρωπινα Εσωτερικα]
ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ-χ.ν.κουβελης
Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι,
των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι
-Ηρακλειτος-
[γι'αυτους που'ναι ξυπνιοι υπαρχει ενας και ιδιος για ολους κοσμος ,
ενω ο καθενας απ'τους κοιμισμενους στον δικο του στρεφεται]
ενα αλογο ετρεχε,ο αναβατης επεσε,ενα σκυλι κυνηγουσε το αλογο,ο ανθρωπος
σηκωθηκε και πετουσε πετρες στο σκυλι,'Αυτο'ειπε,το τρενο την ειχε ζαλισει,
στον επομενο σταθμο κατεβηκε,μπροστα της μια γυναικα μ'ενα μικρο κοριτσι,
η γυναικα κουτσενε ελαφρα απο το αριστερο της ποδι,οι δρομοι εκεινοι την ωρα,
μεσανυχτα,αδειοι,ενα σκυλι διεσχισε το δρομο,στη πολυκατοικια επικρατουσε απο-
λυτη ησυχια,σαν να ηταν ακατοικητος ο χωρος,ο θορυβος του ασανσερ την ξυπνησε,
ξεκλειδωσε και μπηκε στο διαμερισμα,τη βρηκε να κοιμαται με τα ρουχα στον καναπε,
η τηλεοραση ηταν ανοιχτη,την εκλεισε,εκεινη ξυπνησε,'τωρα γυρισες;τι ωρα ειναι;'
τη ρωτησε,'περασμενα μεσανυχτα','πως τα περασες;'η αλλη την ρωτησε,'πηγαμε θεατρο,
μετα φαγαμε',ηταν ωραιο το θεατρο;τη ρωτησε,τι εργο παιζοτανε;,'αρκετα μπερδεμενο,
δεν το καταλαβα,τρεις γυναικες κι ενας αντρας,οι γυναικες μου φανηκε πως ηταν μια
γυναικα κι ο αντρας τρεις αντρες,ποτε ηταν γυναικα του,ποτε ηταν ερωμενη του,ποτε
ηταν πατερας της,και ταυτοχρονα συνεβαιναν και τα τρια,υπηρχαν μεγαλα διαστηματα σιωπης,ακινησιας, και μεγαλα διαστηματα που μιλουσε η μια γυναικα,κατι σαν παραλη-
ρημα,η'στον αντρα,αυτος ελαχιστα μιλουσε,οι δυο απ'τις γυναικες επαιζαν καλα,μια
απ'αυτες τη λεγανε Ντορα,αυτη που επαιζε μηχανικα Ida,το σκηνικο ενα δωματιο σε
σκουρο κοκκινα φωτισμο με ενα φωσφοριζον κιτρινο,'ενας ενδομητριος χωρος'ακουσα
καποιον να σχολιαζει πισω μου χαμηλοφωνα,αυτα,εσυ για πες μου πως περασες;τι εκανες;',
'τιποτα σημαντικο'απαντησε η αλλη'το απογευμα,κατα της εξι περασε η μαμα,ρωτησε για σενα,ανησυχει','η μαμα υπερβαλει,μια ζωη ανησυχει'την διεκοψε,'εκανε τα γνωστα παραπονα
για τον μπαμπα'συνεχισε η αλλη,'πως την παραμελει,γκρινιαζει,ωρες ωρες ειναι αφηρημενος,
στις εφτα εφυγε,βαρεθηκα να βγω,μαγειρεψα μακαρονια με κοκκινη σαλτσα και βασιλικο,
σου κρατησα,αν θες να φας','σου ειπα πως εφαγα','καλα με συγχωρεις,το ξεχασα'ειπε η αλλη
και συνεχισε 'ξεκινησα να διαβασω ενα βιβλιο,το βαρεθηκα και το παρατησα,ανοιξα τη
τηλεοραση και χαζεψα,αποκοιμηθηκα και με ξυπνησες',σιωπη,την κοιταξε'ειδες παλι εκεινο
το ονειρο;'τη ρωτησε,'ναι,ομως αυτη τη φορα'απαντησε'δεν ηταν το σκυλι που κυνηγουσε
το αλογο'σταματησε'αυτο,δεν θυμαμαι τιποτα αλλο'
.
.
.
fish and cat-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΟΣ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
εβλεπε την ατερμονη κινηση του ψαριου στη γυαλα,με ποση ορμη χτυπουσε τα τοιχο-
ματα της,σε λιγο θα την θρυμματιζε και θα εβγαινε,εδω μεσα στο δωματιο ελευθερωμενο
θ'αποκτουσε τις τεραστιες πραγματικες του διαστασεις,φοβηθηκε,τρομαξε σ'αυτη τη προ-
οπτικη,η γατα κατω κοιμονταν κουλουριασμενη.αταραχη,πανω στο μαλακο μαξιλαρι,
αδυνατο να περιμενει τη βοηθεια της,ανισχυρη θα ειναι οπως αυτη,κι ισως υποταγμενη,
ενα δυνατο ρευμα απο το παραθυρο εριξε τη πηλινη κανατα με το νερο απο το τραπαζι στο
πατωμα,εκει εσπασε σε πολλα μικρα κομματια και χυθηκε το νερο,η γατα παλι δεν αναδευ-
τηκε,την σκουντησε απαλα με τα δαχτυλα τ'αριστερου ποδιου της,ανοιγοκλεισε για λιγο τα
ματια και ξανακοιμηθηκε,το ψαρι στη γυαλα ησυχασε,στεκονταν ακινητο,λες κι ηταν αψυχο,
ολη η πριν ενεργεια του το εγκατελειψε,ενιωσε ζεστη στο δωματιο,ο λαιμος της ηταν ιδρω-
μενος,'θα πουντιασεις'ακουσε τη μανα της'σκεπασου,δεν ειναι καιρος ακομα',η μανα εφυγε,
ειδε τον ισκιο της στο κρυσταλλο της πορτας,σταθηκε,το ηξερε,πως την παραμονευει,'γιατι
δεν πεθαινει;τοσο εζησε'σκεφτηκε κι ενιωσε ντροπη,αλλα και λαχταρα,το ψαρι σαν να πηρε
δυναμεις ξαναρχισε,'δεν θα το ξαναταισω,δεν θ'αφησω πια κανεναν να το ταισει,ετσι θα
ψοφησει',πηρε απο διπλα της το οβαλ καθρεφτακι,κοιταχτηκε,το προσωπο της,και χτενισε τα
μαλλια ,πλησιασε το καθρεφτη στα ματια της,ειδε τους δυο βολβους τους,φουσκωμενους,
μια τρομακτικη εικονα,παρομοιωση,της ηρθε στο μυαλο,αναστατωθηκε,'ερεθισμενους'
ψιθυρισε,'ειναι αμαρτια'σκεφτηκε 'ποσο ευαλωτοι ειμαστε στην αμαρτια',επειτα ο καθρε-
φτης πολυ κοντα στα χειλια της,σχεδον τα αγγιζε,ανατριχιασε στην επαφη,εβαλε τον δειχτη
του δεξιου χεριου της πανω τους κι απλωσε την υγρασια τους,γλυστρουσε,ακουσε ενα μεγαλο
θορυβο,σιγουρα το ψαρι ειχε σπασει τη γυαλα,και τωρα στεκονταν ορθο τεραστιο μπροστα
της,δεν ηξερε τι ηθελε,αλλα με τις αισθησεις της το υποψιαζονταν,ηταν στο ελεος του,'τωρα
θελω η μανα να πεθανει,τωρα αυτη ακριβως τη στιγμη'φαινεται πως φωναξε γιατι εμφανι-
σθηκε στο δωματιο η μανα'τι επαθες παλι;'της μιλησε αυστηρα,ολο εχθροτητα σκεφτηκε,
μαλλον ζηλια,'τιποτα,μητερα'τραυλισε 'μαλλον ειδα κακο ονειρο','προσεξε'της μιλησε παλι
η μανα αυστηρα'η υπομονη μου εφτασε στα ορια της,κι επειτα αυτη τη γατα τι την θελεις;',
κι εδωσε μια δυνατη κλωτσια στη γατα,αυτη ξαφνιασμενη απ'το δυνατ χτυπημα πηδηξε πανω
και δινοντας ενα σαλτο απο τ'ανοιχτο παραθυρο εξαφανισθηκε,η μανα,την ειδε,πηγε στο
παραθυρο και το εκλεισε,τραβηξε και τις κουρτινες'αφου ξερεις'της ειπε,τωρα η φωνη της ειχε
μαλακωσει,ηταν τρυφερη 'το πολυ φως δεν σου κανει καλο','το ψαρι,μανα,τι εγινε;'ρωτησε με
αγωνια,'μαλλον ψοφησε'ειπε η μανα,'παω να το πεταξω θα βρωμισει,ξερεις ποσο απαισια
μυριζουν τα ψαρια αμα σαπισουν,θυμασαι την αλλη φορα τι παθαμε,τι μανια κι εσυ να κουβα-
λας ψαρια',αυτη τη τελευταια ραση την ειπε αφου ειχε βγει εξω απο τη πορτα,ισα που προλα-
βε τη σκια της στο κρυσταλλο,'μαμα'της φωναξε 'ξεχασες να παρεις τη γυαλα με το ψαρι',δεν
την ακουσε,η'εκανε πως δεν την ακουσε,οπως κανει για να την τιμωρησει,δεν γυρισε,το ψαρι
σε λιγο μυρισε,ηταν αποπνικτικα εκει μεσα στο δωματιο,επειτα νυχτωνε,εξω ομως οχι,γιατι
ακουγε ακομα τα τζιτζικια,'δεν μπορω ν'ακουω τα τζιτζικια'βουλωσε με τα χερια της τ'αυτια,
ειδε τη γατα,ειχε χωσει το κεφαλι της στη γυαλα κι ετρωζε το ψαρι,'μη'της φωναξε'τι τρως;',
δεν την ακουγε,ετρωγε αταραχη σαν να'ταν κουφη,'μη,ειναι δικο μου το ψαρι,το ψαρακι
μου',εκεινη το εφαγε,επειτα πηδηξε απ'το τραπεζι κι επιασε το μαξιλαρι και το γρατσουνιζε,
οταν βαρεθηκε ξαπλωνοντας πανω του κοιμηθηκε,οπως στην αρχη,οπως σ'ολες τις αρχες,
αδιαφορετα,εβγαλε τα παπουτσια της,τ'ακουσε να πεφτουν στο πατωμα,πηρε το καθρεφτακι
και με την αναπνοη της τον θολωσε,αυτο που απο δω και περα θα αντανακλωνταν πανω του
ηθελε να μην το βλεπει,να ειναι θολωμενο,μη ορατο,πισω απο βαριες κουρτινες κρυμενο,
.
.
.